Γιώργος Παυλόπουλος
Τι μένει εάν αφαιρεθούν τα εντυπωσιακά σκηνικά, η φωτογραφία, οι τεχνικές λήψης, ο καταιγιστικός ρυθμός και η διαρκής ένταση; Ποιο είναι το μήνυμα και το αποτύπωμα που αφήνει στον θεατή η ταινία μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους; Τι θα συζητήσει η παρέα αμέσως μετά, όταν βρεθεί σε ένα μπαράκι ή ένα σπίτι για το γνωστό «after»;
Στην ταινία Αθηνά (Athena) του Ρομέν Γαβρά –γιου του γνωστού σκηνοθέτη, ο οποίος επιχειρεί να χαράξει τη δική του διαδρομή εδώ και αρκετά χρόνια– τα ερωτήματα αυτά οδηγούν είτε σε ένα μεγάλο κενό είτε, ακόμη χειρότερα, σε ένα αίσθημα αγανάκτησης για το «μήνυμα» που στέλνει. Ένα μήνυμα που μπορεί για ορισμένους να είναι δυσδιάκριτο και για πολλούς να συμπυκνώνεται μόνο στην τελευταία σκηνή, που «ξεπλένει» την (γαλλική) αστυνομία από τις σχέσεις της με την Ακροδεξιά, όμως δίνει το «παρών» σε κάθε λεπτό της ταινίας.
Η δολοφονία ενός ανήλικου Αλγερινού από «κάποιους» με αστυνομικές στολές μετατρέπει το (φανταστικό) συγκρότημα της «Athena» σε εστία εξέγερσης, όπου χιλιάδες οργισμένοι νέοι ζητούν εκδίκηση και τιμωρία των ενόχων. Τα τρία αδέλφια του μικρού είναι εξαρχής οι βασικοί πρωταγωνιστές, αποτυπώνοντας τους δρόμους που ουσιαστικά έχουν να ακολουθήσουν οι νέοι μετανάστες: της εγκληματικότητας, που εκφράζεται στο πρόσωπο του Μοκτάρ, της ενσωμάτωσης, την οποία αντιπροσωπεύει ο στρατιώτης Αμπντέλ ‒ο οποίος μάλιστα έχει μόλις γυρίσει από μια αποστολή στο Μάλι‒, και της τυφλής εξέγερσης, της οποίας ηγείται ο Καρίμ.
Οι τρεις τους εντάσσονται και ανήκουν οργανικά, ο καθένας με τον τρόπο του, στο κοινωνικό περιθώριο, αυτό που τελικά τους κάνει να μην ακούν ή να απαρνιούνται τη φωνή της λογικής – είτε αυτή προέρχεται από την απεγνωσμένη μάνα που νιώθει να κινδυνεύει η ζωή των παιδιών της είτε από τους φιλήσυχους κατοίκους της «Ατένα», οι οποίοι τελικώς αναγκάζονται να την εκκενώσουν, είτε από την ίδια την αστυνομία, η οποία επαναλαμβάνει ότι δεν έχει σχέση με τη δολοφονία του μικρού και υπόσχεται έρευνα και διαλεύκανση.
Η δολοφονία ενός ανήλικου Αλγερινού από «μπλε στολές» μετατρέπει μια περιοχή σε εστία εξέγερσης
Αναμφίβολα, οι σκηνές από τις μάχες σώμα με σώμα των νέων με τους αστυνομικούς στο κατειλημμένο συγκρότημα, όπως και η καταδρομική τους εισβολή στο αστυνομικό τμήμα θα χτυπήσουν ένα ευαίσθητο «νεύρο» πολλών θεατών. Ειδικά εκείνων που έχουν βιώσει απόπειρα εισβολής και εμπειρία σύγκρουσης στα Εξάρχεια, στου Στρέφη, στα γρασίδια του ΑΠΘ ή αλλού. Ταυτόχρονα όμως θα τους «επιβάλει» να σκεφτούν ότι και οι μπάτσοι είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με οικογένειες και παιδιά. Άνθρωποι που κάνουν τη δουλειά τους απέναντι στην προφανή παραβατικότητα – έστω και με την εξαίρεση κάποιων που συνεργάζονται μαζί της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην ταινία του Γαβρά υπάρχει και ένας τέταρτος, «κρυφός» πρωταγωνιστής. Είναι ο αστυνομικός που μοιάζει ανήμπορος, εκτελεί απλώς εντολές και τελικά φτάνει να κινδυνεύει εξίσου με τους εξεγερμένους, ικετεύοντας με το βλέμμα για τη ζωή του. Στο πρόσωπό του, όπως και σε εκείνο του επικεφαλής των Ειδικών Δυνάμεων που προσπαθεί να διασφαλίσει μια ειρηνική κατάληξη στη σύγκρουση, επιχειρείται να αποτυπωθεί το «πρόσωπο» του συνόλου των δυνάμεων καταστολής.
Θα πει, βεβαίως, κανείς ότι κάθε τέτοια κριτική προς την ταινία είναι εν μέρει άδικη, καθώς έχει ως σημείο αναφοράς Το Μίσος του Ματιέ Κασοβίτς, που κυκλοφόρησε πριν από 30 σχεδόν χρόνια. Από την άλλη, βεβαίως, υπάρχει και ο πήχης τον οποίο θέτει η σύγχρονη πραγματικότητα, γι’ αυτούς που δεν θέλουν να την παραχαράξουν χάριν του «θεάματος».