Το 2022 σήμανε για την Πορτογαλία το άδοξο τέλος της θεωρούμενης ως «πιο αριστερής κυβέρνησης της Ευρώπης» και την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος πάνω στα εκλογικά συντρίμμια του Μπλόκου της Αριστεράς και του Kομμουνιστικού Kόμματος. Η αισιοδοξία του πολιτικού συστήματος ότι επιτέλους αφήνει πίσω την πολιτική αστάθεια και βάζει πλώρη για τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» και την ανάπτυξη εξέπνευσε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ο πόλεμος αποκάλυψε άμεσα τον κραυγαλέο φιλονατοϊσμό και μιλιταρισμό όλου σχεδόν του πολιτικού συστήματος, που εκδηλώθηκε με πιέσεις για συμμετοχή στις δυτικές επιχειρήσεις και αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, με πλήθος φιλοουκρανικών διαδηλώσεων, με τη συμμετοχή πολιτικής ηγεσίας και κομμάτων, περιλαμβανομένου του Μπλόκου και με την ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος το οποίο διαφοροποιήθηκε. Ο πόλεμος έκανε, επίσης, ιδιαίτερα ορατή την αδυναμία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στη χώρα, οι οποίες δεν κατάφεραν να παρέμβουν στο ζήτημα του πολέμου ούτε ελάχιστα.
Η άνοδος του πληθωρισμού, η επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης, οι αναιμικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, η αυξανόμενη μείωση των δημόσιων δαπανών, η κατάρρευση των εφημεριών στα δημόσια νοσοκομεία και η ασταθής μάλλον ισορροπία του κυβερνώντος κόμματος, που δεν στερείται σκανδάλων και εσωτερικών αντιπαραθέσεων, είναι ενδείξεις για το πώς θα πάνε τα πράγματα το 2023. Η ρητορική ότι η χώρα μπορεί μετατραπεί σε σημαντικό κόμβο «πράσινης ενέργειας» και ότι ο πόλεμος είναι ευκαιρία για την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της θα ολοκληρώσει τη συμμαχία των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων και θα οξύνει την ανισότητα και τη φτώχεια αν δεν υπάρξει άμεση ανασυγκρότηση του λαϊκού παράγοντα.