Γιώργος Κρεασίδης
Το πρώτο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη στις 31 Οκτώβρη 1940 αποτελεί για κάποιους, ακόμα και σήμερα, οδηγό για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στον πόλεμο γενικά. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει τα δύο επόμενα γράμματά του, καθώς και τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, όπως αποτυπώθηκε στο περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη (31.10.1940), θεωρείται από πολλούς μέσα στον χώρο της κομμουνιστικής αλλά και της ριζοσπαστικής Αριστεράς οδηγός για το σήμερα στην πραγματικότητα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Πολύ περισσότερο που το γράμμα αυτό θεωρείται ρίζα της γραμμής που οδήγησε στο ΕΑΜ, στο έπος της Εθνικής Αντίστασης και ως ένα βαθμό στον ΔΣΕ, στη μαζική γραμμή που επέτρεψε στο ΚΚΕ να διεκδικήσει την εξουσία με ένοπλο αγώνα, δυο φορές μέσα στη θυελλώδη δεκαετία του 1940. Γι’ αυτή την αντίληψη η φράση του Ζαχαριάδη που ζητά από τον λαό να πολεμήσει τους φασιστές εισβολείς κάτω από τη διοίκηση του δικτάτορα Μεταξά, παραπέμπει σε κάποιου είδους συστράτευση με την ελληνική κυβέρνηση στα «εθνικά θέματα», με την ταξική αντιπαράθεση να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο. Αυτή η προσέγγιση παραβλέπει κρίσιμα δεδομένα που δεν επιτρέπουν μια τέτοια αναλογία.
Καταρχάς, ο Ζαχαριάδης έγραψε άλλα δύο γράμματα που συμπληρώνουν το πρώτο και επιχειρούν να οριοθετήσουν τη γραμμή του ΚΚΕ από τις αντιφάσεις που προκύπτουν μεσοπρόθεσμα, όπως φάνηκε και από τις εξελίξεις μετά την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά. Στο πρώτο και πιο γνωστό του γράμμα καλεί σε «έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στον φασισμό του Μουσσολίνι». Ξεκαθαρίζει επίσης πως αν και τον πόλεμο «τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη», καθώς το επιστέγασμα «πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Η θέση αυτή προκάλεσε σύγχυση, σε περίοδο που η Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνής δεν είχε αποσαφηνίσει τη θέση της ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεκινούσε δεν είναι ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση, αλλά αντιφασιστικός αγώνας, όπως έκανε μετά τη χιτλερική εισβολή στην ΕΣΣΔ τον Ιούνη του 1941. Παράλληλα, η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν φυλακισμένη από το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά, το οποίο είχε στήσει μια χαφιέδικη «Προσωρινή Διοίκηση», που εξέδιδε μάλιστα και έναν πλαστό Ριζοσπάστη, ενώ οι δυνάμεις που είχαν απομείνει δρούσαν μέσα από αυτονομημένα κέντρα με πιο σημαντικό την «Παλαιά ΚΕ», που συσπείρωνε συνεπείς αγωνιστές (Κτιστάκης, Πλουμπίδης κ.ά.). Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή χαρακτήρισε το γράμμα πλαστό. Έχοντας επίγνωση όλων αυτών, ο Ζαχαριάδης επανήλθε με δυο άλλα γράμματα. Στο δεύτερο (26.11.1940) ξεκαθαρίζει ότι ο πόλεμος δεν πρέπει να εξελιχτεί με προσαρτήσεις σε βάρος της Αλβανίας, χάνοντας τον εθνικοαπελευθερωτικό του χαρακτήρα, εξέλιξη που ήταν ανοιχτή όπως φάνηκε από τα γεγονότα. Στο τρίτο γράμμα (15.1.1941) καταγγέλλει τη σοσιαλπατριωτική γραμμή της «Προσωρινής Διοίκησης» που αφήνει στο απυρόβλητο το καθεστώς Μεταξά και το σχέδιο των προσαρτήσεων. Και τα τρία γράμματα τα έγραψε όντας φυλακισμένος, ενώ το δεύτερο και το τρίτο δεν δημοσιεύτηκαν παρά μετά από χρόνια. Οι κίνδυνοι που έβλεπε ο Ζαχαριάδης από την μονοδιάστατη προσκόλληση στο πρώτο γράμμα επαληθεύτηκαν στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, αλλά και της Βάρκιζας που μετέτρεψε τα Δεκεμβριανά σε στρατηγική ήττα.
Ο πόλεμος αυτός δεν αποτέλεσε απλά μια σύγκρουση ανάμεσα στις δυο χώρες
Εν συνεχεία, είναι σημαντικό λάθος να μην λαμβάνεται υπόψη το γεγονός πως ο ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν ήταν απλά μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο χώρες. Η ιταλική εισβολή έβαλε την Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, και ταυτόχρονα απέκτησε για το διεθνές εργατικό κίνημα χαρακτήρα αντιφασιστικού αγώνα ζωής και θανάτου, καθώς και υπεράσπισης της ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν κατέληξαν αβασάνιστα στη στάση που θα κρατούσαν, η γραμμή του πρώτου γράμματος του Ζαχαριάδη ήταν η άμεση στάση. Η χιτλερική εισβολή στην ΕΣΣΔ ήταν η κρίσιμη καμπή που κατέδειξε τον χαρακτήρα του πολέμου όχι μόνο για τη σοβιετική εργατική τάξη, αλλά και το σύνολό της σε παγκόσμιο κλίμακα. Ήταν η κορυφαία σύγκρουση με τη φασιστική απειλή, σε έναν αγώνα που είχε ξεκινήσει από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο το 1936-39.
Το 1940 και ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός
Ο άδικος χαρακτήρας της σημερινής σύγκρουσης και η διεθνιστική πάλη
Το τρίτο στοιχείο αφορά τον χαρακτήρα της αντιπαράθεσης, καθώς το 1940 ο πόλεμος ξεκινά με την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, που ήταν ένα από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σκοπός της ήταν να διευρύνει την αποικιοκρατική της επέκταση στα Βαλκάνια μετά και την κατάκτηση της Αλβανίας το 1939. Στη σημερινή αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας, η σύγκρουση αφορά δυο χώρες του ΝΑΤΟ, οι αστικές τάξεις των οποίων ανταγωνίζονται για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών, των εμπορικών δικτύων και στρατηγικών θέσεων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου. Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης είναι άδικος και από τις δυο μεριές, καθώς αφορά τα άμεσα συμφέροντα των αστικών τάξεων στις δυο πλευρές του Αιγαίου, σε στενή σύνδεση μάλιστα με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο πλευρές διεκδικούν να είναι οι βασικοί ή και αποκλειστικοί τοποτηρητές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, επιδιώκοντας να φιλοξενούν στρατηγικής σημασίας βάσεις, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό.
Ούτε αυτά τα δεδομένα ούτε η επιθετικότητα των αρχουσών τάξεων στο εσωτερικό Ελλάδας και Τουρκίας μπορούν να παραγνωριστούν στο όνομα μιας δήθεν πατριωτικής γραμμής που καταλήγει σε λογικές ανοχής στον εθνικισμό, τους εξοπλισμούς, στη συμμαχία με τους ιμπεριαλιστές χάριν μιας αδέσμευτης και πραγματιστικής εξωτερικής πολιτικής. Σε τελική ανάλυση, αν κανείς αναζητά ιστορικές αναλογίες για τον χαρακτήρα των ανταγωνισμών, θα τις βρει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα επείγοντα καθήκοντα του εργατικού κινήματος είναι η διεθνιστική πάλη ενάντια στον ταξικό εχθρό στις δυο πλευρές του Αιγαίου και το κίνημα για την αποτροπή του πολέμου.