Μάκης Γεωργιάδης
Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται στις 17 Σεπτεμβρίου από τη μέρα που ο Μάνος Λοΐζος άφησε την τελευταία του πνοή στη Μόσχα. Λίγα πρόσωπα στο ελληνικό μουσικό γίγνεσθαι έχουν προσλάβει τέτοιες μυθικές διαστάσεις όσο ο αλησμόνητος αυτός συνθέτης. Μόλις 45 χρόνια ζωής μέτρησε ο Λοΐζος, 45 χρόνια όμοια διαμάντια σε κάθε επίπεδο. Διαμάντια που λάμπουν ακόμη, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά τον άδικο και πρόωρο χαμό του στις 17 του Σεπτέμβρη του 1982. Τι να πρωτογράψει κανείς για το φαινόμενο Λοΐζος; Ο Μάνος, αυτός ο οικείος άνθρωπος, αυτή η τόσο γενναιόδωρη με τη μουσική μορφή, έμεινε απών σε μια ολόκληρη εποχή. Την πιο σκληρή, ίσως, την οποία βιώνουν οι γενιές που ανδρώθηκαν με τα τραγούδια του. Έμεινε απών ως φυσική παρουσία και παρά τη θέλησή του, αλλά ταυτόχρονα εσαεί παρών με τις μουσικές του, οι οποίες συγκινούν ακόμη τους νέους ανθρώπους. Ο Μάνος Λοΐζος, παρών ως μια ανεξάντλητη πηγή τρυφερότητας στους πιο δύσκολους, τους πιο χαλεπούς καιρούς…
Τι υπήρξε λοιπόν ο Λοϊζος και γιατί συγκινεί ακόμα;
Τι υπήρξε, λοιπόν, ο Λοΐζος και γιατί συγκινεί ακόμα; Δεν είναι κάπως περίεργο ότι ένας άνθρωπος ο οποίος συνδέθηκε τόσο μουσικά όσο και με τη δράση του με την πιο έντονη, την πιο πολιτική, αλλά ταυτόχρονα την πλέον συκοφαντημένη και «εκτός νόμου» στις μέρες μας εποχή, ο ίδιος να διατηρεί μια λάμψη αναλλοίωτη; Το γεγονός δεν είναι ούτε περίεργο ούτε τυχαίο. Υπάρχει κάτι πιο βαθύ που μας ενώνει με τον Λοΐζο και το έργο του. Είναι αυτή η λεπτή κόκκινη γραμμή που διατρέχει τις σκληρές και άγονες εποχές της μετεμφυλιακής Ελλάδας ως το σήμερα ενώνοντας τα πιο ανήσυχα και δημιουργικά εγχειρήματα. Είναι αυτή η κόκκινη κλωστή που επιχειρεί να ενώσει το αγωνιστικό και ανυπόταχτο παρελθόν με τα υπόγεια επαναστατικά ρεύματα του σήμερα.
Ίσως όλα τούτα να φαίνονται απλώς επετειακοί διθύραμβοι. Κάτι από το γνωστό σε πολλές περιπτώσεις βερμπαλισμό της κάθε απόχρωσης Αριστεράς. Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά έναν άνθρωπο, ο οποίος στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή και τη δισκογραφία ξεκίνησε μελοποιώντας ένα ποίημα και έκλεισε τον κύκλο του κυκλοφορώντας λίγους μόλις μήνες μετά το θάνατό του έναν ολόκληρο δίσκο με μελοποιημένη ποίηση. Για την ιστορία, το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο Λοΐζος με δική του μουσική και ερμηνεία του Γιώργου Μούτσιου ήταν το Τραγούδι του δρόμου. Ένα ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με απόδοση των στίχων στα ελληνικά από τον Νίκο Γκάτσο. Ποίημα το οποίο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Από την άλλη, το τέλος. Το τέλος είχε ως κύκνειο άσμα έναν ολόκληρο δίσκο μελοποιημένων ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ. Ένας δίσκος με τίτλο Γράμματα στην αγαπημένη, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1983 και φυλάκισε στο βινύλιο και εις το διηνεκές την απαράμιλλη ευαισθησία, τον λυρισμό και τη φαντασία ενός δημιουργού που σημάδεψε την εποχή του.
Ο Λοΐζος υπήρξε ένα μουσικό φαινόμενο. Αστείρευτη πηγή έμπνευσης, καθώς, όπως έλεγε ο ίδιος χαριτολογώντας, όταν είχε όρεξη μπορούσε να μελοποιήσει ακόμη και τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ωστόσο, ξεχώρισε πέρα από το στενό και καθορισμένο πλαίσιο της μουσικής, επειδή κινήθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες της ποίησης και της μουσικής, ανάμεσα στην ενεργή πολιτική δράση και τη στράτευση στους στόχους και τα οράματα της εργατικής τάξης. Έδωσε τις μάχες της πεζής καθημερινότητας και των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων του κλάδου του, αλλά πάντα με εκείνο το άσβεστο πάθος και το γεμάτο έμπνευση χαμόγελο.
Δεν ήταν ένας εύκολος, ένας ιδανικός άνθρωπος ο Λοΐζος. Όπως έχουν αφηγηθεί δεκάδες συνεργάτες του εκείνης της εποχής, ήταν απαιτητικός, σχολαστικός και επιμελής, επίμονος και τελειομανής. Έψαχνε πάντα για το καλύτερο και ποτέ δεν δίσταζε να αλλάζει και να πρωτοπορεί. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Όμως έξω από τη δουλειά, ήταν αυτό που φανέρωναν οι μουσικές, οι στίχοι, αλλά πάνω απ’ όλα οι ερμηνείες του: τρυφερός και ευαίσθητος, ρομαντικός και όσο λίγοι αποφασισμένος. Υπήρξε στην κυριολεξία η επιτομή του διανοούμενου, αλλά ενός διανοούμενου του χεριού και του πνεύματος, που διέθετε βαθιά αγάπη για τους καταπιεσμένους, για τους απόκληρους τούτης της γης.
«Αυτός ήταν ο Λοΐζος. Ένας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος, που πάσχισε και κατάφερε –πάνω απ’ όλα με το έργο του– να μείνει με αυτούς με τους οποίους ξεκίνησε. Με τους πολλούς. Σύνθετος, αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα του», έχει πει για τον συνθέτη ο στιχουργός Φώντας Λάδης. Σε στίχους δικούς του και μουσική του Λοΐζου είχε κυκλοφορήσει το 1976 ο δίσκος Τα τραγούδια μας, ο πλέον πολιτικός δίσκος της μεταπολίτευσης, ο οποίος συνδέθηκε με τους τεράστιους εργατικούς αγώνες της περιόδου, τραγουδήθηκε όσο λίγοι, αλλά ταυτόχρονα αποκλείστηκε από τα επίσημα κρατικά ραδιόφωνα.
Ο Λοΐζος σημάδεψε μουσικά μια εποχή. Επηρεάστηκε φανερά και πειραματίστηκε πάνω στις φόρμες τόσο των ρευμάτων που γέννησαν οι δημιουργίες του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι ή η ευρύτερη αναγνώριση και αποδοχή του ρεμπέτικου, αλλά ταυτόχρονα δεν δίστασε να δοκιμάσει πάνω στις φόρμες και στα μουσικά μοτίβα της νεανικής αμφισβήτησης της δεκαετίας του ‘60 που έφεραν στο προσκήνιο τη ροκ και τον ηλεκτρικό ήχο. Ο Μάνος Λοΐζος έπλαθε, γεννούσε μουσική από τα βάθη του είναι του. Την αντλούσε από την καρδιά και την απεριόριστη αγάπη για τον απλό άνθρωπο. Ίσως για αυτό έγραψε με μεγάλη ευκολία μουσικές όπως το θρυλικό Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας ή τα τραγούδια με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη και από την άλλη Τα Νέγρικα ή τις ροκ μπαλάντες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Και πάντα ανάμεσα, πάντα εκεί, σε πληθώρα ηχοχρωμάτων και μελωδικών γραμμών μια κλασική κιθάρα, η δική του φωνή, τα λαϊκά της Χαρούλας και όλων των μεγάλων ερμηνευτών της εποχής.
Όσα κι αν γράψει κανείς για τον Λοΐζο είναι λίγα. Όλα τα παραπάνω ωστόσο είναι ενδεικτικά σημάδια και απαντήσεις γιατί εξακολουθεί να συγκινεί ακόμη και σήμερα ένας τέτοιος συνθέτης, ο οποίος μαζί με το Θάνο Μικρούτσικο σημάδεψαν ανεξίτηλα τον ήχο της δεκαετίας του ’70 αλλά και των κατοπινών δεκαετιών. Δίνει ένα στίγμα γιατί τριάντα νέοι καλλιτέχνες από όλο το φάσμα της μουσικής από τη ραπ ως τη ροκ έχουν διασκευάσει δικά του εμβληματικά τραγούδια, τα οποία θα κυκλοφορήσουν ως επετειακό γεγονός, γιατί τέσσερις μεγάλες θεματικές συναυλίες με το σύνολο σχεδόν του έργου του την περασμένη άνοιξη σημείωσαν πάταγο και γιατί όλοι όσοι έχουν στο μυαλό τους έστω και μια μικρή εικόνα από το έργο του Λοΐζου περιμένουν την κυκλοφορία ενός δίσκου με 18 ανέκδοτες δικές του δημιουργίες, οι έξι εκ των οποίων είναι γραμμένες πάνω σε στίχους του νεαρού φοιτητή τότε, Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Ο «δρόμος» και οι σταθμοί της ζωής του
♦ Γεννημένος στις 22 Οκτώβρη του 1937 –ο πατέρας του καταγόταν από την Κύπρο και η μητέρα του από τη Ρόδο– ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική, φοιτώντας στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου.
♦ Το 1955 έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Φαρμακευτική Σχολή, αλλά στις αρχές του 1956 θα μεταπηδήσει στην Ανωτάτη Εμπορική, την οποία εγκαταλείπει σύντομα για να γραφτεί στη Σχολή Βακαλό, θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική.
♦ Το 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του και εργάζεται περιστασιακά ως σερβιτόρος, ως γραφίστας, αλλά και ως μουσικός σε μπουάτ.
♦Τον Δεκέμβρη του 1961 το όνομα Μανώλης Λοΐζου είναι το δεύτερο στη σειρά στη λίστα υπογραφών κάτω από το κείμενο διαμαρτυρίας που απέστειλαν 83 νέοι –Φίλοι της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη– για να διαμαρτυρηθούν για τον αποκλεισμό του συνθέτη από το ραδιόφωνο.
♦Το 1962 ηχογραφεί με τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου το πρώτο του τραγούδι. Είναι το Τραγούδι του δρόμου, ένα μελοποιημένο ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που έχει βρει δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης σε απόδοση του Νίκου Γκάτσου.
♦Τον Μάρτη του 1963 δίνει μαζί με τον Χρήστο Λεοντή την πρώτη του συναυλία στο θέατρο Ακροπόλ, τα έσοδα της οποίας προορίζονται για το Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Τη συναυλία προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος τους κάνει δώρο μια πέτρα που κάποιος εκτόξευσε εναντίον του λίγο πριν τις εκλογές βίας και νοθείας τον Οκτώβρη του1961, κατά τη διάρκεια συναυλίας στη Νάουσα.
♦Το καλοκαίρι του 1963 παίζει κάποια από τα πρώτα του τραγούδια στο διάλειμμα της μουσικής επιθεώρησης Μαγική Πόλη, που ανέβηκε στο θέατρο Παρκ, στην πρώτη δημόσια κοινή εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Μάνο Χατζιδάκι.
♦Το 1964 στην μπουάτ Στοά, όπου εμφανίζεται με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο, μια άγνωστη κοπέλα θα του παραδώσει κάποιους στίχους τους οποίους και θα μελοποιήσει. Είναι τα τραγούδια Ο δρόμος και Ο στρατιώτης που θα τον σημαδέψουν στη μουσική του διαδρομή και το κορίτσι είναι η Κωστούλα Μητροπούλου.
Το βράδυ της 17ης Νοέμβρη 1973 θα συλληφθεί και θα κρατηθεί στην Ασφάλεια για δέκα ημέρες.
♦Στη μεταπολίτευση θα πάρει μέρος σε δεκάδες συναυλίες ως ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού, έως και το θάνατό του από εγκεφαλικό επεισόδιο τον Σεπτέμβρη του 1982.