Μπάμπης Συριόπουλος
Για να μην συμβαίνουν τραγωδίες όπως αυτή στα Τέμπη απαιτείται το πέρασμα τομέων σε δημόσια ιδιοκτησία και εργατικό έλεγχο στην υπηρεσία του λαού. Είναι στόχοι κοινωνικά αναγκαίοι αλλά καπιταλιστικά ανέφικτοι καθώς οδηγούν εκτός αστικού πλαισίου. Οι εργαζόμενοι ξεκινώντας από τέτοιες διεκδικήσεις προσεγγίζουν την ανάγκη επαναστατικής ρήξης. Χωρίς τέτοιους στόχους το κίνημα ενσωματώνεται σε κυβερνητικές προτάσεις ήττας.
Ελπιδοφόρο ξεκίνημα ενός κινήματος που αναζητά τη ρήξη
Οι διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις που συγκλονίζουν τη χώρα μετά την τραγωδία στα Τέμπη δείχνουν μια νέα ορμητική είσοδο των μαζών στο προσκήνιο, πρωτόγνωρη σε αυτή την έκταση εδώ και αρκετά χρόνια. Ειδικά στη νεολαία, στους μαθητές και στους φοιτητές, βλέπουμε μια νέα γενιά που χωρίς να έχει γνωρίσει την ήττα του κινήματος της μνημονιακής περιόδου, ανιχνεύει τους δρόμους για ένα νέο ξεκίνημα.
Το μαζικό αυτό κίνημα ήδη υπερβαίνει τη συνήθη ατζέντα της αναζήτησης ευθυνών αποκλειστικά σε πρόσωπα, υπουργούς και την κυβέρνηση της ΝΔ. Προχωράει, εντοπίζοντας συνειδητά ή ψηλαφίζοντας με πρωτόλειο τρόπο, τις ευθύνες στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και στη λογική του κέρδους, στην απαξίωση τελικά της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με τους πλεονασματικούς ισολογισμούς. Αυτό ακριβώς το βάθος φοβάται η κυβέρνηση και χρησιμοποιεί σκληρή καταστολή.
Τα αποτελέσματα ενός κινήματος, οι κατακτήσεις που θα πετύχει και το αποτύπωμα που θα αφήσει δεν εξαρτώνται μόνο από τη μαζικότητα και τη μαχητικότητά του, τις συγκρουσιακές του μορφές, αλλά κυρίως από τους στόχους που θέτει, τον αντίπαλο που βάζει απέναντί του, τις μορφές οργάνωσής του και σε τελική ανάλυση από τις πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις που αναπόφευκτα το διατρέχουν. Σε αυτό το πεδίο κρίνεται τελικά αν θα αποτελέσει πρώτη ύλη για κοινοβουλευτικά παζάρια με στόχο νέους κυβερνητικούς συνδυασμούς στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής, των συμφερόντων του κεφαλαίου και του μονόδρομου στις ράγες της ΕΕ.
Σ’ αυτό το πεδίο κρίνεται και η συμβολή των πολιτικοκοινωνικών πρωτοποριών καθώς και της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς.
Δημόσιο δίκτυο, εργατικός έλεγχος
Το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη παραπέμπει κατευθείαν στην ιδιοκτησία και τα κριτήρια λειτουργίας των σιδηροδρόμων (όπως και των νοσοκομείων, των σχολείων και των πανεπιστημίων, της παραγωγής ενέργειας, των λιμανιών κτλ.). Για τον ιδιώτη επιχειρηματία που λειτουργεί με σκοπό το κέρδος, τα μέτρα ασφαλείας, οι έλεγχοι, το αναγκαίο προσωπικό είναι μάλλον περιττά έξοδα, γι αυτό και οι ιδιωτικοποιήσεις σκοτώνουν. Ιδίως με τους σημερινούς όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου: Προσδοκία για άμεσα κέρδη με τις λιγότερες επενδύσεις σε υποδομές και πάγιο κεφάλαιο γενικά. Αλλά εκτός από τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις όπως η Hellenic Train (πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ), και οι εναπομείνασες κρατικές επιχειρήσεις (πχ. τα υπόλοιπα τμήματα του πρώην ΟΣΕ) λειτουργούν πλέον όλο και περισσότερο με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, μείωση του εργατικού κόστους καθώς και ελαστικές εργασιακές σχέσεις ( πχ. σταθμάρχες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου).
Η απάντηση από την πλευρά του κινήματος είναι η διεκδίκηση αποκλειστικά δημόσιου σιδηροδρομικού δικτύου, με εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση, ενιαιοποιημένου για την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και την κάλυψη όλων των περιοχών της χώρας. Τα σωματεία των σιδηροδρομικών είχαν προειδοποιήσει για τα κενά ασφαλείας, οι εργαζόμενοι γνωρίζουν περισσότερα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, τις κοινωνικές ανάγκες που καλύπτουν και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, από τις διοικήσεις. Ο εργατικός έλεγχος είναι αναγκαίος και για την αποτελεσματικότητα και για την ασφάλεια.
Οι οδηγίες της ΕΕ που ξεκίνησαν από το λογιστικό διαχωρισμό υποδομής και εκμετάλλευσης, μετά πέρασαν στον πραγματικό διαχωρισμό, στη συνέχεια στα αλλεπάλληλα πακέτα απελευθέρωσης και εμπορευματοποίησης των σιδηροδρομικών μεταφορών έχουν ιστορία πάνω από τρεις δεκαετίες. Η εκποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ μνημονιακή απαίτηση της ΕΕ από 2012, υλοποιήθηκε τελικά το 2017 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων. Βασικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας είναι η θωράκιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων των αστικών τάξεων από τους υπερεθνικούς μηχανισμούς του κεφαλαίου. Η ΕΕ μετατρέπει την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους σε ντιρεκτίβες, υποχρεώσεις και απαρέγκλιτους κανόνες. Η σύγκρουση με τις «νεοφιλελεύθερες» πρακτικές για τη δημόσια περιουσία -όπως το «ωραίο πλιάτσικο» της πώλησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ για 45 εκατ. ευρώ και τη διαρκή επιδότηση της ιδιωτικής πια Hellenic Train από το ελληνικό κράτος-, οι δωρεάν ή φθηνές και επαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες απαιτούν τη ρήξη και την αποδέσμευση από την ΕΕ.
Γενικά, η ελεύθερη αγορά και η παραγωγή με σκοπό το κέρδος σε συνδυασμό με την κρατική εξουσία, αδυνατεί να αξιοποιήσει την επιστημονική πρόοδο και τις νέες τεχνολογίες, αναπτύσσει και αξιοποιεί στο έπακρο τις τεχνολογίες παρακολούθησης αλλά δεν μπορεί να εξασφαλίσει φωτοσήμανση και τηλεδιοίκηση στους σιδηροδρόμους του 2023. Οι ανεπάρκειες του καπιταλισμού και το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές φάνηκαν και στην πανδημία, επιβεβαιώνονται και τώρα. Μπορεί να πλημμυρίζει την αγορά με μια ατέλειωτη ποικιλία άχρηστων ή ημιάχρηστων εμπορευμάτων αλλά αδυνατεί να παρέχει τα αναγκαία.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και οι επιμέρους στόχοι του αναδεικνύονται από τέτοιες τραγωδίες όπως αυτή των Τεμπών που προκύπτουν ακριβώς από την καπιταλιστική κανονικότητα. Συνδέει τις αναγκαίες απαντήσεις σε ανάγκες και προβλήματα του σήμερα, επικοινωνεί με τη διάχυτη λαϊκή διάθεση τα πράγματα «να πάνε αλλιώς», ξεκινάει από τους ανθρώπους και την πραγματικότητα του σήμερα και φτάνει μέχρι την επανάσταση, την εργατική εξουσία και τη νέα κοινωνία. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι λύσεις που προτείνει είναι εύκολο και απλό να υιοθετηθούν, σαν κυβερνητικό πρόγραμμα μιας προοδευτικής, αντινεοφιλελεύθερης ή και αριστερής κυβέρνησης στο ασφυκτικό πλαίσιο των σύγχρονων προϋποθέσεων κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στο σύνολό του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μετά την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά επιμέρους πλευρές του μπορούν και σήμερα, κάτω από σκληρούς αγώνες. Η πάλη για την εφαρμογή του μπορεί να συμβάλλει σε κατακτήσεις και νίκες σε αντίθεση με τις διάφορες «ρεαλιστικές» προτάσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή ΜέΡΑ25 που καταλήγουν σε ιδιωτικοποιήσεις με «ανθρώπινο πρόσωπο» με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Η αντικαπιταλιστική ανατρεπτική κατεύθυνση του κινήματος είναι η καλύτερη θωράκιση απέναντι στην κοινοβουλευτική ενσωμάτωση και τον ρεφορμισμό.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που προβάλλει το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι κάποια μαγική λύση, είναι κομμάτι μιας συνολικής επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Έχει τις αντιφάσεις του όπως και η επαναστατική πολιτική γενικά. Η λογική του είναι η διεκδίκηση κοινωνικά αναγκαίων αλλά καπιταλιστικά ανέφικτων λύσεων, από ανθρώπους που πλειοψηφικά η συνείδησή τους είναι ακόμα εγκλωβισμένη στο αστικό πλαίσιο. Με τις «αντιφατικές» αυτές διεκδικήσεις φτάνουν να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη συνολικής ανατροπής. Ξεκινούν από την υπονόμευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας για την επίλυση σημερινών προβλημάτων ζωής και θανάτου και συνειδητοποιούν την ανάγκη της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής. Ξεκινούν από την αμφισβήτηση του εμπορευματικού χαρακτήρα βασικών κοινωνικών αγαθών και κατανοούν τον απάνθρωπο χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων συνολικά. Ξεκινούν από την ανάγκη υπονόμευσης του διευθυντικού δικαιώματος -με τον εργατικό έλεγχο σήμερα- για να σωθούν ανθρώπινες ζωές, για να διευθύνουν την παραγωγή με τα δικά τους κριτήρια αύριο καθώς «χωρίς αυτούς γρανάζι δεν γυρνά». Ξεκινούν διεκδικώντας το κτύπημα των κερδών και της εκμετάλλευσης σήμερα για να την καταργήσουν αύριο. Ξεκινούν από την πάλη ενάντια στις κοινωνικές συνθήκες που τους έχουν διαμορφώσει, αλλάζοντας έτσι οι ίδιοι ώστε να τις ανατρέψουν ολοκληρωτικά αύριο. Αναγκαία συνθήκη για να λειτουργήσουν προωθητικά όλες οι προηγούμενες «αντιφάσεις» είναι η αυτοτελής προβολή της επαναστατικής στρατηγικής, του κομμουνιστικού προγράμματος, η ανεξάρτητη δράση της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ.
Μία κατεύθυνση του κινήματος όπως αυτή που περιγράφεται είναι η καλύτερη θωράκιση απέναντι στην κοινοβουλευτική ενσωμάτωση που οδηγεί σε ήττες. Το αντίβαρο απέναντι στον κυβερνητισμό δεν είναι απλά το «πεζοδρόμιο», δηλαδή ένα οποιοδήποτε κίνημα όσο μαζικό, μαχητικό κι επίμονο κι αν είναι. Ο ρεφορμισμός βρίσκεται κι αυτός εντός του κινήματος, μάλιστα συχνά το αποθεώνει, κολακεύει τις ανεπάρκειές του, μιλάει στο όνομα της λαϊκής αυτενέργειας όσο αυτή κινείται «εντός των τειχών». Αρκείται σ’ αυτό που ήδη γίνεται για μη γίνει αυτό που είναι αναγκαίο. Αντίθετα οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι παραπέμπουν στην εξωκοινοβουλευτική πάλη, στη συνολική αντίθεση στο αστικό κράτος, στην προοπτική της επαναστατικής ρήξης.
Οι κυβερνητικές εμπειρίες στη Λατινική Αμερική, την Ελλάδα και αλλού που καταλήγουν στην κεντροαριστερή πτέρυγα της αστικής πολιτικής προέκυψαν και μέσα από μεγάλα κινήματα (ΣΥΡΙΖΑ), ακόμα κι από εξεγέρσεις (Μπόριτς στη Χιλή). Ιδίως σήμερα, που η εφαρμογή κεϊνσιανών λύσεων έχει αποκλειστεί από τον σύγχρονο καπιταλισμό, ένα κίνημα με πολλή οργή αλλά χαμηλές προσδοκίες είναι αυτό ακριβώς που ευνοεί τις σύγχρονες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας.
Οι αναγκαίοι αντικαπιταλιστικοί στόχοι βαφτίζονται «ιδεολογία»
Εγκλωβισμός στο ΤΙΝΑ παρά τις επαναστατικές διακηρύξεις
Διαδεδομένη ακόμα και σε οργανώσεις και ρεύματα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι η αντίληψη ότι στόχοι σαν αυτούς που περιγράψαμε παραπάνω, που θίγουν την αστική ιδιοκτησία και εξουσία και τα πολιτικά στηρίγματά τους σήμερα, δεν μπορούν να μπαίνουν ούτε σαν άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και πολύ περισσότερο σαν στόχοι του μαζικού κινήματος. Αυτές οι λύσεις, ισχυρίζονται, υπερβαίνουν το αστικό πλαίσιο και δεν είναι εφικτές εντός της «συνέχειας του κράτους», δεν προσφέρονται για κυβερνητικά προγράμματα, δεν γίνονται εύκολα και γρήγορα αποδεκτές από την πλειονότητα ακόμα και των αγωνιζόμενων, άρα είναι απλά «ιδεολογικές». Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο η παλιά πρόταση του Γ. Βαρουφάκη να πουληθεί ο ΟΣΕ ακόμα και για ένα ευρώ αρκεί να γίνονταν επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των σιδηροδρόμων, είναι πρακτική και ρεαλιστική, αν και ιδιώτες που να επενδύουν «2 με 3 δις ώστε να έχουμε υπερσύγχρονο τραίνο και πολλές θέσεις εργασίας» υπάρχουν μόνο στην επιστημονική φαντασία. Τέτοιες άμεσες προτάσεις παρουσιάζονται ως κατάλληλες και για το κίνημα και για τα πολιτικά προγράμματα.
Αντίθετα η διεκδίκηση εθνικοποιήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, σε ρήξη με τις οδηγίες της ΕΕ, θεωρείται ιδεολογική.
Αυτή η λογική ακολουθεί μια μακρά παράδοση εξοβελισμού της κομμουνιστικής στρατηγικής στο μακρινό μέλλον, κρατάει τα κομμουνιστικά σύμβολα και διακηρύξεις για τα συνεδριακά ντοκουμέντα, ενώ εκεί ακριβώς που αλλάζουν οι συνειδήσεις και οι κοινωνικοί συσχετισμοί, στο μαζικό κίνημα για πραγματικές και αναγκαίες απαντήσεις δηλαδή, αφήνει το έδαφος στο καπιταλιστικό ΤΙΝΑ. Η ιδεολογία καθίσταται έτσι μια περιττή πολυτέλεια. Αυτό ακριβώς το σκεπτικό των άμεσων προτάσεων ανακούφισης είναι το έδαφος που φυτρώνουν αργά ή γρήγορα οι κυβερνητικές προτάσεις.
Η ανάγκη ανεξάρτητων οργάνων πάλης
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης δεν μπορεί παρά να υλοποιείται σε ρήξη με το αστικό κράτος και με το αστικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Χρειάζεται τον οργανωμένο λαό, τα όργανα εργατικής πολιτικής, έμβρυα της εργατικής εξουσίας. Ακόμα και επιμέρους στόχοι του μόνο σε μια φάση κλονισμού της αστικής κυριαρχίας μπορούν να πραγματοποιηθούν. Αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο στο ενδεχόμενο μιας επαναστατικής κατάστασης αλλά και στους δρόμους προετοιμασίας της. Και σήμερα οι αγώνες δεν μπορεί να ακολουθούν το πλαίσιο και τον προγραμματισμό του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού. Η απουσία της ΓΣΕΕ από την τεράστια απεργιακή κινητοποίηση της τελευταίας Τετάρτης δείχνει ότι αυτή όχι μόνο έχει ταχθεί με το μαύρο μέτωπο κυβερνήσεων-ΕΕ-κεφαλαίου, αλλά δεν διστάζει να παρουσιάζεται απροκάλυπτα ως παράγοντας κοινωνικής γαλήνης και συνεργασίας. Μόνο πρωτοβάθμια σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι και ανεξάρτητα όργανα του αγωνιζόμενου λαού, με κόμβους κλιμάκωσης και δημιουργία κέντρων αγώνα ανεξάρτητων από τον υποταγμένο συνδικαλισμό τύπου ΓΣΕΕ μπορούν να οδηγήσουν το κίνημα σε κλιμάκωση και νίκες.
Η κομμουνιστική και επαναστατική αριστερά δεν μπορεί να αρκείται σε εκτιμήσεις για το βάθος και προβλέψεις για τη διάρκεια και την έκβασή του κινήματος με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη. Παίρνοντας υπόψη την πείρα από τους αγώνες του διαστήματος 2010-2015 και την κατάληξή τους δεν φτάνει να είναι απλά η πιο μαχητική πτέρυγα του κινήματος, αλλά η δύναμη εκείνη που θα συμβάλλει ώστε αυτό να μην ενσωματωθεί ξανά σε ένα παιχνίδι κυβερνητικής εναλλαγής και ήττας.