Γιώργος Κρεασίδης
▸ Αστυνομική βία λόγω του φόβου κοινωνικής έκρηξης που στοιχειώνει την κυβέρνηση και τα συμφέροντα που υπηρετεί
Αυτές τις μέρες διάχυτη είναι η οργή για τη δολοφονική κρατική βία της αστυνομίας, που ήρθε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο με τη δολοφονία του 16χρονου Ρομ Κώστα Φραγκούλη. Η σφαίρα αστυνομικού στο πίσω μέρος του κεφαλιού αποδείχτηκε μοιραία, καθώς έφυγε από τη ζωή οκτώ μέρες μετά το θανάσιμο πλήγμα. Προχτές, Πέμπτη 15/12, έγινε η κηδεία μέσα σε κλίμα ανείπωτου πόνου, αλλά και θυμού γιʹ αυτήν την κτηνώδη επίδειξη δύναμης. Η πικρία των Ρομά δεν έρχεται από μια αόριστη αίσθηση αδικίας. Μόλις πέρυσι, ένας ακόμα νέος Ρομ, ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης, έχασε τη ζωή σε μια άλλη αστυνομική καταδίωξη. Πάλι στα ΜΜΕ, στον δημόσιο και πολιτικό λόγο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχε διαχυθεί η δηλητηριώδης προπαγάνδα που αναγνώριζε ελαφρυντικά στη δολοφονική ενέργεια των αστυνομικών και σχετικοποιούσε την εξωδικαστική «εκτέλεση» ενός νέου με την επίκληση παραβατικής συμπεριφοράς. Ξεχνώντας φυσικά ότι αυτή δεν είναι αιτία αλλά αποτέλεσμα της πραγματικότητας που βιώνουν τα μέλη της κοινότητας των Ρομά.
Μόνο στον ένα μήνα που προηγήθηκε από τη δολοφονία του Κ. Φραγκούλη έγιναν γνωστά δυο χαρακτηριστικά περιστατικά. Στις 22 Νοεμβρίου οι δημοτικές αρχές στο Δοξάτο Δράμας κατεδάφισαν έναν οικισμό από 25 παράγκες, χωρίς κάποια μέτρα μετεγκατάστασης των Ρομά σε ανθρώπινες συνθήκες. Λίγες μέρες πριν, η Ελλάν Πασέ, η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά, είχε καταγγείλει πως στην εκπομπή Αυτοψίες του δημοσιογράφου Α. Σρόιτερ στο κανάλι του Alpha, παρουσιάστηκε στις 10/11 μια παραμορφωτική εικόνα για τους Ρομά, με στόχο «την αναπαραγωγή στερεοτύπων και τη διαιώνιση της περιθωριοποίησης».
Οι Ρομά είδαν στο πρόσωπο του άδικα δολοφονημένου Κ. Φραγκούλη τον εαυτό τους και την απάνθρωπη μεταχείριση τους σαν πολίτες β’ κατηγορίας από τις αρχές. Γιʹ αυτό και ξεσηκώθηκαν στις γειτονιές τους, από τον Δενδροπόταμο της Θεσσαλονίκης μέχρι το Μενίδι και το Αγρίνιο, αντιμετωπίζοντας και πάλι αστυνομικές επιχειρήσεις καταστολής και τα ΜΜΕ σε ρόλο υποστηρικτή. Όπως εκτιμά το ΝΑΡ στην ανακοίνωσή του, το γεγονός αυτό «αποδεικνύει ότι τα φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας βράζουν και δεν μπορούν να υπομένουν άλλο την υποτίμηση των ζωών τους». Δεν όπλισαν λοιπόν το χέρι του αστυνομικού τα 20 ευρώ, το κόστος της βενζίνης που δεν πλήρωσε ο Φραγκούλης, αλλά ο ρατσισμός για τους Ρομά, που συμπληρώνει την καθήλωση στη φτώχεια και την περιθωριοποίηση.
Ενάντια σε όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη 13 Δεκέμβρη μαζικές διαδηλώσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και σε 10 άλλες πόλεις της χώρας, με δυναμική τη συμμετοχή της νεολαίας και τη στήριξη από ένα πλατύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων και μαζικών φορέων. Είχε προηγηθεί στις 6/12 η επίσης μαζική κινητοποίηση στην επέτειο της δολοφονίας του Α. Γρηγορόπουλου, η οποία αντικειμενικά συνδέθηκε με το δολοφονικό χτύπημα στον Κ. Φραγκούλη, που ήρθε να θυμίσει την ανοιχτή πληγή της κοινωνίας από την κρατική καταστολή και αστυνομική βαρβαρότητα.
Η νέα κατασταλτική επίθεση στις κινητοποιήσεις αυτές, τα ΜΑΤ, τα δακρυγόνα, οι ξυλοδαρμοί και προσαγωγές, είναι αποτέλεσμα του φόβου της κοινωνικής έκρηξης που διακατέχει την κυβέρνηση που τα συμφέροντα που υπηρετεί. Δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως προεκλογική τακτική προσεταιρισμού της ακροδεξιάς εκλογικής πελατείας με τα συνθήματα για «νόμο και τάξη». Εξού και η διακομματική στήριξη της κυβερνητικής πρωτοβουλίας για εφάπαξ επίδομα 600 ευρώ στους ένστολους από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Βελόπουλο, αλλά και ΚΚΕ, που ξέχασε τις αναλύσεις για το αστικό κράτος για να μην χάσει την ευκαιρία να αθροιστεί προεκλογικά με όσους θέλουν «ησυχία».
Κοινωνική ανάγκη η μάχη ενάντια στη φτωχοποίηση, τον ρατσισμό και την περιθωριοποίηση
Αυτές οι κινητοποιήσεις έχουν ισχυρό το στοιχείο της αλληλεγγύης στους Ρομά, που είναι καινούργια πλευρά στην δράση του λαϊκού κινήματος –τουλάχιστον σε αυτό το βαθμό– και εξαιρετικά ελπιδοφόρα. Εξίσου έντονα σφραγίζει αυτές τις διαδηλώσεις και η αντικατασταλτική διάσταση. Τις τροφοδοτεί ακόμα η αίσθηση της κοινωνικής ασφυξίας που γεννιέται από την κυρίαρχη αντιλαϊκή πολιτική της ΝΔ και του πολιτικού συστήματος, ειδικά για τη νέα γενιά. Ότι καλείται να ζήσει χειρότερα από τους γονείς της δεν είναι πια ούτε είδηση ούτε συμπέρασμα κάποιας εύστοχης ανάλυσης. Αυτό που ξεσηκώνει είναι η συνεχής διαβεβαίωση πως αυτό θα κρατήσει για πάντα, ότι είναι «κανονικότητα», ότι το μέλλον υπόσχεται μόνο χειρότερες μέρες, έναν ατέλειωτο «χειμώνα του ‘42», όπως θα έλεγε ο κονφερανσιέ της κοινωνικής καταβύθισης, Α. Γεωργιάδης. Και παράλληλα το γεγονός ότι η αστυνομική βία είναι η απάντηση σε κάθε κοινωνικό αίτημα και διεκδίκηση, όπως έγινε και προχτές με τους απεργούς εκπαιδευτικούς στην Αθήνα.
Σε αυτές τις συνθήκες, βαραίνει το οξύτατο δημοκρατικό ζήτημα της εποχής, αλλά και το κουρέλιασμα των θεσμικών διασφαλίσεων που ανέδειξαν οι αποκαλύψεις για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, μαζί τα αποκαλυπτήρια για το πολιτικό σκηνικό και την ΕΕ από το σκάνδαλο Καϊλή, η οποία έγινε ζάπλουτη προπαγανδίζοντας την εκμετάλλευση και λοιδορώντας τους φτωχούς. Δεν είναι καιρός για αναλύσεις, εκλογικά συμπεράσματα και διλήμματα για «το λιγότερο κακό». Είναι κοινωνική ανάγκη η μάχη, εδώ και τώρα, ενάντια στη φτωχοποίηση, τον ρατσισμό και την περιθωριοποίηση, που δεν μπορεί να γίνει παρά με τον αγώνα για το γκρέμισμα της κυβέρνησης, της πολιτικής της και κάθε απόπειρας να συνεχιστεί με «προοδευτικό προσωπείο». Ο «δρόμος» θα ανοίξει τους δρόμους γιʹ αυτή την πορεία. Εξάλλου, «το κίνημα θα πει την τελευταία λέξη»…