Γεράσιμος Λιβιτσάνος, Δημήτρης Σταμούλης
Δυνάμεις αποσταθεροποίησης, ρωσικά δίκτυα, τουρκικές απειλές, υβριδικοί πόλεμοι μέσω μεταναστών, δύσκολος χειμώνας, όλα στο μίξερ της κυβερνητικής προπαγάνδας από τον Κ. Μητσοτάκη στην ΔΕΘ για να πείσει για την ανάγκη σταθερότητας της κυβέρνησής του και της κυρίαρχης πολιτικής. Κι ας είναι αυτή που προκαλεί τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα και χρειάζεται ανατροπή.
Σχέδιο τρομοκράτησης από την ΔΕΘ
Τρομοκράτηση του λαού. Αυτές οι τρες λέξεις μπορούν να αποδώσουν τη στόχευση της παρουσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στην 86η ΔΕΘ. Συμπυκνώνουν παράλληλα και τον προεκλογικό σχεδιασμό της Νέας Δημοκρατίας, ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων, που μπορούν να προκύψουν σχεδόν ανά πάσα στιγμή στους επόμενους εννιά μήνες. Ο πρωθυπουργός θέλησε να αξιοποιήσει προς όφελος της κυβέρνησής του, τα αδιέξοδα που προκαλεί σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα η πολιτική της κυβέρνησής του. Επίσης την διεθνή κρίση και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς σε διεθνές επίπεδο, στις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμπλέκει ολοένα πιο βαθιά την χώρα.
Επικαλούμενος τον επικείμενο χειμώνα και τις ενεργειακές τιμές, όπως και τον περιφερειακό ανταγωνισμό ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας-Τουρκίας, θέλησε να απευθυνθεί στα πλέον φοβικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Έτσι ώστε να παρουσιάσει την διακυβέρνηση της ΝΔ ως «όαση σταθερότητας» και μια ίσως όχι ικανοποιητική, αλλά αναγκαία καταφυγή.
«Εμείς έχουμε μία πρόταση διακυβέρνησης, πολύ συγκεκριμένη. Με τα καλά μας, τα στραβά μας, μας ξέρει ο κόσμος. Αν όχι εμείς, ποιοι;» ήταν μία από τις χαρακτηριστικές φράσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με την οποία εξέφρασε ένα -θρασύ και προκλητικό- πολιτικό αφήγημα. Ζήτησε στην πραγματικότητα από τον κόσμο της εργασίας να στηρίξει μια πολιτική φτωχοποίησης, περιστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων, πλήρους αποδιάρθρωσης των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης, ως την μόνη ρεαλιστική πολιτική διέξοδο. Εγκαταλείποντας, προφανώς, κάθε προσπάθεια ανατροπής της.
«Δικαιολόγηση» αυταρχικής διακυβέρνησης
Εσωτερικούς εχθρούς, ρωσικά δίκτυα, δυνάμεις αποσταθεροποίησης, κινδύνους από κάθε πλευρά των συνόρων. Αυτές ήταν μόνο μερικές από τις «απειλές» που «επιστράτευσε» στην ομιλία του αλλά και τη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκειμένου να παρουσιάσει ένα πολιτικό σκηνικό το οποίο απαιτεί στιβαρή ηγεσία άρα «σταθερή κυβέρνηση». Δημιουργώντας έτσι το πολιτικό υπόβαθρο για τη λειτουργία κάθε αυταρχικού μηχανισμού και «εκτάκτων εξουσιών». Όπως χαρακτηριστικά είπε «υπάρχουν δυνάμεις εντός της χώρας που επιδιώκουν την πολιτική αστάθεια, το θεωρώ περίπου δεδομένο». Αναφέρθηκε σε «αποφάσεις της αμερικανικής Δικαιοσύνης για τη διοχέτευση πολύ σημαντικών ποσών μέσω Ρώσων ολιγαρχών σε Έλληνες με σκοπό να στηθεί δίκτυο φιλορωσικών σταθμών στην Ελλάδα το 2016». Σε αυτά τα στοιχεία πρόσθεσε την επιθετική πολιτική του Ερντογάν, που όπως ανέφερε «απειλεί τα ελληνικά νησιά».
Την ίδια λογική επέκτεινε ο Κ. Μητσοτάκης και στο πολιτικό επίπεδο. Σημείωσε πως «όλη η αντιπολίτευση έχει επιδοθεί σε μία προσπάθεια να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές». Επισήμανε ότι «αυτό από μόνο του συνιστά μία αποσταθεροποιητική ενέργεια, για τον απλούστατο λόγο ότι θα κινδυνεύσουμε -εν μέσω μιας πάρα πολύ δύσκολης συγκυρίας, με έναν πολύ επιθετικό γείτονα, με έναν χειμώνα ο οποίος φαίνεται εξαιρετικά βαρύς- να εκχωρήσουμε την αρμοδιότητα διακυβέρνησης της χώρας σε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση. Σε μια εποχή όπου πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις κάθε μέρα».
Αντίστοιχη ήταν η ρητορική του και για το αναλογικό εκλογικό σύστημα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016, προϊδεάζοντας σαφώς για δεύτερες (ακόμη και τρίτες) εκλογές. Σημείωσε ότι «είναι ένα καταστροφικό σύστημα για τη χώρα, θεωρώ ότι οδηγεί σε ασταθείς κυβερνήσεις, σε ετερόκλητες συμμαχίες και σε μία προοπτική μειωμένης αποτελεσματικότητας στην κυβερνησιμότητα, ειδικά σε μια εποχή όπου η χώρα πρέπει να δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα». Με βάση αυτό υποστήριξε πως «μία αυτοδύναμη κυβέρνηση, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη μια μονοκομματική κυβέρνηση, είναι απαραίτητη για να οδηγήσει τη χώρα στην επόμενη τετραετία με συνέχεια και σταθερότητα». Η αναφορά αυτή προφανώς αποτέλεσε και «πρόσκληση» τόσο για τις δυνάμεις του λεγόμενου «ακραίου κέντρου» όσο και σχηματισμών της ακροδεξιάς, όπως η Ελληνική Λύση. Άλλωστε ο πρωθυπουργός κάθε άλλο παρά απέκλεισε να απευθυνθεί σε μεμονωμένους βουλευτές προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ ή από κόμματα στα δεξιά της ΝΔ εφόσον αυτό απαιτηθεί από τη συγκυρία.
Φυσικά στο πλαίσιο των … «εκτάκτων αναγκών» δικαιολογήθηκε πλήρως από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και η ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου υποκλοπών από το οποίο δεν θα εξαιρούνται οι πολιτικές δυνάμεις και τα πολιτικά πρόσωπα. «Κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται δια νόμου από μία εν δυνάμει διαδικασία παρακολούθησης. Εάν το Σύνταγμα ήθελε να προβλέψει κάτι τέτοιο θα το είχε αναφέρει ρητά» είπε απειλητικά.
Πέντε κάλπικες υποσχέσεις προς τον λαό
Επιδοματική λογική χαμηλού κόστους, ελεημοσύνη και δάνεια αντί για αυξήσεις και δικαιώματα
Το πακέτο της ΔΕΘ ενόψει του «δύσκολου χειμώνα», που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, αποτελεί πρόκληση προς τη νοημοσύνη των εργαζομένων και των λαϊκών νοικοκυριών. Κάλπικες υποσχέσεις και μέτρα που θυμίζουν «ασπιρίνη για τον καρκίνο» για τον κόσμο του μόχθου, νέα βοήθεια προς το κεφάλαιο με εισφοροαπαλλαγές και δήθεν «κίνητρα» για πλήρη απασχόληση εργαζομένων, με τους μισθούς καθηλωμένους στα όρια της πείνας, όταν ο πληθωρισμός και η ενεργειακή ακρίβεια καλπάζουν.
- Ούτε ένα ευρώ αύξηση έως τον Μάιο του 2023
Η κυβέρνηση απέναντι στο τσουνάμι της ακρίβειας σε όλα τα βασικά είδη για την επιβίωση του λαού το μόνο που παρουσίασε ήταν μια αόριστη εξαγγελία περί «νέας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού», η οποία ωστόσο δεν πρόκειται να ξεκινήσει πριν από την 1η Μαΐου του 2023. Η κυβέρνηση αδιαφορεί παντελώς για το γεγονός ότι 1 στους 5 εργαζόμενους δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να ανταπεξέλθει καθόλου στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης του χειμώνα ή ότι το 80% των εργαζομένων δεν έχει λάβει καμιά αύξηση στον μισθό του εντός του 2022 (έρευνα ΓΣΕΕ).
Η κυβέρνηση εξήγγειλε επίσης αναμόρφωση από 1/1/2023 του Ειδικού Μισθολογίου των 20.000 γιατρών του ΕΣΥ, και αυξήσεις 10%. Ωστόσο, η ΕΙΝΑΠ κατήγγειλε ότι ακόμα δεν έχουν αποπληρωθεί οι ήδη δεδουλευμένες εφημερίες των νοσοκομειακών γιατρών, οι περικοπές στις αποδοχές τους ανέρχονται στο 52,3% και η εφημεριακή αποζημίωση είναι μόλις 5 ευρώ/ώρα!
- Επιδόματα «πτωχοκομείου» τα… Χριστούγεννα
Η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική «επιδότησης» της φτώχειας, όπως άλλωστε έκανε όλη την περίοδο της πανδημίας και τελευταία με την εκτίναξη των τιμών ενέργειας. Υποσχέθηκε ότι τον Δεκέμβριο 2,3 εκατ. «πιο ευάλωτοι» πολίτες θα «στηριχτούν» λαμβάνοντας μόλις 250 ευρώ, ποσό που δεν καλύπτει παρά ελάχιστες ανάγκες. Όσο για το δήθεν «πετυχημένο», όπως το αποκάλεσε ο πρωθυπουργός, πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω συσκευή» και τα 140 εκατ. ευρώ που θα διατεθούν, ουσιαστικά πρόκειται για χρήματα που θα τα καρπωθούν οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες.
- Άθικτα τα κέρδη στην ενέργεια, εμπαιγμός με τους καυστήρες
Στο κρίσιμο, για τον χειμώνα που έρχεται, μέτωπο της ενέργειας, η κυβέρνηση το μόνο μέτρο που παρουσίασε είναι η αύξηση του επιδόματος θέρμανσης κατά 126 εκατ. ευρώ, ενώ υποσχέθηκε διεύρυνση κριτηρίων ώστε το μέτρο να αφορά 1,3 εκατ. νοικοκυριά. Αν το επίδομα αυτό ήταν γλίσχρο και για λίγους τις προηγούμενες χρονιές, τώρα, με τις τιμές των καυσίμων να έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, φαντάζει σχεδόν ανύπαρκτο για να καλύψει και τις στοιχειώδεις ανάγκες θέρμανσης των σπιτιών. Σήμερα η τιμή στο πετρέλαιο θέρμανσης ανέρχεται σε 1,7 ευρώ ανά λίτρο (χωρίς την κρατική επιδότηση που αναμένεται να ανακοινωθεί), όντας αυξημένη κατά περίπου 45% σε σχέση με πέρυσι. Το φυσικό αέριο έχει αυξηθεί κατά 300% καθιστώντας απαγορευτική τη χρήση του από περίπου 700.000 νοικοκυριά που είναι συνδεδεμένα στο δίκτυο. Από την άλλη, η κυβερνητική παρότρυνση προς αυτά τα νοικοκυριά να στραφούν φέτος στο πετρέλαιο ή άλλες μορφές καυσίμου, πλην φυσικού αερίου, αποτελεί εμπαιγμό καθώς το κόστος αντικατάστασης των καυστήρων είναι τεράστιο.
- Ένας στους τρεις συνταξιούχους χωρίς αύξηση και το 2023
Χωρίς αυξήσεις θα μείνει και το 2023 το 1/3 των συνταξιούχων, περίπου 1 εκατ. δικαιούχοι, εάν ληφθούν υπόψη οι εξαγγελίες Μητσοτάκη. Αλλά και για τους 1,5 εκατ. συνταξιούχους που λάβουν αύξηση, αυτή δεν θα ξεπερνά το 6%! Με δεδομένο όμως ότι ο πληθωρισμός κινείται στα επίπεδα του 11,4%, οι αυξήσεις αυτές, καλύπτουν μόνο το 50% της αύξησης των τιμών των προϊόντων, άρα στην πράξη εξανεμίζονται…
- Αντί για φτηνή λαϊκή στέγη, στροφή στον δανεισμό
Με τον ΕΝΦΙΑ να συνεχίζει να απομυζά τη λαϊκή περιουσία και την ασυδοσία ελέω κι airbnb να εκτινάσσει στα ύψη τα ενοίκια για κατοικία, η κυβέρνηση έκανε εξαγγελίες και για τη στέγαση. Φυσικά προς την ενίσχυση των ιδιωτών μέσω ΣΔΙΤ στη φοιτητική στέγη, αλλά και αποσκοπώντας στη στροφή της νέας γενιάς προς τον μαζικό δανεισμό από τις τράπεζες, μέσω «ειδικού προγράμματος δανείων» ύψους 500 εκατ. ευρώ, υποσχόμενη «σχεδόν μηδενικό επιτόκιο» για αγορά κατοικίας, αλλά «σε περιοχές με παλαιά κτίρια»!
Τρία νέα δώρα στους εργοδότες
Η κυβέρνηση προσπάθησε να φανεί υποστηριχτής της πλήρους απασχόλησης και ιδιαίτερα… ευαίσθητη στο να συνεχίσει το αφήγημα της «μείωσης της ανεργίας», φοβούμενη έκρηξη των ποσοστών τώρα που λήγει η τουριστική σεζόν. Γι αυτό και στο όνομα δήθεν των εργαζόμενων, θα λάβει νέα μέτρα υπέρ των εργοδοτών και κατά των ασφαλιστικών ταμείων και των εργατικών δικαιωμάτων.
Μείωση κατά 40% των ασφαλιστικών εισφορών για όσους εργοδότες μετατρέπουν συμβάσεις μερικής σε πλήρους απασχόλησης (με τον κατώτατο μισθό βέβαια). Οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι ανέρχονται σε 710.000 περίπου στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή 3 στους 10 συνολικά, με αποδοχές 330 ευρώ καθαρά!
Αποφυγή του τέλους επιτηδεύματος (650 ευρώ) για όσες μικρές επιχειρήσεις πραγματοποιήσουν προσλήψεις με όρους πλήρους απασχόλησης το 2023.
Μονιμοποίηση της μείωσης κατά 3 μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών συνολικά για τις επιχειρήσεις. Το μέτρο αυτό παρουσιάζεται από κυβέρνηση και καθεστωτικά ΜΜΕ ως ευεργετικό για τους εργαζόμενους, αλλά η αλήθεια είναι ότι κύριοι ωφελούμενοι είναι οι εργοδότες που μειώνουν περαιτέρω το «μη μισθολογικό κόστος». Η απώλεια των ασφαλιστικών ταμείων από αυτό το μέτρο υπολογίζεται σε περίπου 1 δισ. ευρώ, ποσό που καταλήγει στα ταμεία των επιχειρήσεων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 17-18/9/2022