Χρίστος Κρανάκης
Η πύρρειος νίκη που πέτυχαν ο Μακρόν και η κυβέρνησή του στη βουλή, με την οριακή καταψήφιση της πρότασης μομφής, δεν τους διασφαλίζει απολύτως τίποτα. Οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται σε όλη τη χώρα και στους περισσότερους κλάδους με μεγάλη αποφασιστικότητα, σαρώνοντας αυταπάτες, συνδικάτα και πολιτικές δυνάμεις.
«La beauté est dans la rue» (η ομορφιά βρίσκεται στους δρόμους) αναγραφόταν στη θρυλική αφίσα του Μάη το μακρινό 1968. Σήμερα, 55 χρόνια αργότερα, το θρυλικό σύνθημα επιστρέφει, όχι μόνο ως σλόγκαν αλλά και ως στάση ζωής. Αυτό φαίνεται από τα εκατομμύρια των Γάλλων που «πλημμυρίζουν» τις τελευταίες εβδομάδες τους δρόμους του Παρισιού και όλων σχεδόν των πόλεων της χώρας, δίνοντας έναν μεγαλειώδη αγώνα απέναντι στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Μπορεί ο Μακρόν να άντεξε (οριακά) την πολυκομματική πρόταση μομφής προς την κυβέρνησή του, με τη βοήθεια και της παραδοσιακής Δεξιάς των Ρεπουμπλικάνων, όμως η κοινωνική πίεση που δέχεται από τα σωματεία και τον λαό στους δρόμους είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση.
Η «πύρρειος» νίκη που πέτυχαν τη Δευτέρα στη γαλλική εθνοσυνέλευση ο Μακρόν και η πρωθυπουργός, Ελιζαμπέτ Μπορν, επ’ ουδενί δεν μεταφράζεται σε τερματισμό της έντασης ή εδραίωσή τους σε θέση ισχύος. Με συνολικά 278 βουλευτές να ψηφίζουν υπέρ της πρότασης δυσπιστίας, ενώ μόλις 287 απαιτούνταν για την πτώση της κυβέρνησης και το μπλοκάρισμα της συνταξιοδοτικής αναδιάρθρωσης για τουλάχιστον δύο χρόνια, γίνεται φανερό ότι η απόφαση που ελήφθη για παράκαμψη της Βουλής προκειμένου να εγκριθεί το επίμαχο νομοσχέδιο –με χρήση του συνταγματικού άρθρου 49.3– έχει προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς ακόμα και εντός του αστικού πολιτικού σκηνικού.
Αντιλαμβανόμενος ακριβώς αυτό, ο Μακρόν εμφανίστηκε στη συνέντευξη της Τετάρτης επικοινωνιακά πιο «προσγειωμένος» και συγκαταβατικός, αλλά επί της ουσίας ανένδοτος και προκλητικός, επιδιώκοντας να πείσει τον γαλλικό λαό για την «αναγκαιότητα» αλλαγής του συνταξιοδοτικού νόμου. «Πιστεύετε ότι εμένα μου αρέσει που προχωρώ σε αυτή τη μεταρρύθμιση; Όχι!», είπε ενδεικτικά, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα πως αυτή «κρίνεται αναγκαία» και θα τεθεί σε εφαρμογή από τέλος του έτους. Ταυτόχρονα, ζήτησε μεγαλύτερη κοινοβουλευτική συναίνεση πάνω στο επίμαχο ζήτημα, ενώ δεσμεύτηκε πως θα (επιχειρήσει να) ξεκινήσει έναν γύρο διαλόγου με τα σωματεία. Τέλος, υποσχέθηκε στη γαλλική κοινωνία πως η κανονικότητα θα επιστρέψει σύντομα και πως ο κύκλος βίας των τελευταίων εβδομάδων θα σταματήσει.
Παρά τις κάλπικες διαβεβαιώσεις του, όμως, φαίνεται πως «το ποτάμι πίσω δεν γυρνά» για τον γαλλικό λαό. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση φάνηκε πως τα τρία τέταρτα των Γάλλων (74%) τάσσονται ενάντια στην επιλογή Μακρόν να βάλει «μπρος» την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος μέσω του άρθρου 49.3 και να αποφύγει την ψήφιση του νόμου στην εθνοσυνέλευση — ενώ πάνω από το 65% δηλώνει αντίθετο στη μεταρρύθμιση έτσι κι αλλιώς. Ταυτόχρονα, ένα εντυπωσιακό ποσοστό της τάξεως του 60% τάσσεται υπέρ της συνέχισης των απεργιών και των κινητοποιήσεων έως ότου πέσει ο νόμος.
Το σίγουρο είναι ότι αυτές ακριβώς οι δράσεις αποτελούν και το κεντρικό θέμα της γαλλικής επικαιρότητας. Άρρηκτα συνδεδεμένες, πολιτικά και κοινωνικά, με τις πρόσφατες εργατικές και ευρύτερα κοινωνικές αντιστάσεις των τελευταίων χρόνων, συγκροτούν μια κατάσταση που παραπέμπει, για πολλούς, στον γαλλικό Μάη. Μπορεί η φοιτητική νεολαία να μην έχει εμφανιστεί με συγκροτημένους όρους στο πλευρό των εργατικών σωματείων, γεγονός που εδράζεται στις ιδιαίτερες κοινωνιολογικές συνθήκες της ταξικής πάλης στη Γαλλία και στο τσάκισμα του φοιτητικού συνδικαλισμού, παρ’ όλα αυτά ο «Μάρτης του ’23» θα μείνει στην ιστορία ως μια πολιτική συνάντηση πολλών και διαφορετικών κοινωνικών σωμάτων και ηλικιών.
Ο συντονισμός των συνδικάτων δεν αποτελεί αποτέλεσμα κοπτοραπτικής «από τα πάνω», αλλά κατάκτηση των εργαζομένων
Από τη μία, τον «ρυθμό» των κινητοποιήσεων δίνει ο συντονισμός των σωματείων-συνδικάτων, που φαίνεται πως παγιώνεται σαν μορφή οργάνωσης στο γαλλικό εργατικό κίνημα. Ο συντονισμός αυτός καταφέρνει να οργανώσει απεργίες και κινητοποιήσεις με ποιοτικό βάθος και μαζικότητα, ακριβώς επειδή δεν αποτελεί αποτέλεσμα κάποιας κοπτοραπτικής πολιτικών αντιλήψεων των «από πάνω», αλλά κατάκτηση των «από κάτω», οι οποίοι με τη δυναμική τους ωθούν και δεσμεύουν τις ηγεσίες των σωματείων τους σε αγώνα διαρκείας. Για του λόγου το αληθές, οι δράσεις των εργαζομένων εκτείνονται κατά μήκος και κατά πλάτος της χώρας και δεν εντάσσονται στα πλαίσια των «τυπικών» ή «επετειακών» κινητοποιήσεων. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις ομάδες περιφρούρησης κατειλημμένων εργοστασίων κατάφεραν να αμυνθούν των επιθέσεων της αστυνομίας, ενώ έκδηλη είναι και η επίδειξη ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ συνδικάτων διαφορετικών κλάδων.
Από την άλλη, στις μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών ξεχωρίζει όλο εκείνο το –συχνά «αόρατο»– φάσμα εργαζομένων, το οποίο μπορεί να μην είναι οργανωμένο σε επίσημες δομές (σωματεία, κόμματα, κ.λπ.) αλλά φαίνεται πως αρνείται να ανεχτεί ένα νέο γύρο οικονομικής κρίσης, σαν αυτόν που πλησιάζει. Εντός του κοινωνικού φάσματος αυτού, το πιο νεολαιίστικο τμήμα υιοθετεί ριζοσπαστικές πρακτικές και προχωρά σε ολονύχτιες συγκρούσεις με την αστυνομία, οι οποίες εκτείνονται ακόμα και σε αστικές περιοχές, προσδίδοντας στο κίνημα χαρακτηριστικά πανκοινωνικής εξέγερσης.
«Σύνταξη στα 60, παλέψαμε για να την κατακτήσουμε, θα αγωνιστούμε για να την κρατήσουμε»
#france #GreveGenerale #ReformeDesRetraites #manif23marspic.twitter.com/2U8GgHjfFB— Πριν (@PRINgr) March 24, 2023
Το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής εκεχειρίας φαντάζει –προς το παρόν– μακρινό και ο ταξικός πόλεμος μόνο να φουντώσει μπορεί. Αφενός, η αστική μπάντα εμφανίζεται αποφασισμένη να περάσει (και αυτή) την αναδιάρθρωση ακόμα και εάν αυτό σηματοδοτήσει το οριστικό κλείσιμο του κεφαλαίου Μακρόν. Αφετέρου, το εργατικό κίνημα μοιάζει να έχει διδαχτεί από τα παρελθοντικά του σφάλματα και να επιδιώκει να πάει τον αγώνα «μέχρι τέλους».
Η απεργία της Πέμπτης, 23 Μαρτίου, μέρα που το Πριν όδευε προς το τυπογραφείο, αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό σταθμό. Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται σε πολλούς κλάδους, όπως της εκπαίδευσης, του δημοσίου, των λιμενεργατών, των διυλιστηρίων, των οδοκαθαριστών, των μεταφορών και της ενέργειας. Όσο για τα συνδικάτα, ακόμη και αυτά που θέλουν να θέσουν τέλος στις κινητοποιήσεις, είναι φανερό ότι δεν μπορούν, καθώς τα παρασέρνει το ποτάμι της λαϊκής οργής και αποφασιστικότητας.