Παναγιώτης Ξοπλίδης
Η εκλογή του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα ως προέδρου της Βραζιλίας σε βάρος του ακροδεξιού Μπολσονάρου, με όχημα έναν ευρύ συνασπισμό με αστικές και αριστερές δυνάμεις, προβάλλεται από ορισμένες πλευρές ως παράδειγμα προς μίμηση. Τι συμβαίνει πραγματικά;
Η οριακή νίκη του Λούλα στις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας έναντι του ακροδεξιού Μπολσονάρου προκάλεσε έντονη συζήτηση στην Αριστερά διεθνώς, με την προοπτική «μετώπων της δημοκρατίας» σε διάφορες χώρες, ώστε να ηττηθούν ο τραμπισμός, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά και οι «δυνάμεις του αυταρχισμού». Η συζήτηση αυτή είναι βέβαια επιλεκτική, καθώς η πρόσφατη ήττα της προοδευτικής συνταγματικής αλλαγής στη Χιλή πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στο παγκόσμιο «αριστεροχώρι», αν και αφορούσε τη στρατηγική ήττα όχι ενός δημοψηφίσματος, αλλά μιας ρεφορμιστικής διαχειριστικής λογικής που ηγεμόνευσε σε μια συγκλονιστική λαϊκή εξέγερση, αλλά και μιας ευρείας συμμετοχικής πολιτικής διαδικασίας που προβλήθηκε ως υπέρβαση ακόμα και του κοινοβουλευτισμού.
Το βασικό λάθος είναι ότι η συζήτηση γίνεται συνήθως χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, με αποτέλεσμα να παράγονται συνταγές που θα μαγειρευτούν (με άλλα υλικά) σε χώρες οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με τη βραζιλιάνικη κοινωνία. Εκεί οι εργαζόμενοι και τα φτωχότερα στρώματα αισθάνονται ανακουφισμένοι με την ήττα του Μπολσονάρου, αν και ο μπολσοναρισμός κάθε άλλο παρά υποχώρησε. Μέσα σε μερικές εβδομάδες εξαφάνισε διψήφιες δημοσκοπικές διαφορές, επικράτησε στις βουλευτικές εκλογές και στις μεγαλύτερες πολιτείες, ενώ κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους του κατά 6 εκατομμύρια σε σχέση με τον πρώτο γύρο (έναντι μιας πολύ μικρότερης αύξησης κατά 2,6 εκατομμύρια του Λούλα). Όλα αυτά, ενώ είχε προηγηθεί μια προεδρική θητεία που χαρακτηρίστηκε από φασιστική ρητορική, ακραία καταστολή κοινωνικών κινημάτων, νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική και εγκληματική διαχείριση της πανδημίας με 700.000 νεκρούς.
Η βραζιλιάνικη κοινωνία είναι πολωμένη, με ταξικές αντιθέσεις βαθύτερες και από τις γειτονικές λατινοαμερικάνικες χώρες, καθώς 33 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι υποσιτίζονται. Ο Μπολσονάρου ψηφίστηκε από τα πιο οπισθοδρομικά και θρησκόληπτα στρώματα της χώρας, ενώ έχει την υποστήριξη των καπιταλιστών της αγροδιατροφής (ενός τομέα που αντιπροσωπεύει το 22% του ΑΕΠ της Βραζιλίας και το 40% των εξαγωγών της χώρας). Η νίκη του σε περιοχές όπου σημειώνεται ραγδαία περιβαλλοντική καταστροφή στο όνομα της «ανάπτυξης», δείχνει ότι ο τρόπος που η Δύση και τα διεθνή ΜΜΕ προβάλλουν τις ειδήσεις που σχετίζονται με αυτό το θέμα ελάχιστη σχέση έχει με όσα βιώνει ο βραζιλιάνικος λαός.
Ο Λούλα εγκατέλειψε κάθε ταξική αναφορά και αριστερό περιεχόμενο που θα συσπείρωναν την εργατική τάξη και τις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες
Από την άλλη πλευρά, ο Λούλα, έχοντας ήδη δύο προεδρικές θητείες φθοράς (κάτι που «παραδόξως» επίσης «ξεχνιέται» από ορισμένες αριστερές δυνάμεις), εγκατέλειψε πλέον κάθε ταξική αναφορά και αριστερό περιεχόμενο που θα μπορούσαν να συσπειρώσουν την εργατική τάξη και τις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Η προεκλογική εκστρατεία έγινε στο πεδίο των «αξιών» και για θέματα όπως διαφθορά, η εγκληματικότητα, η θρησκεία, η οικογένεια, οι εκτρώσεις. Η ακροδεξιά ατζέντα κυριάρχησε έτσι συνολικά, όπως γίνεται και στις ΗΠΑ και στις ευρωπαϊκές χώρες, ανεξαρτήτως των διαφορετικών πολιτικών θεσμών και δεδομένων. Ο Λούλα προχώρησε και σε μια συμμαχία χωρίς αρχές με το πολιτικό και καπιταλιστικό κατεστημένο, με κεντρικό τον ρόλο του αντιπροέδρου του, Τζεράλντο Αλκμίν. Ο Αλκμίν, ήταν ο αρχηγός του βασικού κόμματος της βραζιλιάνικης αστικής τάξης, του PSDB, ενώ πρωταγωνίστησε στην καθαίρεση της Ντίλμα Ρούσεφ το 2016 σε ένα συνταγματικό πραξικόπημα που άνοιξε στη συνέχεια τον δρόμο στον μπολσοναρισμό.
Παρά τους φόβους για αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, ο Μπολσονάρου σταμάτησε τις διαμαρτυρίες των ακροδεξιών οπαδών του και αναγνώρισε την ήττα του, πιθανότατα υπό την πίεση της άρχουσας τάξης που δεν επιθυμεί αστάθεια, αλλά και του διεθνούς ιμπεριαλισμού εν μέσω πολέμου και παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Ο Λούλα σε προεκλογική επιστολή «για τη Βραζιλία του αύριο», μιλάει για δημοκρατία και ελευθερία σε συνδυασμό με δημοσιονομική υπευθυνότητα, μείωση του δημόσιου χρέους και βιώσιμη ανάπτυξη. Ακόμα και οι ήπιες σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές των δύο πρώτων θητειών του (οι οποίες ήταν εφικτές λόγω των υψηλών τιμών των πρώτων υλών εκείνη την περίοδο), έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς το οριακό εκλογικό αποτέλεσμα ενισχύει περισσότερο την πίεση για ακόμα πιο επώδυνους συμβιβασμούς.
Ενσωμάτωση της Αριστεράς, αφωνία των συνδικάτων
Την ώρα που εκδηλώνονται οι πιέσεις για συμβιβασμούς δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή καμία αντίρροπη πίεση υπεράσπισης των εργαζομένων. Ακόμα και η αντιδραστική θητεία του Μπολσονάρου ολοκληρώθηκε χωρίς αντιστάσεις, καθώς το σύνολο της αριστεράς (από τα κομμουνιστικά κόμματα μέχρι την αριστερή διάσπαση του Εργατικού Κόμματος, το PSOL) εντάχθηκε πλήρως στην εκλογική συμμαχία του Λούλα, αναμένοντας τις κάλπες. Το ίδιο έκαναν και τα ελεγχόμενα συνδικάτα, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα, που σε μεγάλο βαθμό σίγησαν τα τελευταία χρόνια στους ρυθμούς της εκλογικής αναμονής. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι τελικά είναι αδύνατο να ηττηθεί πραγματικά η ακροδεξιά και πολύ περισσότερο να αντιστραφεί η πορεία της αντιλαϊκής πολιτικής, χωρίς την ανεξάρτητη οργάνωση των εργαζομένων και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η γειτονική Αργεντινή δίνει παραδείγματα μιας άλλης κατεύθυνσης, όχι μόνο με την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αλλά και με την δημιουργία ισχυρών δομών εργατικής πολιτικής. Κάθε περίπτωση είναι φυσικά ξεχωριστή και η αγχώδης μεταφορά «συμπερασμάτων», όπως βολεύουν εγχώρια σενάρια «δημοκρατικών μετώπων», είναι προβληματική.
Τα συγχαρητήρια τους στον Λούλα, έδωσαν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΜΕΡΑ25, αλλά ακόμα και η ΛΑΕ, αν και ο καθένας δηλώνει θεωρητικά διαφορετικούς πολιτικούς σχεδιασμούς στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Η ταύτιση του Μητσοτάκη με τον Μπολσονάρου είναι το κοινό τους σημείο, παραβλέποντας ότι η ακροδεξιά δεν είναι κάποια θεσμική παρέκκλιση, αλλά επιλογή των αρχουσών τάξεων. Η συμμαχία με αυτές (όπως έκανε ο Λούλα) στόχο έχει τελικά την εκτόνωση των λαϊκών αντιδράσεων και την προσωρινή λύση πολιτικών αδιεξόδων στο σαθρό έδαφος μιας κρίσης χωρίς προηγούμενο εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο πόλεμος και η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών λίγα περιθώρια αφήνουν, καθώς ακόμα και η ροζ παλίρροια της Λατινικής Αμερικής ξεθωριάζει με την ανάμειξή της στις σκούρες πολιτικές συμμαχίες ταξικής συνεργασίας και αδύνατης τελικά ταξικής ειρήνης.
Δημοσιεύθηκε στο Πριν στις 12-11-2022