Αιμιλία Τσαγκαράτου
▸Σε νέο «Βατερλό» για το υπουργείο Παιδείας εξελίχθηκαν οι ηλεκτρονικές εκλογές για την ανάδειξη αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Παράλληλα, τα μεγάλα ποσοστά αποχής των εκπαιδευτικών αποτέλεσαν και ένα ηχηρό μήνυμα ανυπακοής σε ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥ/ΠΕΚ και ΔΙΚΤΥΟ/ΣΥΝΕΚ.
Στις 5 Νοέμβρη οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έδωσαν ένα ηχηρό μήνυμα αντίστασης και ανυπακοής για ακόμα μια φορά απέναντι στην πολιτική του υπουργείου Παιδείας και των συνοδοιπόρων του ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥ/ΠΕΚ, ΔΙΚΤΥΟ/ΣΥΝΕΚ σε ΔΟΕ και ΟΛΜΕ με τα μεγάλα ποσοστά αποχής από τις ηλεκτρονικές εκλογές για την ανάδειξη αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Ακόμα και με τα στοιχεία του ίδιου του υπουργείου, η συμμετοχή για το ΚΥΣΠΕ (το κεντρικό υπηρεσιακό συμβούλιο στην πρωτοβάθμια) ήταν μόλις 33,79% ενώ για το ΚΥΣΔΕ (το αντίστοιχο της δευτεροβάθμιας) ήταν 34,06%. Στα μεγάλα αστικά κέντρα η αποχή ήταν πολύ μεγάλη, σε ποσοστά άνω του 75%.
Χαρακτηριστικά, στην Αττική, στην πρωτοβάθμια κυμάνθηκε στο 85%, στον Πειραιά στο 90%… Μνημείο όμως στην ιστορία της εκπαίδευσης θα μείνει η πρώτη ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας το βράδυ του Σαββάτου (2/11) που «χαιρέτισε τους εκπαιδευτικούς που ψήφισαν, οι οποίοι ήταν υπερτριπλάσιοι από εκείνους που ψήφισαν το 2020!!» (εδώ να θυμίσουμε ότι το 2020 υπήρχαν ομόφωνες αποφάσεις των ομοσπονδιών για αποχή, με αποτέλεσμα τότε να φτάσει το 95%!).
Η κυβέρνηση με τους διοικητικούς μηχανισμούς της και οι δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, βλέποντας στη διάρκεια της μέρας της ψηφοφορίας ότι δεν υπήρχε η συμμετοχή που προσδοκούσαν, προχώρησαν σε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις: δεν επέτρεπαν στα σωματεία να παρακολουθήσουν τη διαδικασία –στην περίπτωση της Β΄ Αθήνας στην πρωτοβάθμια επιστρατεύτηκε ακόμα και η αστυνομία–, έδιναν τρίωρες παρατάσεις(!) για την ψηφοφορία (ήταν… μεγάλες οι ουρές έξω από τους υπολογιστές), έστελναν μέιλ και μηνύματα όλο το απόγευμα του Σαββάτου για να πείσουν συναδέλφους/ισσες να ψηφίσουν, έλεγαν σε αναπληρωτές και νεοδιόριστους ότι αν δεν ψηφίσουν δεν θα μονιμοποιηθούν ή δεν θα επαναπροσληφθούν! Όσα βρόμικα μέσα όμως κι αν χρησιμοποίησαν, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών τους γύρισε την πλάτη.
Το ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών δεν συμμετείχε σε αυτή τη διαδικασία δεν έχει να κάνει μόνο με την καταδίκη της διαδικασίας των ηλεκτρονικών εκλογών. Έχει να κάνει με τη συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση που υπάρχει στον κόσμο της εκπαίδευσης για την προσπάθεια διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης, της επιβολής της αξιολόγησης, της εντατικοποίησης, της κατηγοριοποίησης, της «αριστείας» και της επιχειρηματικότητας. Εκφράζει σε ένα βαθμό και την οργή που υπάρχει για την συνολικότερη επιδείνωση των όρων ζωής του κόσμου της εργασίας.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα η αποχή ήταν πολύ μεγάλη, σε ποσοστά άνω του 75%
Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικοί αρνούνται την πολιτική διάλυσης των σωματείων και των συλλογικών τους διαδικασιών, όπως εκφράζεται με τις απανωτές προσφυγές της κυβέρνησης στα δικαστήρια για τις απεργίες ενάντια στην αξιολόγηση, την κατάργηση των συνδικαλιστικών αδειών για τη διεξαγωγή των γενικών συνελεύσεων και των εκλογικών διαδικασιών των σωματείων, την προσπάθεια επιβολής νέων ιεραρχικών μοντέλων ακόμα και μέσα στο ίδιο το σχολείο με τους διαβόητους μέντορες-συντονιστές. Επίσης, γύρισαν την πλάτη στους θλιβερούς κυβερνητικούς συνοδοιπόρους τους στις ομοσπονδίες, οι οποίοι έχασαν πολλές χιλιάδες ψήφους σε σχέση με την τελευταία φορά που έγιναν δια ζώσης οι αντίστοιχες εκλογές το 2018.
Το μάχιμο κομμάτι του εκπαιδευτικού κινήματος, με τα 49 σωματεία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τις 37 ΕΛΜΕ στη δευτεροβάθμια, ήταν ένας σημαντικός πολιορκητικός κριός απέναντι στην πολιτική των δυνάμεων αυτών, οι αποφάσεις τους και ο αγώνας που έδωσαν λειτούργησε πολλαπλασιαστικά, έδωσε αέρα ακόμα σε περιοχές που τα ΔΣ των σωματείων και των ΕΛΜΕ δεν είχαν πάρει απόφαση για αποχή από τις ψευδοεκλογές. Ο συντονισμός των 37 ΕΛΜΕ στη δευτεροβάθμια, που έγινε κόντρα στην πραξικοπηματική αναβολή της Γενικής Συνέλευσης των Προέδρων, όπως παλιότερα ο συντονισμός των 77 σωματείων ενάντια στην αξιολόγηση, αφήνει παρακαταθήκη για το πώς πρέπει να πάει το εκπαιδευτικό κίνημα κόντρα στην υποταγή του κυβερνητικού συνδικαλισμού, ενώ πρέπει να επιδιώκει πανεκπαιδευτικά χαρακτηριστικά για τον αγωνιστικό σχεδιασμό.
Στις 5 Νοέμβρη, νίκησαν τα σωματεία, οι ζωντανές συλλογικές διαδικασίες του εκπαιδευτικού κινήματος, η γραμμή της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης και με την κυβερνητική πολιτική αλλά και με την γραμμή των ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥ/ΠΕΚ, ΔΙΚΤΥΟΥ/ΣΥΝΕΚ που δείχνουν να μην έχουν πραγματική επαφή με τις διαθέσεις του κλάδου των εκπαιδευτικών. Οι «αιρετοί» που εκλέχτηκαν δεν έχουν τη νομιμοποίησή μας, δεν μας εκπροσωπούν. Ο αγώνας για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου συνεχίζεται, ένας πρώτος σταθμός ήταν η απεργία στις 9 Νοέμβρη όπως φάνηκε από τη μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε αυτή.
ΓΕΜΗΣΟΕ: Απόφαση κόντρα στην κυβέρνηση
Εμπόδιο για την κυβέρνηση αποτελεί η απόφαση (υπ’ αριθμόν 2175/2022) του επταμελούς Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) σχετικά με την υποχρέωση εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ) του νόμου Χατζηδάκη. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματικές κάποιες διατάξεις της σχετικής υπουργικής απόφασης και παραπέμπει το ζήτημα στην ολομέλεια του ΣτΕ λόγω «μείζονος σπουδαιότητας». Στο ΣτΕ είχε προσφύγει το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας (ΕΚΑ) μαζί με το Σωματείο Εργαζομένων στην ACS.
Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, συγκεκριμένες διατάξεις για το ΓΕΜΗΣΟΕ προσβάλλουν τον πυρήνα της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας καθώς και το δικαίωμα των προσωπικών δεδομένων. Ξέχωρα όμως από την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, ήδη αρκετά εργατικά σωματεία έχουν αρνηθεί την εγγραφή τους στο ΓΕΜΗΣΟΕ καθώς και την αποστολή των προαπαιτούμενων στοιχείων. Η μάχη για τη συνολική κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη και όλων των αντεργατικών νόμων θα δοθεί από το εργατικό κίνημα στους δρόμους και όχι στις δικαστικές αίθουσες…