Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Δημοσιεύματα για τις υποκλοπές δημιούργησαν μεγάλη κινητικότητα
Αποκαλυπτική για τον βαθμό διασύνδεσης και αλληλεξάρτησης, όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά συνολικά του αστικού πολιτικού σκηνικού με το εγχώριο κεφάλαιο, ήταν η εβδομάδα που διανύσαμε. Μια εβδομάδα που στην πολιτική αντιπαράθεση κυριάρχησε η σκανδαλολογία. Είτε αυτή αφορά τις υποκλοπές είτε τις δραστηριότητες του Ανδρέα Πάτση. Η εβδομάδα αυτή ξεκίνησε με δύο έντυπα του Ομίλου Μαρινάκη, Τα Νέα και Το Βήμα να έχουν πρωτοσέλιδα χτυπήματα για την υπόθεση των υποκλοπών. Δύο εφημερίδες που με συνέπεια στηρίζουν επί 2,5 χρόνια την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατήγγειλαν (ούτε λίγο, ούτε πολύ) πως ένας παρα-μηχανισμός στο Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούσε ακόμη και υπουργούς, δίχως να αναφέρουν ονόματα, ενώ περιέγραψαν τον πρώην γραμματέα του Μεγάρου Μαξίμου, Γρηγόρη Δημητριάδη ως τη «γέφυρα», ώστε να εγκατασταθούν στην Ελλάδα οι εταιρίες που εμπορεύονται το λογισμικό παρακολούθησης «Predator». Αιφνιδιαστικά, λοιπόν, ένας επιχειρηματικός όμιλος γνωστός για τις καλές του σχέσεις με τη Νέα Δημοκρατία εμφανίστηκε να… στρέφεται εναντίον της. Αν και τέτοια δημοσιεύματα υιοθέτησαν μόνο οι δύο συγκεκριμένες εφημερίδες, σε αντίθεση με άλλα ΜΜΕ του Ομίλου Μαρινάκη ή της επιρροής του που παρέμειναν στη γνωστή «φιλοκυβερνητική» γραμμή.
Η εξέλιξη αυτή δεν άφησε καθόλου αδιάφορη την αντιπολίτευση. Αντιθέτως, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να δηλώσουν με ανακοινώσεις τους πως τα δημοσιεύματα επιβεβαιώνουν τις κατηγορίες που εδώ και μήνες εκτοξεύουν προς την κυβέρνηση. Δηλαδή τη χρήση ενός μηχανισμού ευρείας παρακολούθησης πολιτικών προσώπων. Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε ερώτηση προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Βουλή, το κείμενο της οποίας «έκλεινε» με έμμεση αναφορά στον πρώην πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή.
Η παρασκηνιακή φημολογία σχετικά με τον λόγο που ο Όμιλος Μαρινάκη προχώρησε σε αυτή την κίνηση, σχετίζεται με την πιθανότητα να τέθηκε υπό παρακολούθηση πολιτικό πρόσωπο εντός του Μ. Μαξίμου που έχει επαφές με τον όμιλο.
Σε κάθε περίπτωση, το ουσιώδες συμπέρασμα είναι πως ακόμη και ένα απλό… «γρύλισμα» ενός από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας, αρκεί για να «ανακατέψει» την τράπουλα στο πολιτικό σκηνικό. Τα επιτελεία των κομμάτων της αστικής διαχείρισης αντέδρασαν στο σύνολό τους. Το κυβερνητικό για να «απορροφήσει» τους κραδασμούς και τα αντιπολιτευτικά για να εκμεταλλευθούν τυχόν αντιθέσεις και (γιατί όχι;) να μπουν σε διαδικασίες αλλαγής ισορροπιών. Ανάλογα φαινόμενα, άλλωστε, έχουμε δει και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν η Καθημερινή του ομίλου Αλαφούζου υπαινίχθηκε την παρακολούθηση 8 πολιτικών προσώπων.
Ανάλογα στοιχεία έχει –σε μικρότερο βαθμό– και η υπόθεση του Ανδρέα Πάτση. Η υπόθεση αυτή, περάν από το προφανές ενός συστήματος απομύζησης του δημοσίου χρήματος, ανέδειξε και άλλες αντιθέσεις. Είτε αυτές που μαίνονται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, όπου τμήματα του εγχώριου κατεστημένου «κοντράρονται» με τα funds του εξωτερικού για την «λεία» των κατεστραμμένων από την οικονομική κρίση. Είτε αυτές που υπάρχουν στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, Όλες οι προαναφερόμενες αντιπαραθέσεις καθόλου άσχετες δεν είναι με την αβεβαιότητα που υπάρχει για τη νέα συνθήκη αστικής διαχείρισης. Αυτή που θα κριθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023.