Φωτεινή Θανάσουλα
Ρόζυ Μονάκη
Οι καλλιτέχνες μια μέρα ξύπνησαν και ένα προεδρικό διάταγμα τους μετέτρεψε από εργαζόμενες/ους σε χομπίστες/ριες. Μέσα σε μια μέρα σπουδές τριών ετών σε καθημερινή βάση με πάνω από 10 ώρες την ημέρα προβών, μαθημάτων, με άγχος, κλάματα, απορρίψεις, ψυχική και σωματική κόπωση, έρχονται ως διά μαγείας να εξαφανιστούν. Για την κυβέρνηση αυτά τα χρόνια δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ. Για την κυβέρνηση και την πολιτική της όλες/οι αυτές/οί αποτελούν ένα τσούρμο άχρηστων, τεμπέληδων που δεν δουλεύουν παρά κάνουν το κέφι τους. Αυτή είναι η αντίληψη της εξουσίας για τον Πολιτισμό. Ένα έργο τέχνης να πουλιέται στους τουρίστες, να προάγει το αρχαίο πνεύμα αθάνατο, να διασκεδάζει με όρους θεάματος και να πληρώνει τις εργαζόμενες/ους τους με μισθούς ανειδίκευτου εργάτη. Και αυτή η στρατηγική στόχευση είναι που έρχεται να ακυρώσει με αυτόν τον αισχρό τρόπο τις σπουδές των καλλιτεχνικών κλάδων.
Πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση, με βάση το προεδρικό διάταγμα 85/2022 (ΦΕΚ 232/Α/17-12-2022),ορίζοντας το προσοντολόγιο για κάθε εργασιακό κλάδο, αποφασίζει να υποτιμήσει τις καλλιτεχνικές σπουδές, εξισώνοντας τα μέχρι πρότινος αδιαβάθμητα πτυχία αυτών με απολυτήρια λυκείου. Αυτό βέβαια αποτελεί μόνο μια άκρη του πολύ μπερδεμένου νήματος της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Το ουσιαστικό πρόβλημα εκκινεί από την παντελή έλλειψη Ανωτάτης, Δημόσιας και Δωρεάν Πανεπιστημιακής Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης. Στο χρόνιο αυτό κενό, δημιουργήθηκαν όλες οι ανώτερες δραματικές σχολές, σχολές χορού, σκηνοθεσίας κ.ά ιδιωτικών συμφερόντων αλλά και κάποιες δημόσιες (Σχολή Εθνικού και Κρατικού θεάτρου και Κρατική Σχολή Χορού) που μέχρι και το 2003 υπάγονταν στην ανώτερη βαθμίδα της Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΤΕΙ). Με τη συνθήκη της Μπολόνια και μια σειρά ευρωπαϊκών οδηγιών, η ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης καταργήθηκε στην Ελλάδα και το ζήτημα της διαβάθμισης των πτυχίων έμεινε στον αέρα. Μέχρι και σήμερα που η κυβέρνηση θεωρεί πως έδωσε λύση στο θέμα μετατρέποντας χορευτές, ηθοποιοί, μουσικοί και κινηματογραφιστές σε ανειδίκευτους εργάτες/ριες.
Η καλλιτεχνική και επαγγελματική απαξίωση για τους καλλιτέχνες από τη μεριά της κυβέρνησης δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Χρόνια τώρα η καλλιτεχνική εκπαίδευση είναι παρατημένη και υποτιμημένη και δεν υπάρχει μέριμνα να ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα ουσιαστικά. Παρά τις διεκδικήσεις και τους αγώνες Σωματείων του κλάδου και καλλιτεχνικών συλλόγων, για τη δημιουργία ανώτατης βαθμίδας εκπαίδευσης, το κράτος και οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει ένα θολό πλαίσιο για την αναγνώριση των σπουδών αυτών, αφήνοντας στο κενό το ζήτημα της διαβάθμισης των σπουδών χιλιάδων αποφοίτων. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι υπάρχουσες καλλιτεχνικές σπουδές να πραγματοποιούνται σε διάφορες ιδιωτικές σχολές, κατά κύριο λόγο, χωρίς συγκροτημένο αναβαθμισμένο πρόγραμμα σπουδών, χωρίς τη δυνατότητα συνέχειας των σπουδών σε επόμενο επίπεδο και χωρίς εξασφαλισμένη πρόσβαση στο επάγγελμα και κατάκτηση εργασιακών δικαιωμάτων.
Ένα προεδρικό διάταγμα μετατρέπει τον κόσμο της εργασίας στον πολιτισμό σε χομπίστρες/ιες
Το διάταγμα λοιπόν αποτελεί απλά την αφορμή να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου της καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης. Η δημιουργία μιας Δημόσιας Δωρεάν Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης για καλλιτεχνικές σπουδές αποτελεί το θεμέλιο ολόκληρου του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού ζητήματος και βασικό αίτημα του αγώνα των καλλιτεχνών, μαζί με τη διδασκαλία καλλιτεχνικών μαθημάτων στα σχολεία. Για μια τέχνη που δεν περιορίζεται στο θέαμα ως εμπορικό προϊόν, ούτε μπαίνει σε οικονομικά κριτήρια. Αλλά που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας ως ζωτική της ανάγκη. Μια τέχνη που βγαίνει από τα σπλάχνα της κοινωνίας και επιστρέφει σε αυτήν αμφισβητώντας την, αρνούμενη να τη μιμηθεί και να δεχτεί την αλήθεια της. Μια τέχνη που αγωνιά να εκφράσει το ανείπωτο, που έρχεται αντιμέτωπη με το μη οικείο, το Άλλο.