Μπάμπης Συριόπουλος
Η σύνδεση της δημοκρατίας με τους κοινωνικούς αγώνες των εργαζόμενων και των φτωχών ξεκινά από την αρχαιότητα, διαπερνά το εργατικό κίνημα στην πάλη κατά των μοναρχιών και για την καθολική ψηφοφορία. Η σύγχρονη αστική δημοκρατία πλήρως υποταγμένη στα αστικά συμφέροντα καταντά ένα άδειο κέλυφος. Η συμφωνία στην ουσία, παρά το διχασμό σε φιλελεύθερη και νεοσυντηρητική πτέρυγα, είναι δεδομένη για την αστική πολιτική.
Δημοκρατία χωρίς αριστερά, ιδέες χωρίς «ψωμί»
Μετά την εκλογή του Λούλα ντα Σίλβα στη θέση του προέδρου της Βραζιλίας τον περασμένο Οκτώβρη, ο Χοσέ Μουχίκα, πρώην πρόεδρος της Ουρουγουάης, πρώην αντάρτης των Τουπαμάρος, δήλωσε σε συνέντευξή του στο BBC: «Είναι τεράστιο λάθος να θεωρούμε ότι εδώ η διαμάχη ήταν ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά. Εδώ η μάχη δόθηκε στη βάση της δημοκρατίας ενάντια στον αυταρχισμό». Ο πρώην αντάρτης και νυν υποστηρικτής του Λούλα εκφράζει μ’ αυτό τον τρόπο τον μετασχηματισμό του αριστερού κυβερνητισμού σε προοδευτικό-δημοκρατικό. Αποκηρύσσοντας το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, προτάσσει τη δημοκρατία αποσυνδεδεμένη από το κοινωνικό ζήτημα, την αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, εχόντων και μη εχόντων, πλούσιων και φτωχών.
Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ και η ήττα των Ρεπουμπλικάνων πυροδότησε μία σειρά αναλύσεων για το αν απασχόλησε τους ψηφοφόρους η οικονομία και ο πληθωρισμός ή η ανάγκη απόκρουσης της ακροδεξιάς, ρατσιστικής και σεξιστικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ. Στην Ελλάδα μία ανάλογη συζήτηση γίνεται, με βάση τα ερωτήματα διαφόρων δημοσκοπήσεων, για το πόσο ψηλά είναι οι υποκλοπές στη λίστα ενδιαφερόντων των ψηφοφόρων. Τελικά τι είναι πιο σημαντικό, οι ιδεολογίες, οι αξίες, τα δικαιώματα, η δημοκρατία ή τα υλικά συμφέροντα των ανθρώπων;
Η συζήτηση αυτή βέβαια δεν περιορίζεται στο πως έχουν τα πράγματα, τι απασχολεί πράγματι την κοινωνική πλειονότητα, αλλά δίνονται και απαντήσεις για το τι πρέπει να την απασχολεί. Νυν και πρώην αριστεροί τοποθετούνται στην πλευρά της δημοκρατίας αλλά στη βάση των παραπάνω διλημμάτων ξεχνώντας ότι δεν υπάρχουν σωστές απαντήσεις σε λάθος ερωτήματα.
Αστική και εργατική δημοκρατία
Η αρχαία ελληνική δημοκρατία -παρά τον περιορισμό της στους άνδρες ελεύθερους πολίτες- ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη θέση των ελεύθερων, εργαζόμενων φτωχών και ακτημόνων. Έγραψε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά: «[…] το ουσιαστικό σημείο, όπου διαφέρουν η δημοκρατία και η ολιγαρχία μεταξύ τους, είναι η φτώχεια και ο πλούτος» (1279b, 35). Περιγράφοντας στο Αθηναίων Πολιτεία την προδημοκρατική Αθήνα τόνισε: «[…] το πολίτευμα των Αθηναίων ήταν ολιγαρχικό από κάθε άποψη και πιο συγκεκριμένα οι φτωχοί ήταν υποδουλωμένοι στους πλούσιους, και οι ίδιοι και τα παιδιά και οι γυναίκες τους» (2.1).
Ο Ζαν Ζακ Ρουσό θεωρούσε προϋπόθεση της δημοκρατίας τη «μεγάλη ισότητα στις τάξεις και στις περιουσίες, χωρίς την οποία η ισότητα στα δικαιώματα και την εξουσία δεν μπορεί να διαρκέσει». Στη γαλλική επανάσταση του 1789 ο λαός ανέτρεψε τη μοναρχία ζητώντας, μεταξύ άλλων, «ψωμί», ενώ οι «ακραίοι δημοκράτες» της εποχής ήταν οι «αβράκωτοι» (sans culottes). Σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα πρωταγωνιστούσε στην πάλη για επέκταση του εκλογικού δικαιώματος, με ξεχωριστά παραδείγματα τους άγγλους χαρτιστές με τη «Χάρτα του λαού» του 1838, και τους γάλλους επαναστάτες του 1848 που ζητούσαν «κοινωνική δημοκρατία» κόκκινη και όχι τρίχρωμη. Έγραψε ο Καρλ Μαρξ στο Μανιφέστο: «Είδαμε ήδη ότι το πρώτο βήμα της επανάστασης της εργατικής τάξης είναι η έγερση του προλεταριάτου στη θέση της κυρίαρχης τάξης, η κατάκτησης της δημοκρατίας», συνδέοντας την επανάσταση και την εργατική εξουσία με τη δημοκρατία.
Οι κατακτήσεις που περιλαμβάνονται στην αστική δημοκρατία δεν ήταν καθόλου αυτονόητες για τις αστικές τάξεις της εποχής που προτιμούσαν συνήθως τη συμβίωση με τις μοναρχίες και τους ευγενείς παρά την είσοδο των μαζών στη δημόσια σφαίρα. Εννοείται βέβαια ότι η δημοκρατία που διεκδικούσαν το εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα δεν περιοριζόταν στην καθολική ψηφοφορία και τις βασικές ελευθερίες αλλά συνδεόταν με την κοινωνική επανάσταση. Ακόμα και ο μετριοπαθής γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης των αρχών του 20ού αιώνα Ζαν Ζορές πήγαινε πολύ πιο μακριά από την τυπική αστική δημοκρατία: «Ακριβώς όπως όλοι οι πολίτες ασκούν την πολιτική εξουσία με δημοκρατικό τρόπο, δηλαδή από κοινού, έτσι πρέπει να ασκούν και την οικονομική εξουσία».
Οι κοινωνικοί αγώνες είχαν σαν αναγκαία πλευρά τους την πάλη για δημοκρατία ενάντια σε στρατιωτικά πραξικοπήματα και φασιστικές δικτατορίες, για τη διεκδίκηση και την κατάκτηση της ψήφου για τις γυναίκες, για την άρση των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ και του απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική. Στην Ελλάδα της αντίστασης και της απελευθέρωσης από την τριπλή κατοχή, το αίτημα «Λαοκρατία και όχι βασιλιά» συνένωνε -έστω θολά και με ασάφεια- την απελευθέρωση από το φασισμό, τη δημοκρατία και τη λαϊκή εξουσία. Το Νοέμβρη του 1973 συνδέθηκαν η αριστερά και η εργατική τάξη, η αντιδικτατορική πάλη, οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι, τα κοινωνικά αγαθά, οι λαϊκές ελευθερίες και ανάγκες, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου με τα συνθήματα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», «έξω αι ΗΠΑ – έξω το ΝΑΤΟ» και «Λαέ πεινάς γιατί τους προσκυνάς;». Ακριβώς αυτή η σύνδεση ανανεώνει την αίγλη του Νοέμβρη τόσα χρόνια μετά, τη συνδέει με τους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου, αποτελώντας ένα μόνιμο αγκάθι για τις αστικές κυβερνήσεις.
Οι σημερινές αστικές τάξεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού έχουν απολέσει κάθε ριζοσπαστισμό του διαφωτισμού και των «κοινωνικού συμβολαίου», κάθε τάση προς τον εξισωτισμό και τον περιορισμό των κερδών του κεφαλαίου και κάθε κατοχύρωση καθολικών κοινωνικών δικαιωμάτων όπως η παιδεία, η υγεία και η ασφάλιση και αγαθών όπως η ενέργεια, το νερό κ. α. Η αστική δημοκρατία βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, τεχνοκρατικής διαχείρισης από μη εκλεγμένα όργανα, «επιτροπές σοφών» και «ανεξάρτητες αρχές», υπηρεσιακούς πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις με διακηρυγμένους στόχους την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδυτών πάση θυσία. Στο κέντρο του δημόσιου συμφέροντος έχουν μπει ρητά η αδιατάρακτη καπιταλιστική κανονικότητα και κερδοφορία. Οι αστικές τάξεις έχουν βάλει απροκάλυπτα το κοινωνικό ζήτημα από τη δική τους πλευρά στο κέντρο της αστικής δημοκρατίας του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Οι αστικές τάξεις έχουν βάλει απροκάλυπτα την αδιατάρακτη καπιταλιστική κανονικότητα και κερδοφορία στο κέντρο της αστικής δημοκρατίας του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Η αδυναμία ή η απουσία ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής, αυτοτελούς εμφάνισης της εργατικής τάξης, του κινήματός της και των κομμάτων της στην κεντρική πολιτική σκηνή, συνδέοντας την πάλη για δημοκρατία με την πάλη κατά της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους, δίνει μεγάλο περιθώριο στις αστικές τάξεις να φτιάχνουν αυτές τα πεδία των συγκρούσεων, να θέτουν τα ερωτήματα ώστε οι απαντήσεις να είναι αναγκαστικά εντός του συστήματος. Η αστική πολιτική σήμερα «διχάζεται» ανάμεσα σε ένα ρεύμα με κύριο στοιχείο την προώθηση αντεργατικών αναδιαρθρώσεων με νεοφιλελεύθερη αφετηρία, με έμφαση στην πλήρη ελευθερία των αγορών, τα «ατομικά δικαιώματα», τον κοσμοπολιτισμό, τον επιστημονισμό, τις διακηρύξεις κατά των διακρίσεων και τη «συμπερίληψη» από τη μία και ένα ακροδεξιό νεοσυντηρητικό ρεύμα με έμφαση στις «παραδοσιακές αξίες», τον εθνικισμό/ρατσισμό, τον μισογυνισμό και τον ανορθολογισμό από την άλλη. Τα δύο αυτά ρεύματα δεν χωρίζονται με σινικά τείχη, ορκίζονται και τα δύο στις αξίες του κέρδους, της ιδιοκτησίας, και της εκμετάλλευσης, προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες και συχνά συνυπάρχουν στο ίδιο κόμμα ή στην ίδια κυβέρνηση.
Ας δούμε ποια δημοκρατία προτείνει μία εκπρόσωπος μάλλον της πρώτης πτέρυγας, η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου σε συνέντευξή της στην Εφσυν στις 2/1/2021: «Σε αυτή την περιεκτική αντίληψη για τη δημοκρατία οι μειοψηφίες θωρακίζονται απέναντι στην τυραννία της πλειοψηφίας, ενώ τα θεσμικά αντίβαρα, η διάκριση των εξουσιών και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, θέτουν όρια στη λαϊκή κυριαρχία και την κρατική εξουσία». Σε άλλο σημείο δηλώνει ότι «στη λαϊκιστική στρέβλωση της δημοκρατίας η λαϊκή βούληση συγχέεται με τη βούληση της πλειοψηφίας». Χαράζει τις διαχωριστικές γραμμές λέγοντας: «Στην αλληλουχία αυτών των επάλληλων κρίσεων βρήκαν πολλοί την ευκαιρία να αμφισβητήσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία στο όνομα ενός νέου εθνοκεντρικού προστατευτισμού. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι μια παραλλαγή της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση και υποκινεί την εσωστρεφή αναδίπλωσή μας στη δήθεν εθνική ασφάλεια».
Η Κ. Σακελλαροπούλου, πρόεδρος του τείχους του Έβρου, θέτει τα ερωτήματα για τη δημοκρατία στην εποχή μας: λαϊκή βούληση απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, τα δικαιώματα των μειοψηφιών απέναντι στη τυραννία της πλειοψηφίας, θεσμικά αντίβαρα, διάκριση των εξουσιών και συνταγματικότητα απέναντι στη λαϊκή κυριαρχία, φιλελεύθερη δημοκρατία και παγκοσμιοποίηση απέναντι στον ευρωσκεπτικισμό και στον εθνοκεντρικό προστατευτισμό. Η «δημοκρατία» της είναι εχθρική απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία και κυριαρχία, δέσμια των αγορών και των υπερεθνικών καπιταλιστικών μηχανισμών με τα ανεξέλεγκτα «θεσμικά αντίβαρά» τους αλλά καμώνεται πως προστατεύει τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Η «κυβερνώσα αριστερά» τοποθετείται στα ερωτήματα αυτά, συγχωνευόμενη με την φιλελεύθερη πτέρυγα φιλοδοξώντας έτσι να φράξει το δρόμο στην ακροδεξιά.
Κυβερνώσα Αριστερά: «Άλλα λόγια», ίδια γεύση
Η μάχη των συμβόλων εντός του πλαισίου της κυρίαρχης πολιτικής
Η «κυβερνώσα αριστερά», έχοντας παραιτηθεί από την οποιαδήποτε σύγκρουση με τα αστικά συμφέροντα και τους μηχανισμούς τους, επενδύει όπως είδαμε μόνο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό. Η δημοκρατική αντιπολίτευση που κάνει περιορίζεται στην άμβλυνση των πιο ακραίων κατασταλτικών, βάρβαρων και «αντιδημοφιλών» εκδηλώσεων του αστικού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Για παράδειγμα στο ζήτημα των υποκλοπών ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν έθεσε -καθώς ο ίδιος έχει συμβάλλει σ’ αυτό- το ζήτημα των παρακολουθήσεων δεκάδων χιλιάδων πολιτών κάθε χρόνο από την ΕΥΠ νομότυπα, αλλά επικεντρώνεται στην παρακολούθηση λίγων βουλευτών, ευρωβουλευτών και πολιτικών υποδεικνύοντας στους πολίτες ότι αυτό το θέμα σ’ αυτή του τη διάσταση θα ‘πρεπε να τους απασχολεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο (πχ. από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ελληνική εμπλοκή μέσω ΝΑΤΟ, βάσεων και λιμανιών).
Μαζί με τη φιλελεύθερη αστική πτέρυγα (όταν δεν συγχωνεύεται μαζί της) προβάλλει το ένα ή το άλλο επιμέρους δικαίωμα για τη μία ή την άλλη κατηγορία του πληθυσμού, ξεκομμένα από τα κοινωνικά δικαιώματα της εργαζόμενης πλειονότητας, και το κοινωνικό ζήτημα γενικότερα. Προτάσσει ένα θεσμικό, κρατικό αντιρατσισμό, αντιφασισμό και αντισεξισμό. Εγκαταλείποντας το πεδίο της «οικονομίας» καταφεύγει συνήθως στο πεδίο των συμβόλων, των λέξεων, της ορολογίας, της πολιτικής ορθότητας και της «συμπερίληψης». Έτσι οι δύο προοδευτικές κυβερνήσεις της Χιλής και της Κολομβίας, την ίδια στιγμή που στα οικονομικά υπουργεία έχουν μέλη προηγούμενων κυβερνήσεων και γενικά ανθρώπους εμπιστοσύνης των τραπεζών και των οικονομικών ελίτ, φροντίζουν να περιλαμβάνουν εκπροσώπους της ιθαγενικής και αφροκολομβιάνικης μειονότητας. Έχοντας παραιτηθεί από την προσπάθεια να αλλάξουν την κοινωνική κατάσταση των εργαζόμενων και των φτωχών -μαζί και των μειονοτήτων- δίνουν την ανέξοδη μάχη των συμβολισμών.
Εργατική πολιτική και καθολική απελευθέρωση
Για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα καθώς και την αντικαπιταλιστική αριστερά οι δημοκρατικές διεκδικήσεις και η απόκρουση της ακροδεξιάς και του κρατικού αυταρχισμού, από όποια αστική πτέρυγα κι αν προέρχεται, δεν μπορούν να περιορίζονται στην αντικατασταλτική πάλη και στην περιφρούρηση των τυπικών κανόνων της αστικής δημοκρατίας και του συντάγματος. Συνδέοντας τη δημοκρατία με το ψωμί, στοχεύουν στην καρδιά του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού που είναι η άνευ όρων υποταγή στις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Επομένως επιδιώκουν την ανατροπή της ανεξέλεγκτης εξουσίας των εθνικών και υπερεθνικών καπιταλιστικών κέντρων. Η έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι άμεσοι δημοκρατικοί στόχοι, όχι «εθνικού απομονωτισμού» αλλά λαϊκής κυριαρχίας.
Η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά υπονομεύει τον εργοδοτικό δεσποτισμό, το διευθυντικό δικαίωμα που καταδυναστεύει τους εργαζόμενους στο χώρο εργασίας και παλεύουν ενάντια στην ανεργία και στη φτώχια που τους καταδυναστεύουν συνολικά. Δεν τσιμπάνε στα διλήμματα της αστικής πολιτικής, απορρίπτουν τόσο τη (νεο)φιλελεύθερη πτέρυγα της ελευθερίας της αγοράς, του κοσμοπολιτισμού, του ορθολογισμού των οικονομικών δεικτών, του θεσμικού, κρατικού αντιφασισμού και αντιρατσισμού, όσο και την «επιστροφή στις ρίζες» του σκοταδιστικού ανορθολογισμού, του εθνικισμού, ρατσισμού και σεξισμού και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
Επιδιώκουν να αλλάξουν τα πράγματα και όχι τις λέξεις, να βελτιωθεί πραγματικά η ζωή της εργαζόμενης πλειονότητας και κάθε μειονότητας και κοινωνικής ομάδας εντός της, ανεξαρτήτως εθνότητας, θρησκείας, χρώματος και φύλου. Οι αξίες, οι ιδέες, η ισότητα, οι ελευθερίες και η δημοκρατία αν δεν διαπερνούν τον τρόπο που ζουν και παλεύουν οι εργαζόμενοι άνθρωποι στην υλική τους πραγματικότητα είναι απλά προσχήματα.