Αιμιλία Καραλή
Θύματα μιας συλλογικής ιστορίας βίας, που διαπερνά τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, την αναπαράγουν όπου και όποτε μπορούν. Μια τέτοια «μικροϊστορία» βίας συνιστά και η πρόσφατη περίπτωση του βιασμού ενός εφήβου από συνομηλίκους του στο Ίλιον.
Ηταν Δευτέρα 29 Ιανουαρίου του 1979, όταν η 16χρονη Μπρέντα Σπένσερ από το παράθυρο του σπιτιού της, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, πήρε το ημιαυτόματο όπλο που της είχε δωρίσει ο πατέρας της και άρχισε να πυροβολεί την είσοδο του δημοτικού σχολείου που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι της. Σκότωσε τον διευθυντή και τον επιστάτη του σχολείου. Τραυμάτισε οκτώ παιδιά και έναν αστυνομικό. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε απάντησε: «Επειδή δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες («I don’t like Mondays»). Ζωντάνεψε λίγο η μέρα». Τα λόγια της αποτέλεσαν την αφορμή να γραφτεί το τραγούδι «I don’t like Mondays» –με τη συγκλονιστική επανάληψη «πες μου γιατί»– από τους Boomtown Rats, το συγκρότημα του Μπομπ Γκέλντοφ. Αργότερα, μέσα από τη φυλακή, η Σπένσερ αποκάλυψε ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον πατέρα της και ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά. Δεν την πίστεψαν.
Είκοσι χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1999, δυο μαθητές εισβάλλουν με όπλα στο σχολείο τους, το λύκειο Κολουμπάιν στο Κολοράντο. Σκότωσαν 12 μαθητές και μία καθηγήτρια. Τραυμάτισαν 21 επιπλέον άτομα και άλλα τρία τραυματίστηκαν ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν από το σχολείο. Οι δράστες, θύματα συστηματικού εκφοβισμού από συμμαθητές τους –τους αποκαλούσαν «αδελφές»– αλλά και με ρατσιστικές και ναζιστικές ιδέες, αυτοκτόνησαν. Ψυχίατροι του FBI διέγνωσαν για τον έναν από αυτούς ψυχοπάθεια με έντονο ναρκισσισμό.
Με αφορμή αυτό το γεγονός, το 2002 ο Μάικλ Μουρ γύρισε το ντοκιμαντέρ Bowling for Columbine (Ακήρυχτος πόλεμος ο ελληνικός τίτλος). Στην ταινία παρατίθενται χωρίς περαιτέρω επέκταση οι στερεοτυπικές αντιδράσεις δημοσιογράφων και τηλεοπτικών «ειδικών» για τα αίτια του μακελειού: το χέβι μέταλ, η απουσία των γονιών, οι βίαιες ταινίες, τα βίντεο γκέιμ, η κοινωνία, η τηλεόραση, η διασκέδαση, ο σατανάς, τα ψεύτικα όπλα, τα κινούμενα σχέδια, τα ναρκωτικά, ο …ρόκερ Μέριλιν Μάνσον. Ο σκηνοθέτης όμως αναδεικνύει τις βαθύτερες δομές που διαπερνούν την αμερικάνικη κοινωνία και προκαλούν και τέτοια φαινόμενα.
Η κουλτούρα του φόβου και της βίας διαπαιδαγωγεί από μικρή ηλικία τους αμερικανούς πολίτες (και όχι μόνο). Η κρατική εξουσία, με αρωγό τις βιομηχανίες όπλων, κηρύσσει πολέμους και γκρεμίζει κυβερνήσεις για να αποτρέψει δήθεν απειλές, νομιμοποιώντας παρόμοιες συμπεριφορές σε πολίτες της, διευκολύνοντάς τους ν’ αγοράσουν όπλα. Τα ΜΜΕ σπέρνουν καθημερινά τον φόβο για τους φτωχούς, τους μαύρους, για όσους αποκλίνουν από το «αμερικάνικο όνειρο» της ιδιοκτησίας και της κατανάλωσης. Κάθε «διαφορετικός» είναι πιθανός τρομοκράτης και γι’ αυτό πρέπει να εξοντωθεί πριν καν το επιχειρήσει. Δαιμονοποιούνται ομάδες πληθυσμού, είδη μουσικής και δικαιώνεται κάθε επίθεση εναντίον τους. Τη θέση της κρατικής εξουσίας την παίρνουν οι «καθημερινοί άνθρωποι».
Οι ανήλικοι βιαστές είναι αντανάκλαση μιας κανονικότητας που ακραίες καθημερινές της μορφές είναι οι φόνοι και οι βιασμοί
Κι έρχεται εδώ να δέσει και η απόφανση της Χάνα Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού». Για να διαπραχθούν τερατωδίες δεν χρειάζονται απαραιτήτως τέρατα. «Φυσιολογικοί» από ψυχιατρική άποψη άνθρωποι, συμπαθητικοί στους γύρω τους, αν συντρέξουν συνθήκες που θα τους βοηθήσουν να βρεθούν σε θέση εξουσίας, για να την διατηρήσουν και να την μεγαλώσουν είναι ικανοί για τα πάντα. Οι «δάσκαλοί» τους είναι πολλοί και συμπυκνώνονται στα πρόσωπα και στα πρότυπα κάθε μικρής και μεγάλης εξουσίας που ατιμώρητα εξευτελίζει και προσβάλλει κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας των «ασθενέστερων».
Από αυτούς τους «δασκάλους» παίρνουν μαθήματα και τα παιδιά που δολοφονούν, βιάζουν, εξευτελίζουν συνομηλίκους τους. Θύματα μιας συλλογικής ιστορίας βίας που διαπερνά τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, την αναπαράγουν όπου και όποτε μπορούν. Μια τέτοια «μικροϊστορία» βίας συνιστά και η πρόσφατη περίπτωση του βιασμού ενός έφηβου από συνομηλίκους του στο Ίλιον, τα παλιά Νέα Λιόσια, της Αττικής. Είναι απλώς ένας κρίκος σε μια αλυσίδα παρόμοιων γεγονότων — γιατί έχουν επανειλημμένα συμβεί.
Οι ανήλικοι βιαστές είναι αντανάκλαση μιας κανονικότητας που ακραίες της καθημερινές μορφές είναι οι φόνοι και οι βιασμοί. Οι πράξεις τους συμβολοποιούν μια κοινωνία που αδυνατεί να δει τον εαυτό της απαλλαγμένο από φόβο και ταπείνωση. Μια κοινωνία δομημένη με τέτοιο τρόπο που ο φόβος έγινε συνήθειά της και η ταπείνωση δεύτερή της φύση.