Κώστας Τριχιάς
Η δολοφονία στα Τέμπη αποτελεί ένα σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ένα ορόσημο που σφραγίζει μια ολόκληρη γενιά και ταυτόχρονα αλλάζει την οπτική της σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις. Καθώς οι αναζητήσεις φουντώνουν, τα αστικά κόμματα φιλοδοξούν να τις περιορίσουν στη λογική της εναλλαγής. Νέες δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Το φάντασμα του 2012 ανησυχεί τα επιτελεία
«Η άνοιξη του θυμού και οι κάλπες», «γρίφος η αντισυστημική ψήφος», «αναβιώνουν οι πλατείες του 2012;», είναι ορισμένοι μόνο από τους πρόσφατους τίτλους των κυρίαρχων ΜΜΕ, μετά από την ορμητική επανεμφάνιση του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο. Είναι σαν ένα φάντασμα να πλανιέται πάνω από την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο της «μεταμνημονιακής» Ελλάδας, το φάντασμα ενός απροσδιόριστου αντισυστημικού ρεύματος που ֪–σύμφωνα με τους αστούς αναλυτές– θέριεψε από την τραγωδία των Τεμπών αλλά επωαζόταν καιρό σε φαινόμενα όπως οι αρνητές της πανδημίας και φυσικά στις αντιμνημονιακές πλατείες.
Η «αντισυστημικότητα» στην οποία αναφέρονται οι αναλυτές του συστήματος φαίνεται να διαδέχεται την αρκετά διαδεδομένη έννοια του λαϊκισμού, όπου κάθε όψη του δημόσιου λόγου που μπορούσε να θεωρηθεί ότι αμφισβητεί την εκάστοτε μια και μοναδική αλήθεια της κυρίαρχης πολιτικής (το μνημόνιο είναι το ευαγγέλιο της εξόδου από την κρίση, η κυβερνητική διαχείριση του Covid-19 είναι η μόνη επιστημονική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της πανδημίας κ.α.) τσουβαλιαζόταν κάτω από την ίδια έννοια-ομπρέλα. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αγωνιστική, δημοκρατική και αριστερόστροφη κριτική είναι πάνω-κάτω η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της συνωμοσιολογικής, ξενοφοβικής και αντιδραστικής ρητορικής, αδιαφορώντας για το περιεχόμενο της πολιτικής και της συγκεκριμένης στρατηγικής, που κάθε φορά προβάλλεται. Αυτός ο νεοσυντηρητικός τρόπος σκέψης βάζει στην ίδια αναλυτική κατηγορία τα κοινωνικά κινήματα και την ακροδεξιά με στόχο να απονομιμοποιήσει τα πρώτα, αδιαφορώντας αν με τον τρόπο αυτό απο-ενοχοποιεί τα δεύτερα (ή μήπως επιδιώκοντας αυτόν τον σκοπό;)
Οι κινητοποιήσεις κλονίζουν συσχετισμούς
Η τραγωδία των Τεμπών ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της λαϊκής οργής και έβγαλε στους δρόμους ένα πραγματικό εργατικό και νεολαιίστικο ποτάμι. Με αλλεπάλληλες συγκεντρώσεις και πορείες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας σε σύντομο χρονικό διάστημα, με εμπλοκή όλων των γενιών (με πρωταγωνιστική τη συμμετοχή της νεολαίας), με μαχητικότητα και εφευρετικότητα ως προς τις μορφές του αγώνα, έθεσε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το «έως εδώ». Μάλιστα, η πρόσφατη μέτρηση της Public Issue για τη συμμετοχή στις πορείες κάνει λόγο για ρεκόρ 12ετίας και τη συγκρίνει με την περίοδο των πλατειών. Η τραγικότητα του συμβάντος υπενθύμισε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι οι ζωές μας είναι αναλώσιμες, όσο τα πάντα υπολογίζονται με όρους κόστους και ζημιών και ξετύλιξε το κουβάρι των μαζικών διεργασιών που γίνονται μέσα στον λαό.
Και πώς να μην γίνονται βέβαια, όταν η περιβόητη έξοδος από τα μνημόνια και η επιστροφή στην «ανάπτυξη» δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τη συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής, την τραγική διαχείριση της πανδημίας, τους υπέρογκους πολεμικούς εξοπλισμούς, την ίδια ώρα που ζωτικές δημόσιες λειτουργίες υποχρηματοδοτούνται και ωθούνται στη λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ενώ η κρατική καταστολή είναι ασύστολη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, πως η δολοφονία στα Τέμπη αποτελεί ένα σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ένα ορόσημο που σφραγίζει μια ολόκληρη γενιά και ταυτόχρονα αλλάζει την οπτική της σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις. Ειδικά για τις νεότερες γενιές αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση ότι η σχέση τους με το μέλλον διαταράσσεται με κάθε τρόπο. Βλέπουν καθημερινά όλες τις πλευρές της ζωής τους να χειροτερεύουν, από το πώς θα εργαστούν, πώς θα διασκεδάζουν, μέχρι το εάν θα έχουν ελεύθερο χρόνο, δικαιώματα και ελευθερίες· το κερασάκι στην τούρτα είναι η κρατική δολοφονία δεκάδων συνομήλικων της. Η νεολαία νιώθει να τη χλευάζουν και είναι πολύ θυμωμένη γι’ αυτό.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις η κυβέρνηση της ΝΔ αφενός απάντησε με την γνωστή τακτική της επιστράτευσης των ορδών των ΜΑΤ με δολοφονικά χτυπήματα απέναντι στους διαδηλωτές, αφετέρου προσπαθεί να ελιχθεί, παραδεχόμενη μεν ευθύνες για το δυστύχημα αλλά και παίζοντας το χαρτί της σταθερότητας, δηλώνοντας: «Αν όχι εμείς, τότε ποιοι;» Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, κρατάει σχετικά χαμηλά τους τόνους, καθώς γνωρίζει πως μπαίνει και αυτός στο κάδρο των ευθυνών λόγω του ξεπουλήματος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ αλλά και της τετράχρονης κυβερνητικής του θητείας. Προσπαθεί να κρατήσει επαφή με τον κόσμο που κατεβαίνει στον δρόμο, με αποκλειστικό ορίζοντα βέβαια την ενσωμάτωσή του στις κάλπες, καθώς όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο Α. Τσίπρας, φοβάται ότι αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει σε «κοινωνική έκρηξη».
Εάν θέλουμε να βγάλουμε αληθινούς τους φόβους των αστικών επιτελείων περί αντισυστημικού ρεύματος, πρέπει να τα βάλουμε με το ίδιο το σύστημα!
Η σχετικά μετριοπαθής πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) δεν οφείλεται σε μια όψιμη γοητεία ενός κάποιου πολιτικού savoir vivre, αλλά στο ότι καταλαβαίνουν πως έχουν όλοι λερωμένη την φωλιά τους και κυρίως ότι ο λαός έχει επίγνωση επί αυτού. Σε πρόσφατη έρευνα της Public Issue, το 64% των ερωτηθέντων σχετικά με το ποια κόμματα που κυβέρνησαν την τελευταία 25ετία στην Ελλάδα έχουν ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση του σιδηρόδρομου απαντάνε και τα τρία. Αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό για να προβλέψουμε κατακρήμνιση των κομμάτων αυτών στις επερχόμενες εκλογές ή, πολύ περισσότερο, ότι έχουμε μπροστά μας κάποιο ολοκληρωμένο αντισυστημικό ρεύμα; Θα τολμούσαμε να προβλέψουμε πως όχι, καθώς οι εκλογές έχουν πάντα τους δικούς τους κανόνες και εκβιαστικά διλήμματα, ενώ απουσιάζει και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο μια ανατρεπτική πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να δώσει άλλα εφόδια στις δυνάμεις του κινήματος. Από την άλλη, όμως, αν κάτι είναι σίγουρο, είναι πως οι υπάρχοντες βασικοί πολιτικοί πυλώνες του συστήματος δεν στηρίζονται σε στέρεα πόδια. Στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στον φόβο και στην απουσία εναλλακτικής παρά σε μια θετική υποστήριξη. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για εκείνες τις αριστερές και ανατρεπτικές δυνάμεις που επενδύουν στη δυναμική του κινήματος και στην ανάγκη ο λαός να ορίζει τις τύχες του, όχι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια αλλά καθημερινά στη δουλειά του, στη σχολή του και στη γειτονιά του.
Μπορεί επομένως να πάνε αλλιώς τα πράγματα ή πρέπει να σφυρίξουμε ανακωχή ενόψει της προεκλογικής περιόδου; Πρώτα και κύρια υπάρχει η ανάγκη να συνεχίσει να μιλάει ο δρόμος. Να συνεχιστούν και να κλιμακωθούν οι κινητοποιήσεις με νέα απεργία, πέρα και έξω από το ημερολόγιο ήττας του υποταγμένου συνδικαλισμού τύπου ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που για μια ακόμη φορά απέδειξαν τον ρόλο τους. Με οργάνωση στη βάση, ανεξάρτητο συντονισμό, μαχητικές και πρωτότυπες μορφές πάλης, όπως μας δείχνει και η σημαντική εμπειρία του αγώνα των καλλιτεχνών. Πολύ περισσότερο, υπάρχει η ανάγκη πολιτικοποίησης του αγώνα με άμεσους στόχους πάλης, που θα συνδυάζουν τη διεκδίκηση για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του λαού με τη σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες του συστήματος.
Γιατί αν θέλουμε να βγάλουμε αληθινούς τους φόβους των αστικών επιτελείων περί αντισυστημικού ρεύματος, πρέπει να τα βάλουμε με το ίδιο το σύστημα! Με το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας που επιδιώκει την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των πάντων, με το διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου και τους θεσμούς του, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επιβάλλουν αυτή την πολιτική, αλλά και με την κρατική καταστολή που δεν αποτελεί καπρίτσιο της δεξιάς αλλά θεμελιακή ανάγκη του συστήματος για να περιφρουρήσει την κυριαρχία του. Με ενδυνάμωση εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν το κίνημα να πάει μέχρι τέλους και βάζουν στο στόχαστρο την ουσία της αστικής πολιτικής. Με ανάπτυξη της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς που έχει ανάγκη η εποχή μας.
Είναι η ακροδεξιά αντισυστημική δύναμη;
Εθνικιστές και φασίστες στοχοποιούν τους πιο αδύνατους, στηρίζουν τους ισχυρούς
Μερίδιο από την πίτα της αντισυστημικότητας διεκδικεί και η ακροδεξιά, σε όλες τις εκδοχές της, και συχνά όχι με αμελητέα αποτελέσματα, όπως μας υπενθυμίζει τόσο η γιγάντωση της Χρυσής Αυγής τα προηγούμενα χρόνια όσο και η επανεμφάνιση αντίστοιχων ομάδων το τελευταίο διάστημα. Αυτοπαρουσιάζονται ως σφοδροί πολέμιοι του συστήματος και ως υπερασπιστές των αδυνάτων, ενώ εξαπολύουν γενικόλογα συνθήματα, όπως το να φύγουν όλοι για να «ξεβρωμίσει ο τόπος».
Είναι όμως έτσι; Καταρχάς το «να φύγουν όλοι» λέει τη μισή αλήθεια, καθώς εκεί που εξαντλούν την επιθετικότητά τους είναι ενάντια στους μετανάστες, που «μολύνουν» την καθαρότητα της φυλής, τους αριστερούς και αναρχικούς «προδότες», τους συνδικαλιστές και τους αγωνιστές/στριες του εργατικού κινήματος, τη LGBTQI κοινότητα που «διαβρώνει» τον θεσμό της οικογένειας, ενώ αφήνουν ακλόνητη στη θέση της την εξουσία του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό ήταν το στήσιμο δουλεμπορικών γραφείων ευρέσεως εργασίας μόνο για Έλληνες με πενιχρά μεροκάματα, την ίδια ώρα που κατέθεταν αλλεπάλληλες ερωτήσεις στη Βουλή για τα συμφέροντα των εφοπλιστών. Το σύνθημα «αλήτες, προδότες, πολιτικοί», που έκανε και πάλι την εμφάνισή του, κυρίως στα γήπεδα, τσουβαλιάζει όλα τα κόμματα ανεξαρτήτως τοποθέτησης, εκτονώνει τη δυσαρέσκεια λαϊκών τμημάτων από την αντιλαϊκή πολιτική σε αδιέξοδη για τα ίδια κανάλια και, επί της ουσίας συμβάλλει στη διαιώνιση της κυρίαρχης πολιτικής, καθώς ενισχύει το «δεν γίνεται τίποτα», αφού «όλοι ίδιοι είναι». Εντέλει, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, του Σαχζάτ Λουκμάν, τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών και μελών αριστερών οργανώσεων δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας για ένα πολιτικό ρεύμα που έχει ως ιδεολογία το μίσος και την επιβολή ισχύος απέναντι στον αδύναμο και την υπόκλιση στον ισχυρό, την εµµονική προσήλωση στην ατζέντα «νόμος και τάξη», την προνομιακή μεταχείριση στο μεγάλο κεφάλαιο και τη λυσσώδη πάταξη του ελεύθερου συνδικαλισμού.
Ενίσχυση της Αριστεράς που είναι «εκτός πλαισίου»
Τελικά, αυτό που πρέπει να απασχολήσει το επόμενο διάστημα τον κόσμο που κατεβαίνει στον δρόμο δεν είναι το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», αλλά το αν θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί η πολιτική του κεφαλαίου, της ΕΕ και των ΝΑΤΟ-ΗΠΑ, η πολιτική της επίθεσης στα εργατικά λαϊκά δικαιώματα, η γραμμή του πολέμου, του αυταρχισμού και της περιβαλλοντικής καταστροφής ή θα μπει φρένο σε αυτή την πορεία, θα μπουν βάσεις για την ανάσχεση και την ανατροπή της, ανοίγοντας έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο για την ελληνική κοινωνία; Γιατί το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» είναι ψεύτικο. Η «πρώτη φορά αριστερά» πήρε την κυβέρνηση για να καταργήσει τα Μνημόνια «με ένα άρθρο και ένα νόμο» και οδήγησε στη σταθεροποίηση του «μνημονιακου κεκτημένου» που έμεινε ανέπαφο. Έτσι, ο Τσίπρας έφερε τον Μητσοτάκη και η μνημονιακή-αστική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την άθλια κυβέρνηση της ΝΔ.
Δεν θα ξαναδούμε το ίδιο έργο, σε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή. Παλεύουμε για να ενισχυθούν οι δυνάμεις που είναι «εκτός πλαισίου», εκτός του φαύλου κύκλου της αστικής κυβερνητικής εναλλαγής. Επομένως, βασικός πολιτικός στόχος σήμερα πρέπει να είναι η πάλη για την ανατροπή της πολιτικής και της κυβέρνησης της ΝΔ και της επίθεσης κεφαλαίου-ΕΕ-ΝΑΤΟ, της συναίνεσης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, με τη δύναμη του ανατρεπτικού πολιτικοποιημένου εργατικού και λαϊκού κινήματος και μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς.