Γιώργος Τσαντίκος
Η εξουσία όταν στριμώχνεται, καλεί στα όπλα ό,τι σκοτεινότερο, απεχθέστερο, μισανθρωπικό διαθέτει η πιάτσα, όπως οι γκοτζαμάνηδες, οι καλαμπόκες και οι κασιδιάρηδες. Θα μπορούσε να είναι κι ένας παρασιτικός θεσμός, όπου ο τελευταίος εκπρόσωπός του έμεινε στην ιστορία ως «Κοκός»;
Με έναν πολύ προσωπικό τρόπο, στην Ελλάδα ο «θεσμός της μοναρχίας» έγινε σαν το σούπερ καπ στο ποδόσφαιρο, το οποίο ήταν μια χρυσή ευκαιρία για ανελέητο καλοκαιρινό ξύλο στη δεκαετία του ’90. Ένας μη θεσμός, που επαναλαμβάνεται σποραδικά και ανεπιτυχώς, σε διάφορες ευκαιρίες, τα τελευταία 30 χρόνια: Είτε δηλαδή ένας Μητσοτάκης θα θέλει να χαρίσει στην έκπτωτη βασιλική οικογένεια δημόσια περιουσία είτε ένας, πάλι Μητσοτάκης, θα προσπαθεί να μην βγει πολύ φιλοβασιλική κάρτα, αλλά να μην χάσει και τους ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς με τα μπρελόκ του στέμματος και την αενάως τροφοδότρα δεξαμενή της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Ο θάνατος του τελευταίου –και έκπτωτου– βασιλιά της Ελλάδας, του ανθρώπου στον οποίο κατέληξε μια καταστροφική πολιτικά, αντιδραστική σε όλες της τις δραστηριότητες (ακόμα και στις εσωτερικές της αντιθέσεις), παρασιτική κοινωνικά υπόθεση, μοιάζει λίγο με μια από τις τελευταίες προτάσεις στα 100 χρόνια μοναξιά, χωρίς φυσικά την επική εξέλιξη μέχρι εκεί. Οι ουρές πιστών –πλάγια αναφορά στα 100 χρόνια μοναξιά για ρέκτες– δεν αυγάτισαν τελικά, παρά τη μαζική και απέλπιδα προσπάθεια του βαριού επικοινωνιακού πυροβολικού. Όσο και οι δημοσιολογούντες να έσβησαν επίθετα, να πρόσθεσαν άλλα πιο ευγενικά, όσο και να προσπάθησαν να ξεπλύνουν πρόσωπα και καταστάσεις, όσο και να πείσμωσαν να διηγηθούν την ιστορία αλλιώς, τελικά η βασιλεία στην Ελλάδα δεν έγινε πολιτικό τρεντ ενότητας.
Εκεί, λοιπόν, που ο Ράλλης το ‘81 έδωσε άδεια μερικών ωρών στους συγγενείς της Φρείκης και υλοποίησε κυριολεκτικά το «μόνο στο Τατόι», ο Μητσοτάκης των ημερών μας υποχωρούσε κάθε μέρα και από μερικά μέτρα: στην αρχή «μόνο Τατόι, μόνο η Μενδώνη», μετά «εντάξει, και λίγη Μητρόπολη», μετά «άντε, να πάει και ο Πικραμμένος», ποντάροντας ίσως στο γεγονός ότι, επειδή η κυβέρνηση είναι απέραντη σαν το ρόστερ του Ολυμπιακού στη μπάλα, δεν θα τον αναγνωρίσει κανείς ως αντιπρόεδρο της κυβέρνησης.
Γιατί όμως, αλήθεια, αυτή η πρεμούρα και η θυσία, ακόμα και «προοδευτικών» δημοσιολογούντων, σε μια γραμμή «ανθρωπισμού και ενότητας» που εξαρχής δεν έπειθε; Τόση ανάγκη από σύμβολα ισχύος έχει η εξουσία σήμερα, που όντως θα ήθελε να δει ένα μέρος των πρωτοσέλιδων της Ελεύθερης Ώρας να υλοποιείται πολιτικά; Δεν πρόκειται για κάποιου είδους «νίκη» το γεγονός ότι η κηδεία ενός ανθρώπου δεν μετατράπηκε σε μαζικό λαϊκό προσκύνημα. Δεν μπορεί δηλαδή μια «δημοκρατική κοινωνία» να κάνει self-check με βάση το πόσοι-ες πήγανε, άρα εντάξει, ακόμα δημοκρατικοί είμαστε.
Όσο και αν οι δημοσιολογούντες πείσμωσαν να διηγηθούν την ιστορία αλλιώς, τελικά η βασιλεία στην Ελλάδα
δεν έγινε πολιτικό τρεντ ενότητας
Μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η μυστική κρατική υπηρεσία, στην οποία προΐσταται ο πρωθυπουργός, παρακολουθεί τον επικεφαλής του στρατού. Μπορεί αυτά να μην είναι παράξενα για τη Βραζιλία του 1973 (ή και πιο μετά…), ούτε τελικά για όσους-ες δεν πιστεύουν ότι η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία είναι άνευ αδιεξόδων. Είναι όμως επικίνδυνα, πέρα από τη γραφικότητα επιπέδου «σεμέν σε τηλεόραση χωρίς τηλεκοντρόλ». Η εξουσία, ειδικά στην Ελλάδα, όταν στριμώχνεται στα ίδια της τα αδιέξοδα, καλεί στα όπλα ό,τι σκοτεινότερο, απεχθέστερο, μισανθρωπικό πολιτικό μόρφωμα διαθέτει η πιάτσα. Στην Ελλάδα, οι γκοτζαμάνηδες, οι καλαμπόκες και οι κασιδιάρηδες είναι ο καλύτερος «έκτος παίκτης», όταν η εξουσία στριμώχνεται. Τώρα που οι εφεδρείες φθείρονται, θα ήταν μια κάποια λύσις η προβολή της «εθνικής ενότητας» σε ένα θεσμό που πουλάει βιβλία ρε παιδί μου, έχει likes, κάνει γκελ στα social media.
Γίνεται και εδώ; Μπορεί να επιβληθεί ως τέτοιο πρότυπο ένας παρασιτικός θεσμός, που ο πιο γνωστός του εκπρόσωπος έμεινε στην ιστορία ως «Κοκός», βαφτισμένος έτσι από τους ίδιους τους «υπηκόους» του; Το σύστημα ξεμένει από πρότυπα. Μεταρρυθμιστές, τεχνοκράτες, όψιμοι μπρεστλιτοβσκιστές, άριστοι, αναλώνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τους συνηθισμένους, γιατί η μηχανή έχει παλιώσει και καίει λάδια. Το θέμα είναι άλλο όμως: «Εμείς, τι κάνουμε;»…