Διάλογος για την 5η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Γιώργος Παπανικολάου, μέλος νΚΑ και ΠΣΟ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Είναι πλέον κοινός τόπος πως η χώρα βιώνει μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Οι πιθανές ημερομηνίες των –όπως είναι πιθανότερο– διπλών εκλογών δίνουν και παίρνουν. Σε αυτό το σκηνικό, οι συζητήσεις για την πολιτική συμπόρευση αριστερών οργανώσεων, κομμάτων και μετώπων, του εξωκοινοβουλίου ή ακόμα και του κοινοβουλίου έχουν φουντώσει.
Είναι όμως το κύριο ερώτημα της εποχής μας απλά η μορφή και το όνομα του τάδε εκλογικού κατεβάσματος; Θεωρούμε πως, ακριβώς αντίθετα, το κοινωνικό ζήτημα, η λαϊκή δυσαρέσκεια κι η διαρκώς παρούσα πολεμική απειλή, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη προετοιμασία, θα έπρεπε να αποτελούν βασικά θέματα συζήτησης, και συμφωνίας ή μη, ανάμεσα στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που επιζητούν τη σύγκλιση σε ευρύτερη αγωνιστική, κι όχι απλώς εκλογική, κατεύθυνση. Ήδη έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τον λεγόμενο «χειμώνα της δυσαρέσκειας», με κύμα απεργιών κι εργατικών κινητοποιήσεων να σαρώνουν χώρες που προηγούμενα μάλλον διακρινόντουσαν από σχετική ηρεμία, με πιο τρανό παράδειγμα την Βρετανία. Με το 2023 να προβλέπεται πως θα είναι ξανά χρονιά ύφεσης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας να γίνονται ξανά της «μόδας», είναι αναγκαίο το κίνημα να προετοιμαστεί για ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης με τις αντιλαϊκές πολιτικές.
Όπως μάλιστα διαπιστώνει και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρόσφατη απόφαση του ΠΣΟ της, τα αδιέξοδα και οι άλυτες αντιφάσεις του καπιταλισμού δημιουργούν συνθήκες πολιτικής κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Ακόμα, γίνεται η εκτίμηση πως ένα πλατύ ρεύμα αγωνιστριών και αγωνιστών αναζητούν πολιτικό στήριγμα και εναλλακτική πέρα από τα όρια που βάζει η προοπτική της «προοδευτικής διακυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ και στην οποία συμφωνεί, επί της ουσίας, το ΜΕΡΑ25. Στη δυναμική ανάπτυξη αυτού του ρεύματος δεν μπορεί να συμβάλει η τακτική του ΚΚΕ, που περιορίζεται σε ένα συνδυασμό άμεσων αιτημάτων και προβολής μιας «λαϊκής εξουσίας» χωρίς επαναστατική τομή, με σταθερό επιμύθιο την εκλογική στήριξη.
Καθήκον, λοιπόν, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ αυτό το ρεύμα με τα προχωρημένα χαρακτηριστικά, που διαμορφώνεται σε εργαζόμενους και νεολαία. Να πάρει ενωτικές πρωτοβουλίες και να απευθυνθεί στο δυναμικό της ανατρεπτικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς για τη συνεργασία σε όλες τις μάχες και τις εκλογές. Στόχος μιας τέτοιας συνεργασίας είναι μια νέα δυναμική για ένα ισχυρό αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο στη βάση του αντίστοιχου προγράμματος. Αυτό πρέπει να υπηρετείται από τη διεύρυνση και ενίσχυση του ρεύματος, που στηρίζει πολιτικά τους αγώνες του σήμερα και βάζει στόχο να συγκροτήσει δυνατή αριστερή εργατική αντιπολίτευση ενάντια σε όποιο κυβερνητικό διαχειριστή του ελληνικού καπιταλισμού προκύψει μετά τις εκλογές.
Αντίθετα από τα παραπάνω, πολιτικές προτάσεις συνεργασίας με κέντρο την πάλη ενάντια στον «νεοφιλελευθερισμό», καθιστούν την αντικαπιταλιστική αριστερά δωρητή σώματος, θολώνουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ένα πρόγραμμα ρήξης με τις βασικές επιλογές του συστήματος κι ένα πρόγραμμα διαχείρισης, διαμορφώνουν αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία ανάμεσα σε λογικές κατ’ εξοχήν φιλοΕΕ και φιλοΝΑΤΟ, με όραμα ένα «δίκαιο», «πράσινο», «παραγωγικό καπιταλισμό» και την αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική πάλη.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη συνδιάσκεψή της στις 21-22/1 μπορεί να συμβάλλει σε όλα αυτά, όχι γιατί είναι η ίδια η αντικαπιταλιστική Αριστερά που απαιτεί η εποχή μας, αλλά γιατί πρεσβεύει αυτή την ανάγκη και μπορεί να θέσει τον στόχο για μια νέα αντικαπιταλιστική ανατρεπτική συσπείρωση. Μάλιστα, από το ΠΣΟ το καλοκαιριού έχει διαμορφώσει και απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα προς τους αγωνιστές, τα ρεύματα και τις δυνάμεις που θέλουν να παλέψουν σε αυτή την κατεύθυνση, απορρίπτοντας την πολιτική ή εκλογική συμπόρευση με την αριστερά του κοινοβουλευτικού δρόμου και του εγκλωβισμού στα όρια της αστικής πολιτικής στη σημερινή περίοδο, στις επερχόμενες εκλογικές μάχες (στον «πρώτο» ή «δεύτερο γύρο» των εκλογών), να χαράξουν από σήμερα κιόλας μια συντεταγμένη πορεία σταθερής πολιτικής συνεργασίας, διαλόγου και κοινής δράσης, που θα οδηγήσει στην πολιτική και εκλογική συνεργασία, και ευρύτερα στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο που απαιτεί η εποχή μας.