Νίκος Καπιτσίνης
Η σταδιακή άνοδος της Ακροδεξιάς σημειώνεται στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης του 2008. Η μείωση της απασχόλησης και οι χαμένες θέσεις εργασίας, με την ταυτόχρονη ανεπάρκεια της Αριστεράς και την αύξηση των ανισοτήτων, είναι σημαντικοί παράγοντες.
Ηταν μία προεκλογική περίοδος στην οποία κυριάρχησε η κουβέντα γύρω από τα θέματα της εγκληματικότητας, της μετανάστευσης και του πληθωρισμού, αλλά και για τις πιθανότητες συνεργασίας των αστικών κομμάτων με τους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες. Όσο για τα αποτελέσματα των εκλογών, άλλαξαν τους πολιτικούς συσχετισμούς και έδωσαν τέλος σε μία περίοδο διακυβέρνησης της συμμαχίας με κύριο πόλο τους Σοσιαλδημοκράτες και ανέδειξαν τη μεγάλη άνοδο της Ακροδεξιάς, που πλέον θα στηρίζει τη νέα κυβέρνηση, αποδεικνύοντας έμπρακτα πόσο πολύτιμο γρανάζι είναι για το σύστημα. Ήρθαν δε να σφραγίσουν το σκηνικό σε μία χώρα με σημαντικά υψηλό βιοτικό επίπεδο μεγάλου μέρους της κοινωνίας, με ιστορικά υψηλά ποσοστά ισότητας και κοινωνικής στήριξης στη μετανάστευση και την παροχή ασύλου, χαρακτηριστικά τα οποία υπάρχουν έντονα και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες.
Υπενθυμίζεται ότι από το 2010, όταν εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή, οι Σουηδοί Δημοκράτες τετραπλασίασαν την εκλογική τους επιρροή, από το 5% στο 20%, απομακρυνόμενοι από βίαιες πρακτικές, υιοθετώντας μία λογική «σοβαρής Ακροδεξιάς». Τα κύρια στοιχεία τους είναι η αντιμεταναστευτική ρητορική, έχοντας ξεκινήσει σαν μία ρατσιστική ένωση που στήριξε τη «σουηδική καθαρότητα», η σύνδεση της εγκληματικότητας με τους μετανάστες, και μία ευρωσκεπτικιστική –αλλά όχι αντι-ΕΕ– λογική. Η δυναμική των Σουηδών Δημοκρατών φάνηκε από το γεγονός πως στην προεκλογική εκστρατεία σχηματίστηκαν ουσιαστικά δύο νέα μπλοκ, το ένα που συμφωνούσε σε συμμαχία μαζί τους, και το άλλο που την απέρριπτε. μάλιστα, παρότι δεν θα κυβερνήσουν, η επιρροή τους είναι εμφανής.
Ήδη η μεταναστευτική πολιτική της Σουηδίας έχει αυστηροποιηθεί και η σύνδεση μεταξύ εγκληματικότητας και μεταναστών έχει νομιμοποιηθεί κοινωνικά.
Η σταδιακή αύξηση της επιρροής της Ακροδεξιάς σημειώνεται στον απόηχο του μεγάλου όγκου αιτούντων άσυλο που δέχτηκε η Σουηδία, απόρροια των ιμπεριαλιστικών πολέμων, καθώς και της έξαρσης της βίας μεταξύ μικρών συμμοριών σε δημόσιο χώρο. Αυτή παρουσιάζεται ως η κυρίαρχη εξήγηση της ανόδου της Ακροδεξιάς στη χώρα – αν και στο Μάλμε, την πόλη που λανθασμένα περιγράφεται ως «άντρο της αλλοδαπής εγκληματικότητας», οι Σουηδοί Δημοκράτες είδαν το ποσοστό τους να μειώνεται σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
Ωστόσο, υπάρχουν και βαθύτεροι παράγοντες. Η σταδιακή άνοδος της Ακροδεξιάς σημειώνεται στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης του 2008. Η μείωση της απασχόλησης και οι χαμένες θέσεις εργασίας, με την ταυτόχρονη ανεπάρκεια της Αριστεράς και την αύξηση των ανισοτήτων είναι σημαντικοί παράγοντες. Η ιδιωτικοποίηση μέρους της υγείας (νοσοκομεία), της εκπαίδευσης (σχολεία) και πρόνοιας (οίκοι ευγηρίας) έχουν αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις ανισότητες. Οι βαθύτεροι αυτοί παράγοντες έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της Ακροδεξιάς και στη στόχευση των μεταναστών και σε άλλες χώρες της ΕΕ μεταξύ αυτών και Σκανδιναβικών (Γαλλία, Γερμανία, Φινλανδία, Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Αυστρία). Η Σουηδία θεωρήθηκε ως μία πιθανή εξαίρεση στην ευρωπαϊκή τάση ανόδου της Ακροδεξιάς, χωρίς ωστόσο αυτό να επιβεβαιωθεί.
Οι Σουηδοί Δημοκράτες εμφανίζονται ως μία ευρω-σκεπτικιστική αλλά όχι αντι-ΕΕ δύναμη,
ενώ στήριξαν την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ
Από την άλλη, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία και του τερματισμού της ουδετερότητας της Σουηδίας με την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ, το αριστερό κόμμα δεν αναφέρθηκε σε αυτό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, παρόλο που επισήμως είναι αντίθετο. Η στρατηγική αυτή αποτυπώθηκε και στην πρόσφατη απόφαση της Αριστεράς στη Φινλανδία υπέρ του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, το αριστερό κόμμα υιοθέτησε μία λογική σοσιαλδημοκρατίας, στηρίζοντας μεγάλες επενδύσεις για την αναχαίτιση της ύφεσης, απόρροια της πανδημίας. Ωστόσο δεν ήρθε, έστω ρητορικά, σε ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, και δεν πρόταξε τα κοινά συμφέροντα Σουηδών και μεταναστών εργατών, χάνοντας τη στήριξη μέρους της εργατικής τάξης, που κατέφυγε στη λύση των Σουηδών Δημοκρατών. Το αποτέλεσμα του αριστερού κόμματος στη Σουηδία ήταν αρνητικό, καθώς έχασε 1,2% σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, λαμβάνοντας 6,8%.
Στη Σουηδία σημειώνεται μία μεταστροφή του πολιτικού διαλόγου, ωστόσο η κατάσταση είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι παρουσιάζεται. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύονται οι δομικές ανισότητες και προβληματικές και ο αντιλαϊκός χαρακτήρας της ΕΕ, οι σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης, οι επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και η μεγάλη ανεπάρκεια της Αριστεράς να απαντήσει ριζοσπαστικά, ξεκάθαρα και πειστικά στα κρίσιμα αυτά ζητήματα.