Το Περφορατέρ, το πρώτο μυθιστόρημα του Αποστόλη Καπαρουδάκη, (Εκδόσεις: You May Say 2022), είναι ένα σκληρό βιβλίο. Ενίοτε αβάσταχτα κυνικό, αλλά με τη λανθάνουσα τρυφερότητα που βγάζει το μάλωμα του κολλητού σου.
Ο Αποστόλης Καπαρουδάκης γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και από το 1989 εργάζεται ως δημοσιογράφος. Αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα… γράφει λιτά και ταπεινά το βιογραφικό σημείωμα στο βιβλίο. Να συμπληρώσουμε ότι ο Αποστόλης Καπαρουδάκης, πέρασε από το περιοδικό Μετρό στα τέλη του 90, από το ραδιόφωνο του Μελωδία, αλλά και από την Τσιάπας στο Μεξικό το 1998, λίγο μετά την εξέγερση των Ζαπατίστας, από εφημερίδες, εκπομπές και δημοσιογραφικά εγχειρήματα, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 2000 έφτιαξε το Radiobubble, το πρώτο συνεργατικό ανεξάρτητο διαδικτυακό ραδιόφωνο, ανοιχτό σε όλους, για τη δημοσιογραφία των πολιτών, όπως έλεγε.
Είναι μια νουάρ φάρσα, μια μαύρη κωμωδία, με μπόλικο σουρεαλισμό αλλά και με βαθύ, αφοπλιστικό ρεαλισμό που σκάβει και καταγράφει τα τελευταία 40 χρόνια της ελληνικής κοινωνίας. Η υπόθεση φαίνεται απλή και οι πρωταγωνιστές είναι τρεις. Ένας δημοσιογράφος, ένας καναλάρχης κι ένας αστυνομικός. Ο ώριμος ηλικιακά αλλά άνεργος δημοσιογράφος, ο Ευάγγελος Αρναούτης, με δυσκολία κλείνει ένα ραντεβού με τον διευθυντή ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Flash Channel, κύριο Κανίστρα, προς ανεύρεση δουλειάς. Στο ραντεβού γρήγορα καταλαβαίνει –για ακόμα μία φορά– ότι αλλιώς αντιλαμβάνεται τη δημοσιογραφία ο ίδιος και αλλιώς ο κύριος Κανίστρας. Φεύγοντας από το γραφείο του διευθυντή ειδήσεων και αφού δουλειά δεν βρίσκει πάλι, αποφασίζει να τον εκδικηθεί. Αντιλαμβάνεται τον τρόμο που προκαλούν οι κατσαρίδες στον Κανίστρα και την άλλη μέρα επιστρέφει μεταμφιεσμένος και ρίχνει μερικές κατσαρίδες μέσα στο αυτοκίνητό του.
Η ιστορία του Ευάγγελου αποδομεί το σύστημα (media, ΕΛΑΣ, κυβέρνηση) στα όρια της γελοιοποίησής του
Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Ευάγγελος: «Ήταν ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Είχε κάνει κάτι που ονειρευόταν από παιδί: είχε εκδικηθεί. Ήταν πλέον ένας τιμωρός. Εντάξει, δεν είχε τρελαθεί, δεν ήταν κι ο Ζορό. Δεν ήταν όμως πια και το παροιμιώδες ανθρωπάκι που τα κατάπινε όλα αμάσητα. Δεν ήταν πλέον ο μικροαστός μαλάκας που έσκυβε πάντα το κεφάλι». Η ενέργεια του Ευάγγελου εκλαμβάνεται ως τρομοκρατική ενέργεια από τα τσακάλια των ειδήσεων και εκεί αρχίζει το πανηγύρι. Με μαύρο και πολύ τρυφερό χιούμορ, που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, ο Αποστόλης μιλάει για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση που όλοι βιώσαμε από το 2010 μέχρι σήμερα. Για τα μνημόνια, τη Χρυσή Αυγή, για το πώς ολόκληρες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποιήθηκαν, για το πώς έφυγαν για να δουλέψουν στο εξωτερικό όσοι μπορούσαν, για όσα πούλησαν στον κόσμο Αρχές και τηλεοράσεις στη διάρκεια της καραντίνας, για τους έρωτες που παλεύουν με την άχαρη καθημερινότητά μας. Όπως λέει ο Ευάγγελος: «Στην πρώτη αλλά ειδικά στη δεύτερη καραντίνα, άρχισαν όλοι να αναρωτιούνται έντονα πώς τα καταπίνει ο κόσμος όλα αμάσητα. Όλο απορία ρωτούσαν ο ένας τον άλλον: “Και δεν υπάρχει αντίδραση γι΄αυτό;”, “και δεν υπάρχει αντίδραση για εκείνο;” Στις εννιά το βραδάκι όλοι στο σπιτάκι τους. Στις επτά το πρωί όλοι σαν τις σαρδέλες στα λεωφορεία».
Η ιστορία του Ευάγγελου αποδομεί το σύστημα (media, αστυνομία, κυβέρνηση) στα όρια της γελοιοποίησης, καθώς όλοι αυτοί οι μηχανισμοί μετατρέπουν μια ενέργεια-φάρσα ενός άνεργου δημοσιογράφου με… κατσαρίδες και.. περφορατέρ, σε τρομοκρατική ενέργεια και σε αντάρτικο πόλεων. Αλλά ο Ευάγγελος δεν βγάζει τη γλώσσα μόνο στην εξουσία και τη δημοσιογραφία, βγάζει τη γλώσσα σε όλους — και σε όσους κάθονται στο διπλανό κάθισμα του λεωφορείου, αν και σε αυτούς δίνει κι ένα φιλικό γεμάτο κατανόηση χτύπημα στον ώμο.
Μιλάει και στους αριστερούς και για την Αριστερά, την οποία βλέπει σαν ποίημα κι όχι σαν μια οικονομική εξίσωση. Όπως λέει και ο ίδιος ο Αποστόλης, το alter ego του Ευάγγελου, στην Αριστερά αυτά τα χρόνια όλο για οικονομικούς δείκτες μιλάνε, λες και εμπνεύστηκε ποτέ κανείς από μια καμπύλη αύξησης των επενδύσεων για να αλλάξει τον κόσμο.