Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αναβαθμίζεται η ακροδεξιά πολιτική, εκφραζόμενη πλέον και από τα βασικά αστικά κόμματα. Ταυτόχρονα, ενισχύονται αυτοτελώς και τα ακροδεξιά κόμματα, είτε στη «σοβαρή» εκδοχή τους είτε στην ανοικτή φασιστική
Η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης στις καπιταλιστικές κοινωνίες από τη δεκαετία του 1980, μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις, οδηγεί αυτές τις κοινωνίες στη ζοφερή ιστορική στασιμότητα, όπως επιγραμματικά τη διατύπωσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα: There Is No Alternative. Αυτή η πρόβλεψη βέβαια είναι ανιστόρητη, αφού η ιστορική εξέλιξη αποδεικνύει ότι η κοινωνία εξελίσσεται διαρκώς επί τα βελτίω ή και επί τα χείρω. Αντικειμενικά, μάλιστα, η δυνατότητα κοινωνικής ανατροπής πολλαπλασιάζεται στην απάνθρωπη και ανορθολογική κοινωνία του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Eιδοποιός συνθήκη αυτού του καπιταλισμού είναι η ακροδεξιά πολιτική (κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός), την οποία υιοθετούν, με διαφορές βέβαια, τα συστημικά κόμματα όλου του φάσματος, συμπεριλαμβανομένου και του αριστερού άκρου του συστήματος, δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και του δεξιού άκρου, δηλαδή, της κυβερνώσας ακροδεξιάς.
Ο ακροδεξιός, δηλαδή άκρως αντιδραστικός και αντιλαϊκός, χαρακτήρας της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης υπαγορεύεται από την αδιάλλακτη απαίτηση των κυρίαρχων μονοπωλίων να αυξάνουν στο έπακρο την κερδοφορία τους και να εδραιώνουν την κυριαρχία τους. Η υπεραντιδραστική τάση του κεφαλαίου προκαλεί και εξηγεί τα μύρια όσα κακά πλήττουν τη σύγχρονη ανθρωπότητα: Την υπερεκμετάλλευση και την πρωτοφανή πτώχευση των λαϊκών στρωμάτων ακόμη και των πλουσίων κοινωνιών, τον ακραίο εθνικισμό, τον πρωτοφανή αυταρχισμό με αιχμή στραμμένη κατά των κινημάτων, των αγώνων, των απεργιών, την υπερενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και των μυστικών υπηρεσιών, με το σύγχρονο ηλεκτρονικό φακέλωμα, τον μονοπωλιακό έλεγχο των ΜΜΕ, για τον αποκλεισμό από αυτά των προοδευτικών κομμάτων και ιδεών, τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, την εχθρότητα και αμείλικτη καταστολή κατά των ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων, τη βάρβαρη αντιμετώπιση των μεταναστών, τον εκχυδαϊσμό του πολιτισμού για την αποχαύνωση και τον εκμαυλισμό παιδιόθεν των πολιτών.
Αυτή είναι με την ευρεία έννοια η ακροδεξιά διαχείριση της κοινωνίας, στην οποία ενέχονται, με τις διαφορές τους, όλα τα συστημικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένης και της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, ήτοι στα καθ’ ημάς του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, παρά τον αυτό το χαρακτηρισμό τους ως προοδευτικών ή και αριστερών κομμάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε μία ατάκα σε πρόσφατη συνέντευξη του Τσίπρα για τους μετανάστες, που θα τη ζήλευε και ο Βελόπουλος: «Ή θα απασχοληθούν ως εργάτες γης, όπου τους τοποθετήσουμε ή θα γυρίσουν υποχρεωτικά στις πατρίδες τους»…
Εκτός από αυτήν την ευρύτερη έννοια της ακροδεξιάς, με τη στενότερη και ακριβέστερη, βέβαια, έννοια, ακροδεξιά χαρακτηρίζεται το πιο αντιδραστικό τμήμα του πολιτικού συστήματος, που περιλαμβάνει τη φασιστική ακροδεξιά και τη συστημική ακροδεξιά (γραβατωμένη, σοβαρή, κυβερνώσα ακροδεξιά).
Τα αστικά κέντρα προωθούν κυρίως τη συστημική, νομιμοφανή ακροδεξιά, αλλά δίνουν ρόλο και στις φασιστικές ομάδες
Ενώ η φασιστική ακροδεξιά, ιδεολογικά και πολιτικά, απαξιώνεται από το σύστημα, στην πραγματικότητα αξιοποιείται στον καταμερισμό εργασίας της ακροδεξιάς συνολικά, όπως τον καθορίζουν τα κέντρα εξουσίας. Έτσι, για τη φασιστική ακροδεξιά το σύστημα σε σημαντικό βαθμό προωθεί την ενσωμάτωσή της στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους για την ένταση της επίθεσης κατά των πιο απειλητικών, για το σύστημα, μαχητικών, κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων. Παράλληλα, παρά τη δικαστική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, το σύστημα την ανέχεται ή, με διάφορα κανάλια επικοινωνίας, την προσανατολίζει, όπως και άλλες φασιστικές ομάδες, στη χρήση βίας κατά των πιο μαχητικών και επικίνδυνων για το σύστημα κινημάτων.
Το βάρος όμως του συστήματος επικεντρώνεται στη συστημική, νομιμοφανή ακροδεξιά, που έχει άμεση και ευρύτερη πολιτική χρησιμότητα για την αστική τάξη και αναπτύσσεται ευρέως, και σε ελληνικό επίπεδο, αν και σε μικρότερο βαθμό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την ανοχή και διακριτική στήριξη του συστήματος, σε αντιδιαστολή με την αριθμητική αποδυνάμωση της φασιστικής ακροδεξιάς.
Η χρησιμότητα των εθνικιστικών και αντιδραστικών κομμάτων
Υλικό για τη συγκρότηση κυβερνητικών λύσεων, μέσο ενσωμάτωσης της δυσαρέσκειας
Τα ακροδεξιά κόμματα που αποκτούν ή μπορούν να αποκτήσουν κυβερνητικό ρόλο είναι χρήσιμα για το σύστημα σε τρία βασικά επίπεδα. Πρώτο, λόγω της σημαντικής αύξησης της επιρροής τους και της προϊούσας ιδεολογικοπολιτικής νομιμοφροσύνης τους προς το σύστημα, συμβάλλουν στη δυνατότητα εναλλακτικών ισχυρών, αποδεκτών από το σύστημα, κυβερνητικών λύσεων. Έίτε ως αυτόνομες δυνάμεις, όπως συνέβη με τη διεκδίκηση της προεδρίας της Γαλλίας απ’ τη Λεπέν, στην Ιταλία όπου στις πρόσφατες εκλογές πρώτευσε η ακροδεξιά, είτε ως συγκυβερνώντα κόμματα, όπως βάσιμα πιθανολογείται ότι θα γίνει στη Σουηδία με τον συνασπισμό κεντροδεξιάς και του ακροδεξιού κόμματος των Σουηδών Δημοκρατών, ενώ δεν αποκλείεται να συμβεί το ίδιο και στη χώρα μας με συνεργασία ΝΔ και Ελληνικής Λύσης του Βελόπουλου. Επιπλέον, η ακροδεξιά συμμετέχει στην κυβερνητική εξουσία, όχι μόνο αυτόνομα ως εταίρος αλλά και ως πτέρυγα κυβερνώντος συντηρητικού κόμματος, όπως συμβαίνει στη ΝΔ.
Δεύτερο, η κοινοβουλευτική ακροδεξιά με τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις, με τη μία ή την άλλη μορφή, εξυπηρετεί την ανάγκη του κεφαλαίου για πιο αντιλαϊκή ταξική πολιτική χωρίς ισχυρούς τριγμούς και αντίδραση των κρατούντων, λόγω της παραίτησης, κατά κανόνα, αυτών των κομμάτων από τον ακραίο αντισυστημικό εθνικισμό, που απαιτούσε έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, υποχώρηση που υιοθέτησαν η Ιταλίδα Μελόνι και ο Σουηδός Άκεσον αλλά και λόγω της παραίτησής τους απ’τον «λαϊκισμό των παροχών», που μετά βδελυγμίας βέβαια αποκρούει το κεφάλαιο. Επομένως, η συμμετοχή αυτών των κομμάτων στην κυβέρνηση γίνεται με τις ευλογίες και την ενίσχυση των κυρίαρχων ιμπεριαλισμών και κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών.
Τρίτο, έτσι εδραιώνεται και ενισχύεται το σύστημα με την ενσωμάτωση ριζοσπαστικοποιημένων από δεξιά μαζών, χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε φασιστική δικτατορία. Πρόκειται για λαϊκά και μεσαία στρώματα που πλήττονται από τη διακυβέρνηση των αστικών κομμάτων και στρέφονται προς εναλλακτικά και λαϊκιστικά κόμματα, αστικά όμως στην ταξική ουσία τους.
Τα συστημικά ακροδεξιά κόμματα ενσωματώνουν στο σύστημα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα αντίθετα στα κυρίαρχα αστικά κόμματα, διαπνεόμενα από λαϊκισμό και αντιελιτισμό, και αποτρέπουν την ιδεολογικοπολιτική ένταξή τους σε αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα.