Ιωάννα Καρδάρα
▸Αστρονομικές τιμές, τουριστικοποίηση και εργασιακή ζούγκλα πίσω από τα ρεκόρ
Μέσα Αυγούστου, ξημερώματα και στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος σχηματίζονται μεγάλες ουρές στις πτήσεις προς τη Σαντορίνη που διαδέχονται η μία την άλλη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο πιλότος καλωσορίζει τους επιβάτες στο νησί αφού τους ενημερώνει ότι ο καιρός είναι «σωστό ελληνικό καλοκαιράκι».
Το ελληνικό καλοκαίρι που άλλοτε είναι «state of mind», αποτελεί από μόνο του ένα δυνατό brand πάνω στο οποίο χτίζεται η προώθηση κάθε χρόνο της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας, του «ισχυρού χαρτιού» της ελληνικής οικονομίας. Το περιτύλιγμα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο, ήλιος, θάλασσα, ανεμελιά, ξυπόλητοι στην άμμο με αλάτια στα μαλλιά, ένας μυθικός τόπος για να μείνει κανείς, τόσο μυθικός που «θα θες να μείνεις για πάντα», όπως «προειδοποιούσε» η φετινή εκστρατεία της κυβέρνησης και του ΕΟΤ.
Και κάθε χρόνο να διατυπώνεται το ίδιο αγωνιώδες ερώτημα: Θα έχουμε μια χρονιά ρεκόρ; Θα ξεπεραστούν οι προσδοκίες; Αγωνία που βεβαίως στην πραγματικότητα αφορά το αν θα μπουν λεφτά στα ταμεία για να βγάλουμε τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται (μας έχει προετοιμάσει σχετικά ο πρωθυπουργός).
Άλλωστε, ακόμα και όταν το ημερολόγιο δείχνει τον δωδέκατο μήνα του έτους οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το καλοκαίρι, με τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές του καλοκαιριού να έχουν ήδη κουραστεί από την «βαρυχειμωνιά» και να νοσταλγούν τις ολιγοήμερες διακοπές, που ανυπομονούν να φτάσουν για να πάρουν μία ανάσα. Από τον Μάρτιο, πέφτουν οι προτάσεις στις παρέες για τον τελικό προορισμό της πιο ποθητής εποχής του χρόνου, που για τους τυχερούς μπορεί να διαρκεί ένα δεκαπενθήμερο και για κάποιους άλλους πέντε μέρες ή και καμία μέρα. Στην ουσία αυτό που όλοι περιμένουν είναι να πάρουν μια ανάσα από το «μπούχτισμα» της χρονιάς, τις υπερωρίες, τον τεράστιο φόρτο εργασίας, το «αδιέξοδο του χειμώνα».
Μπαίνοντας στο πλοίο της γραμμής μαζί με χιλιάδες άλλους, τουρίστες ή μη, και ξεμακραίνοντας από τον Πειραιά, κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να αναβιώσεις εκείνα τα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, που δεν σε ένοιαζαν και πολλά, μόνο τα πόσα μπάνια θα καταφέρεις να κάνεις φέτος και πόσα παγωτά θα φας.
Όμως αυτή η εποχή έχει περάσει προ πολλού, όσο ρομαντικός και αν είναι κάποιος. Οι συνθήκες είναι διαφορετικές όσο κι αν θες να «κάνεις τα στραβά μάτια». Και αυτή η διαφορά γίνεται αισθητή από την ώρα που μπαίνεις στη διαδικασία να ψάξεις για κατάλυμα σε ένα νησί.
Τόσο στους «πρωτοκλασάτους» προορισμούς των Κυκλάδων, όσο και στα δημοφιλή νησιά του Ιονίου – ακόμη και στην άγονη γραμμή, η εικόνα φέτος ήταν παρόμοια, με τις τιμές των δωματίων να έχουν διπλασιαστεί σχεδόν παντού, ακόμα και σε προορισμούς που δεν χαρακτηρίζονται «χλιδάτοι».
Άλλωστε η αύξηση στη διαμονή συνοδευόταν κι από την αύξηση στον επισιτισμό. Δεν είναι μόνο τα σχεδόν 3,50 ευρώ στο σουβλάκι που ήταν και παραμένει ακόμη και τώρα η εύκολη και φθηνή λύση για όλους. Είναι η συσσωρευμένη ακρίβεια σε όλα τα βασικά αγαθά.
Ακόμη κι αν ήθελες να αγοράσεις λίγα φρούτα από το τοπικό mini-market, ή έναν καφέ από καφετέρια κοντά στη θάλασσα, οι ανατιμήσεις μόνο απαρατήρητες δεν περνούσαν.
Η πρώτη «κρυάδα» βέβαια είχε έρθει πιο νωρίς, κατά την έκδοση των εισιτηρίων για τον (οποιοδήποτε) τουριστικό προορισμό. Δεν υπήρξε άνθρωπος φέτος που να μην σχολίασε τις υπέρογκες τιμές των ακτοπλοϊκών, που να μην του έκανε εντύπωση ότι θα έπρεπε να καταβάλει τουλάχιστον 90 ευρώ για ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής στην οικονομική θέση. Τυχόν προσθήκη εισιτηρίου αυτοκινήτου απλώς καθιστούσε τα εισιτήρια απλησίαστα.
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό τα έξοδα για διαμονή πέντε ημερών συν τα ακτοπλοϊκά, χωρίς όχημα, κατά μέσο όρο άγγιζαν φέτος τα 300 ευρώ, σε έναν μη δημοφιλή προορισμό, δίχως να συνυπολογιστούν τα έξοδα της ημέρας. Υπήρξαν προορισμοί μάλιστα που η επιλογή του αεροπλάνου ήταν πιο οικονομική από αυτή του πλοίου.
Η διαμονή σε δωμάτιο δε, αποτελούσε μονόδρομο καθώς για πρώτη φορά φέτος γίναμε μάρτυρες του ατέρμονου κυνηγιού του ελεύθερου κάμπινγκ. Ήδη από το 2020 άλλωστε παρατηρείται νησιά που ήταν από τους κορυφαίους προορισμούς των free campers, να προβαίνουν στην απαγόρευσή της ελεύθερης κατασκήνωσης. Σε διάσημες παραλίες όπου παραδοσιακά γέμιζαν από ελεύθερους κατασκηνωτές, οι σκηνές μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού, καθώς παραμόνευαν τα πρόστιμα, ακόμα και για εκείνους που έμεναν σε αιώρες. Σε οργανωμένες παραλίες από την άλλη οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες έφταναν εκεί που σκάει το κύμα, δίχως να υπάρχει σπιθαμή χώρου για όσους δεν ήθελαν να κάτσουν στα οργανωμένα σημεία της παραλίας, καθώς είχε καταληφθεί σχεδόν όλος ο αιγιαλός.
Ελληνικό καλοκαίρι: Για ποιους και για πόσο;
Από την άλλη οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κατά τη διάρκεια της σεζόν ήταν πιο εξουθενωμένοι από ποτέ καθώς κλήθηκαν να διαχειριστούν το «τουριστικό κύμα» κάτω από εξαντλητικές συνθήκες και ωράρια, για χαμηλούς μισθούς που δεν αντανακλούσαν σε καμία περίπτωση την ποσότητα και την ποιότητα εργασίας τους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί άλλωστε που αρνήθηκαν φέτος να εργαστούν κατά τη διάρκεια της σεζόν γιατί τα χρήματα που τους έδιναν φάνταζαν ψίχουλα μπροστά στον όγκο δουλειάς.
Και μπορεί φέτος οι περισσότεροι να κάνουν λόγο για το ολικό comeback της «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας με έσοδα – ρεκόρ, αλλά κανείς δεν μπορεί να κρύψει ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα είναι πολλών ταχυτήτων.
Τουρισμός για όλους ή τουρισμός για λίγους; Ρητορικό το ερώτημα θαρρώ. Με τις τιμές σε διαμονή, επισιτισμό, μεταφορές να καλπάζουν σίγουρα αυτός ο τουρισμός δεν ανταποκρίνεται στο εισόδημα του μέσου εργαζόμενου. Άλλωστε, η τουριστικοποίηση έχει ως αποτέλεσμα παρθένες τοποθεσίες να οικοδομούνται και δημόσιοι χώροι να ιδιωτικοποιούνται κακήν κακώς στο βωμό του κέρδους και των συμφερόντων.
Υπέροχος τόπος η Ελλάδα για να περνάς το καλοκαίρι, αλλά για ποιους και για πόσο ακόμα;