Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και όλων των αστικών κυβερνήσεων (με ακροδεξιές, δεξιές ή «προοδευτικές» συμμετοχές) αφαιρούν από την αστική πολιτική και το τελευταίο «φύλλο συκής» του δήθεν δίκαιου και αμερόληπτου εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, καθώς ευνοούν απροκάλυπτα πλέον την πρωτοφανή κερδοφορία των μονοπωλίων και την εκτίναξη της κοινωνικής ανισότητας.
To σύστημα ανησυχεί για το μέλλον και θωρακίζεται
Μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων πολιτικών πρακτικών και ιδεών στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, το σύστημα βρίσκεται στη δίνη αλλεπάλληλων και διαπλεκόμενων κρίσεων με κορύφωση την ενεργειακή κρίση που πλήττει βάναυσα το βιοτικό επίπεδο του λαού και, απέναντι στον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων, εντείνει την καταστολή, επιχειρώντας να διαμορφώσει ένα κλίμα φόβου και να αποτρέψει επικίνδυνες λαϊκές αντιδράσεις. Οι αυταρχικές τάσεις του συστήματος εκδηλώθηκαν ιδίως στην οξυμμένη φάση της πανδημίας του covid με την ψήφιση νομοθετημάτων κατά των διαδηλώσεων και των συγκεντρώσεων αλλά και στην τρέχουσα οικονομικοκοινωνική κρίση απ’ την ασύδοτη αξιοποίηση από τα κυρίαρχα μονοπώλια των προβλημάτων που δημιουργεί ο ουκρανικός πόλεμος στη ροή ενέργειας και στις τροφοδοτικές αλυσίδες, που δυσχεραίνουν σε οξύ βαθμό τη διαβίωση των λαϊκών στρωμάτων.
Ωστόσο, η καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων δεν νουθετεί το κεφάλαιο και τους ιδεολογικοπολιτικούς εκφραστές του, που εμμένουν στα ανορθόλογα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού ότι «όσο σωρεύεται ο πλούτος προς τα άνω αυξάνεται η ροή του προς τα κάτω» και στο προσφιλές, ιδιαίτερα στην ελληνική κυβέρνηση, δόγμα ότι «η αύξηση των μισθών αυξάνει τον πληθωρισμό, διότι ωθεί τους επιχειρηματίες να αυξάνουν τις τιμές»… Επειδή όμως η πραγματικότητα διαψεύδει κατάφωρα αυτά τα φληναφήματα, αναπόφευκτα το σύστημα θωρακίζει και εντείνει τη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών του, ακολουθώντας το ρητό: «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Αν και ακόμη δεν έχουν αναπτυχθεί λαϊκές αντιδράσεις ανάλογες της επίθεσης που δέχονται τα λαϊκά εισοδήματα και δικαιώματα, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκδηλώνεται αισθητά, ενισχύοντας τις ανησυχίες και τις αυταρχικές αντιλαϊκές αντιδράσεις του συστήματος.
Το αστικό κράτος είναι πια «γυμνό»
Η λαϊκή δυσαρέσκεια, παρότι ακόμη δεν εκδηλώνεται με επικίνδυνη για το σύστημα οξύτητα και ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση, προκαλεί ήδη όχι ευκαταφρόνητους τριγμούς σε αυτό: Δυσκολία κυβερνησιμότητας, απώλεια κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, παρά τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, κάθετη πτώση της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές, χαμηλά ποσοστά των κυβερνητικών κομμάτων στις δημοσκοπήσεις αλλά και στις κάλπες, όπως συνέβη στη χώρα μας το 2012 με κατάρρευση μάλιστα του πάλαι ποτέ πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ. Ανάλογη ήταν πρόσφατα στις γαλλικές εκλογές η συντριβή των γκωλικών και των σοσιαλιστών, η απομάκρυνση κακήν-κακώς του Τζόνσον και της Λιζ Τρας από τον πρωθυπουργικό θώκο στην Αγγλία, η πρωτοφανής για αστική δημοκρατία επιχείρηση κατάληψης του Καπιτωλίου στις ΗΠΑ από φανατισμένους οπαδούς του Tραμπ με δική του παρότρυνση. Γενικότερα, η ενίσχυση της ακροδεξιάς, με κορυφαία προς το παρόν έκφραση τη συγκρότηση αμιγούς ακροδεξιάς κυβέρνησης στην Ιταλία και συμμαχικής κυβέρνησης συντηρητικών και ακροδεξιών στη Σουηδία. Και στη χώρα μας όμως, επί μνημονίων κυβέρνησε ο «αριστερός» Τσίπρας με τον ακροδεξιό Καμμένο, ενώ από κύκλους της ΝΔ δεν αποκλείεται ως «έσχατη ανάγκη» η συγκυβέρνηση με την ακροδεξιά Ελληνική Λύση του Βελόπουλου.
Τα θεωρητικά και πολιτικά εγχειρήματα των αστών πολιτικών και ιδεολόγων όλου του αστικού φάσματος για να εξασφαλίσουν μία εδραία ηγεμονία στη χώρα μας με την πολιτική ενσωμάτωση της κοινωνίας αποτυγχάνουν γιατί είναι σαφώς ασύμμετρα και αντίθετα προς τις ανάγκες και τις στοιχειώδεις έστω προσδοκίες της λαϊκής πλειοψηφίας. Η ΝΔ αποτυγχάνει με σημαία έναν καταρρακωμένο νεοφιλελευθερισμό, που και στις ανεπτυγμένες οικονομίες αποδείχτηκε κάλπικη λίρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, απεμπολώντας και τη λεκτική πλέον αναφορά στον σοσιαλισμό, απλώς επαγγέλλεται μίαν ουτοπική προοδευτική κοινωνία, επαγγελία όμως που κατακρήμνισε στα τεσσερισήμισι χρόνια της διακυβέρνησής του, προδίδοντας το περήφανο «ΟΧΙ» στα μνημόνια που πρόταξε ο ελληνικός λαός. Το ΠΑΣΟΚ, από τη μεριά του, επιχειρεί να επαναφέρει ένα κακέκτυπο κεϋνσιανής συνταγής σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, την οποία όμως σε γενικές γραμμές υιοθετεί, αδυνατώντας εξάλλου να διαγράψει από τη μνήμη των Ελλήνων ότι εγκαινίασε την ολέθρια πολιτική των μνημονίων. Ο Βελόπουλος επιχειρεί να επιπλεύσει στο ρεύμα ανόδου της ακροδεξιάς διεθνώς αλλά στην πλειοψηφία των Ελλήνων είναι αντιπαθής ο ακραίος εθνικισμός και ο ρατσισμός που πρεσβεύει.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και πολιτική σ΄ όλες τις εκδοχές στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, παρά τις αρχικές προσδοκίες και μεγαλοστομίες των εκφραστών της, έχει παταγωδώς πλέον αποτύχει να ενσωματώσει τις μάζες, αφού οι επαγγελίες της ότι η ελεύθερη αγορά θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες αποδείχθηκε ουτοπική.
Η μόνη αστική πολιτική που δημιούργησε σε ένα βαθμό κράτος πρόνοιας ήταν η κεϊνσιανή διαχείριση της «χρυσής τριακονταετίας» (1945-1975), σε μοναδικές όμως ιστορικές συνθήκες άκρας εξαθλίωσης των λαϊκών μαζών από την καταστροφική λαίλαπα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και λόγω ανταγωνισμού και αναγκαίας άμιλλας με την ΕΣΣΔ, που είχε οικοδομήσει ένα σχετικά ανεπτυγμένο σε βασικούς τομείς κράτος πρόνοιας, με την καθολική κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών για εργασία, υγεία, παιδεία, κατοικία.
Αυτή όμως η μορφή της κεϊνσιανής διαχείρισης έχει ολοκληρωτικά σχεδόν πλέον εξοβελιστεί από τον σύγχρονο καπιταλισμό και έχει δαιμονοποιηθεί από τους πολιτικούς και ιδεολόγους της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που θεοποιούν την ελευθερία της αγοράς και εξορκίζουν την πολιτική της κρατικής ρύθμισης, έστω και στα περιορισμένα όρια που υφίσταται το καπιταλιστικό σύστημα.
Γι’ αυτό, η διαχείριση σήμερα της αστικής εξουσίας και της κοινωνίας δεν εδράζεται βέβαια σε μιαν ισχυρή ηγεμονία κεϊνσιανού τύπου αλλά περισσότερο στην απουσία απειλητικής για το σύστημα εναλλακτικής ριζοσπαστικής λύσης σε κινηματικό και κομματικό επίπεδο.
Επειδή όμως η εκμετάλλευση αυξάνεται, η ανισότητα και οι αντιθέσεις εντείνονται, ενώ αναπτύσσονται αγώνες, αν και όχι στο ύψος των αναγκών και της άγριας εκμετάλλευσης των μαζών, και δεν αποκλείονται, όσο οξύνονται τα κοινωνικά προβλήματα, εξεγερτικές λαϊκές αντιδράσεις, τύπου πλατειών του 2011, επειδή το αστικό κράτος ούτε με κάποια ανεπτυγμένη πολιτική πρόνοιας ούτε με ισχυρή ηγεμονία δύναται να ενσωματώσει τις μάζες, ενεργοποιεί ως κύριο όπλο του, αποτρεπτικό των αγώνων, έναν εντεινόμενο πολυεπίπεδο αυταρχισμό.
Το αστικό κράτος και τα συστημικά κόμματα λόγω της προκλητικής υπερενίσχυσης των μονοπωλίων, της προκλητικής γιγάντωσης της κερδοφορίας τους, της δουλοπρεπούς χαρακτηριστικά στάσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι των αστρονομικών κερδών των τραπεζών, αφαιρούν από την αστική πολιτική και το τελευταίο «φύλλο συκής» του δήθεν δίκαιου και αμερόληπτου εγγυητή της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής και ευνοούν απροκάλυπτα πλέον την πρωτοφανή κερδοφορία των μονοπωλίων και την εκτίναξη της κοινωνικής ανισότητας.
Ο κοινοβουλευτικός μανδύας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού γίνεται διαφανέστερος και προβάλλει απροκάλυπτα σχεδόν ο πολιτικός ολοκληρωτισμός
Ο κοινοβουλευτικός μανδύας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, γίνεται διαρκώς διαφανέστερος και προβάλλει απροκάλυπτα σχεδόν ο πολιτικός ολοκληρωτισμός με τα απαίσια χαρακτηριστικά του: Τη συγκέντρωση των εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία με την υποβάθμιση του κοινοβουλίου, τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, με τις οποίες υιοθετούνται νόμοι, πριν ψηφιστούν από το κοινοβούλιο και που τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους δεν αναιρούνται, ακόμη και αν δεν ψηφιστούν τελικά απ’ τη βουλή, με την κατάργηση εν τοις πράγμασι της τρίτης εξουσίας, της δικαιοσύνης, με τον διορισμό της ηγεσίας της από το πλειοψηφούν και κυβερνών κόμμα ή από μία κυβέρνηση συμμαχίας κομμάτων, ενώ επιπλέον, από το αστικό Σύνταγμα στο άρθρο 48 προβλέπεται κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» βάσει της οποίας αναστέλλεται η λειτουργία της αστικής δημοκρατίας…
Με τα καλπονοθευτικά συστήματα και τη χειραγώγηση από τις κυρίαρχες- συστημικές δυνάμεις, των δεξαμενών σκέψης, των εταιρειών δημοσκοπήσεων κ.ά. παρεμποδίζεται η αντιπροσώπευση στους αστικούς θεσμούς «ανεπιθύμητων» ριζοσπαστικών δυνάμεων.
Στο κομματικό επίπεδο ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη είναι κυρίαρχος σε σχέση με το κόμμα του οποίου ηγείται, ενώ όταν αναλαμβάνει τον πρωθυπουργικό θώκο, υποκαθιστά ουσιαστικά τη βουλή.
Αλλά και το κόμμα του ουσιαστικά κυβερνά με ένα επιτελείο, («επιτελικό κράτος» το αποκαλεί ο Μητσοτάκης, ομολογώντας την υπερσυγκέντρωση εξουσίας), αποτελούμενο από ορισμένους υπουργούς αλλά και εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες με πρόσχημα την εξασφάλιση αποτελεσματικής τεχνογνωσίας και ταχύτητας στη λήψη αποφάσεων άρα και καλύτερης, υποτίθεται, διακυβέρνησης για την κοινωνία.
Ο υπερσυγκεντρωτισμός του κράτους σε έναν πρωθυπουργοκεντρικό πυρήνα, απορροφά και διαχειρίζεται τη λήψη των βασικών αποφάσεων, αποδυναμώνει τη βουλή, ακόμη και την κυβέρνηση και τα λοιπά κρατικά όργανα και, το κυριότερο, συρρικνώνει τις δυνατότητες λαϊκής παρέμβασης, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαπεράσει τα επίπεδα της κρατικής εξουσίας, για να φτάσει και να επηρεάσει τον στεγανοποιημένο επιτελικό πρωθυπουργικό πυρήνα του κράτους.
Η «σιδερένια φτέρνα» της καταστολής
Αστυνομική βία και αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο
Έμφαση κυρίαρχη δίνεται και στην ενίσχυση, ιδίως, των κατασταλτικών δομών για την αποτροπή και καταστολή των ανεπιθύμητων για το σύστημα αγωνιστικών κινητοποιήσεων σ’όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, που απειλούν να αναδειχτούν σε «αντίπαλον δέος» της αστικής εξουσίας. Για αυτό, η κρατική εξουσία αντιδραστικοποιεί το νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να υψώνει απαγορευτικούς φραγμούς στις κινητοποιήσεις και τους αγώνες, ενισχύει την αστυνομοκρατία και την καταστολή, τις συλλήψεις και δικαστικές διώξεις για ασήμαντες ή και ανύπαρκτες αιτίες, ώστε να καταστέλλονται με άγρια βία πολλές αγωνιστικές κινητοποιήσεις, να αποθαρρύνονται και να αποτρέπονται αγωνιστές από τη συμμετοχή τους σε αυτές για την αποφυγή των εις βάρος τους επιπτώσεων (ξυλοδαρμοί, σύλληψη, απόλυση,δίκη).
Ιδιαίτερα επιθετικό είναι το αστυνομικό κράτος με εντεινόμενη τελευταία και την επικουρία φασιστικών ομάδων εναντίον κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικών χώρων, που αγωνίζονται για την ικανοποίηση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αιτημάτων. Η άσκηση βίας επικεντρώνεται στις πιο πρωτοποριακές, αγωνιστικές και μη ενσωματωμένες στο σύστημα πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, όπως τα κατεξοχήν αγωνιστικά τμήματα της εργατικής τάξης, της αγωνιζόμενης σπουδάζουσας και εργαζόμενης νεολαίας, στα περιθωριοποιημένα και δυνάμει επικίνδυνα για το σύστημα κοινωνικά στρώματα, όπως οι μετανάστες και οι Ρομά, που παραμένουν μόνιμα γκετοποιημένα, χωρίς να προωθείται η ισότιμη ένταξή τους στην κοινωνία. Αντί να λύνονται τα προβλήματα αυτών των ευαίσθητων και πιο καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, αλλά βέβαια και του λαού στο σύνολό του, κλιμακώνεται η περιστολή συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, ώστε να περιστέλλονται οι δυνατότητες κοινωνικού και πολιτικού αγώνα στους δρόμους, στα εργοστάσια, στους χώρους εκπαίδευσης. Έτσι, στις επιχειρήσεις, με τον νόμο Χατζηδάκη δυσχεραίνεται η κήρυξη απεργίας, στα πανεπιστήμια ιδρύθηκε η πανεπιστημιακή αστυνομία, υποτίθεται για να κατοχυρώνει την ασφάλεια του χώρου και των φοιτητών από «παρείσακτους», ενώ πραγματικός στόχος είναι η καταστολή των αγωνιστικών διαθέσεων και πρωτοβουλιών των φοιτητών.
Το κράτος-χαφιές των γενικευμένων υποκλοπών
Κατεξοχήν, ο κλιμακούμενος αυταρχισμός του συστήματος που προωθεί με όλες τις δυνάμεις της η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιβεβαιώνεται από το αντιδημοκρατικό καθεστώς των παρακολουθήσεων και από τον νέο νόμο που ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία στη βουλή, για τη νομιμοποίηση των υποκλοπών. Ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων απ’ την ΕΥΠ, ενώ επιδίωξε ρεβάνς από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει και των εκλογών, καταγγέλλοντας τις 75.000 εντολές «επισυνδέσεων» επί των ημερών Τσίπρα.
Επέμεινε ότι στόχος του νομοθετήματος είναι η θεσμοθετημένη παρακολούθηση προσώπων με επίκληση του κινδύνου εθνικής ασφάλειας. Στην πραγματικότητα όμως, το νομοσχέδιο είναι προσανατολισμένο στην καταστολή της λαϊκής δράσης, αφού στη διασταλτική της εκδοχή η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» καλύπτει τους κινδύνους για τις βασικές λειτουργίες του κράτους, τις οποίες, κατά τις αστικές κυβερνήσεις, θέτουν σε κίνδυνο οι καταλήψεις, απεργίες, πορείες των εργαζομένων και των νέων.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών προωθείται νομοσχέδιο, στο οποίο προβλέπεται λειτουργία στρατιωτικών μηχανισμών σε κάθε υπουργείο, ενώ προωθούνται διατάξεις για την περαιτέρω ενίσχυση των κατασταλτικών χαρακτηριστικών της Δημοτικής Αστυνομίας με την παροχή οπλισμού στους άνδρες της.
Μία ακόμη πολύ σημαντική ψηφίδα στην ενίσχυση της κατασταλτικής ισχύος των αστικών κρατών αποτελεί η «εξημέρωση» της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, ώστε να γίνει αποδεκτή στο πολιτικό σύστημα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ως σοβαρή και συστημική πολιτική δύναμη σε ρόλο ισότιμου εταίρου σε συγκυβέρνηση αλλά και ως ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως συμβαίνει στην Ιταλία. Δύο είναι, κυρίως, οι στόχοι: Πρώτο, η διευκόλυνση σχηματισμού σταθερών και ισχυρών συμμαχικών κυβερνήσεων από δεξιά και ακροδεξιά. Δεύτερο, η αξιοποίηση του δημαγωγικού λαϊκισμού της ακροδεξιάς για την εξασφάλιση της ευρύτερης συναίνεσης των μαζών.