Σχεδόν έναν αιώνα έζησε όρθιος, μαχόμενος και δημιουργικός ο αγωνιστής Αλέξης Πάρνης (1924-2023), ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής ρωσικής ποίησης. Πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση και στον Δημοκρατικό Στρατό κι έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση όπου σπούδασε λογοτεχνία και διέπρεψε ως ποιητής και θεατρικός συγγραφέας με το Νησί της Αφροδίτης. Πιστός φίλος και συναγωνιστής του Νίκου Ζαχαριάδη, διαγράφτηκε το 1957 από το ΚΚΕ καθώς διαφώνησε με την άνωθεν υπαγορευμένη «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του Κόμματος. Πλήρωσε την ανυπακοή του με την καλλιτεχνική και επαγγελματική του απομόνωση στην ΕΣΣΔ και με βαριές συκοφαντίες που δέχτηκε από πρώην συντρόφους του, όμως γλίτωσε την εξορία χάρη στη στήριξη που είχε από τον Ναζίμ Χικμέτ, καθώς και από επιφανείς Σοβιετικούς διανοούμενους όπως τον Σίμονοφ και τον Πολεβόι. Χάρη στο Νησί της Αφροδίτης που ανέβηκε στην Ελλάδα με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη, μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1962. Υπέρ της επιστροφής του τάχθηκαν τότε επιφανείς διανοούμενοι όπως οι Θεοτοκάς, Ελύτης και Εμπειρίκος, γεγονός που συνέβαλε στην παύση της δίωξής του ως «ανθέλληνα κομμουνιστή».
Ο Αλέξης Πάρνης μας άφησε πλούσιο ποιητικό και πεζογραφικό έργο και κυρίως, με τη συνολική στάση ζωής του, έδειξε το τι σημαίνει να μένει κανείς πιστός στις αρχές του (και στους πραγματικούς και όχι ευκαιριακούς φίλους του), έστω και αν πρέπει να πληρώσει βαρύ τίμημα.
Ο καπετάν Αλέξης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ
Από πολύ νέος ο Αλέξης Πάρνης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη) έγραφε ποιήματα και δοκίμια που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αργώ. Ο πατέρας του είχε ένα μικρό υφαντουργείο στον Πειραιά και στην Κατοχή έκρυψαν στο σπίτι τους μια οικογένεια Εβραίων. Σε ηλικία 19 ετών συνδέθηκε με το ΕΑΜ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και, ως καπετάν Αλέξης, ήταν
διοικητής λόχου στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς στα περιβόλια του Ροσινιόλ.
Στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε σοβαρά στο γόνατο από θραύσμα χειροβομβίδας και μεταφέρθηκε στην Αλβανία, όπου ως εκ θαύματος γλίτωσε τον ακρωτηριασμό του ποδιού του. Το 1948 επιστρέφει στην Ελλάδα και πολεμά στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, πρώτα στην Τασκένδη και αργότερα στη Μόσχα όπου, με σύσταση του Νίκου Ζαχαριάδη, σπουδάζει στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι – την καλύτερη σχολή φιλολογικών σπουδών στη Σοβιετική Ένωση. Ποιήματά του μεταφράζονται στα ρωσικά και σύντομα ο Πάρνης διακρίνεται ως ποιητής.
Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη, αρνείται να τον αποκηρύξει, γεγονός που το πλήρωσε με την απομόνωση που του επέβαλε η νέα ηγεσία του ΚΚΕ η οποία τον διέγραψε. Έχασε τη δουλειά του στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μόσχας ενώ αρχίζει ένα κύμα καταγγελιών εναντίον του από λογοτέχνες πολιτικούς πρόσφυγες και πρώην συντρόφους του. Ο Πάρνης αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα και η οικογένειά του επιβιώνει χάρη στο μισθό της γυναίκας του, Χαρούλας, που δουλεύει σε εργοστάσιο στη Μόσχα. Ας σημειωθεί ότι η Χαρούλα είχε χάσει τον πατέρα της, τον πρώτο της άντρα και δύο αδελφούς στα χρόνιά της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Όση εχθρότητα όμως αντιμετώπιζε ο Πάρνης από τους Έλληνες κομμουνιστές, άλλη τόση φιλία και συμπαράσταση του έδειξαν επιφανείς προσωπικότητες των γραμμάτων όπως ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάστερνακ, ο Σίμονοφ και ο Πολεβόι.
Παρά τα εμπόδια, το θεατρικό του έργο Το νησί της Αφροδίτης, που αναφέρεται στον κυπριακό αγώνα, γνώρισε τεράστια επιτυχία στην ΕΣΣΔ και χάρη σ’ αυτό κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα στις αρχές του ’60.
Από το πλούσιο λογοτεχνικό και μεταφραστικό του έργο ξεχωρίζει το Γεια χαρά, Νίκος, μια λυρική αυτοβιογραφία που
περιλαμβάνει και την αλληλογραφία του με τον εξόριστο Νίκο Ζαχαριάδη, ενώ ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μυθιστόρημά του Ο διορθωτής, μια διεισδυτική σάτιρα της σταλινικής εποχής. Ενώ όμως επέκρινε τον σταλινισμό, ταυτόχρονα αντιλαμβανόταν την
τεράστια ακτινοβολία που είχε ο Στάλιν στους καταδιωκόμενους Έλληνες κομμουνιστές στα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια. Παραθέτουμε ένα ποίημα του από το τελευταίο μυθιστόρημά του Ο ρυθμός του κόσμου. Εύκολα θα μπορούσε να απορρίψει κανείς αυτό το ποίημα σαν δείγμα προσωπολατρίας (Στάλιν: «ο μέγας φωτοδότης») όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο δείχνει πόσο ανάγκη είχαν οι αγωνιστές εκείνων των χρόνων να πιστέψουν ακόμα και να λατρέψουν, ακόμα και να αγιοποιήσουν έναν «ηγέτη». Και αυτό όχι για να γίνουν αρεστοί στην κομματική ηγεσία, αλλά γιατί είχαν ανάγκη από κάπου να γαντζωθούν… Είναι ο διάλογος μιας καταδικασμένης σε ισόβια μητέρας στις φυλακές Αβέρωφ με τον μικρό γιο της. Σύμφωνα με τον νόμο10 Οι φυλακισμένες αγωνίστριες, που τύχαινε να γεννήσουν στη φυλακή μπορούσαν, σύμφωνα με το νόμο, να κρατάνε μαζί τους τα νεογέννητα ως να συμπληρώσουν τα πέντε τους χρόνια.
Το ίδιο το θέμα υπερβαίνει τη μορφή, ακόμα και την ποιητική αξία των στίχων που ακολουθούν:
«Ποιος είναι ο Στάλιν
και γιατί
μ’ ασίγαστη φωνή
τον τραγουδάτε όλο χαρά,
λατρεία και μεράκι,
εσύ κι οι θείτσες του κελιού,
με την ισόβια
ποινή;»
ρώτησε τη μητέρα του
το τρίχρονο αγοράκι…
Κι εκείνη μια συντρόφισσα
γενναία, λεβεντονιά
«Ήλιο του κόσμου» ονόμασε
λατρευτικά το Στάλιν…
Όμως ο γιος μες στου κελιού
την κρύα σκοτεινιά,
ήλιο δε γνώρισε ποτέ…
Και νόημα πώς να βγάλει;
«Ο Στάλιν είναι απέραντος…
σαν τους ωκεανούς» –
η μάνα αλλιώτικα εξηγεί
την υψηλή της σκέψη…
Και να πάλι του γιόκα της,
στάσιμος μένει ο νους
μια και δεν έτυχε ποτές
θάλασσα ν’ αγναντέψει!
«Ο Στάλιν μοιάζει στα ψηλά
περήφανα βουνά,
όπου ο γονιός σου πολεμά
πλάι στ’ άλλα
παλικάρια…»
Για ποια βουνά η αντάρτισσα
μάνα τού τσαμπουνά;
Αυτό μονάχα του κελιού
γνώρισε τα ντουβάρια…
Κι έτσι δεν είχε τα σωστά μέτρα
και τα σταθμά
για να μετρήσει αντάξια
το Μέγα Φωτοδότη…
Αν εξαιρέσεις τ’ απαλό,
γλυκόηχο «μαμά»,
ξέρει μόνο τ’ ανήλιαγα
βάσανα του δεσμώτη,
τους αιμοβόρους φύλακες,
το δήμιο δικαστή
που δίνει τόσο τακτικά
πράσινο φως στο Χάρο:
«Εξετελέσθη στο Γουδί
σήμερον η γνωστή,
εκ Βόλου κομμουνίστρια
Λεονταρίδου Μάρω».
Την αγαπούσε το παιδί
τη Μάρω σα γιαγιά,
νονά και θείτσα τρυφερή
και δεύτερη μητέρα!
Είπε μ’ αντρίκια δάκρυα
το τελευταίο «γεια»,
που θα γινόταν κεραυνός
για τον εχτρό μια μέρα,
όταν ριχνότανε κι αυτός,
με της γενιάς του τα παιδιά
άφοβα και φιλότιμα,
στης Λευτεριάς την πάλη…
Έχοντας μέτρο τώρα πια
της Μάρως την καρδιά,
μέτρησε το παιδί σωστά
το μεγαλείο του Στάλιν!
Ελένη Γήρα
Αλέξης Πάρνης (1924-2023): Όχι «μεγάλη απώλεια» αλλά «μεγάλο κέρδος»