Γιώργος Παυλόπουλος
Φάκελος: Ακροδεξιά
«Έπεσε» το κάστρο της Σουηδίας — σειρά έχει τώρα η Ιταλία
Η Τζόρτζια Μελόνι και η Μαρίν Λεπέν, ο Τζίμι Άκεσον και το ισπανικό Vox δεν αποτελούν εξαιρέσεις και ανωμαλίες στην αστική «ομαλότητα» αλλά εντάσσονται πλέον οργανικά στην πολιτική «κανονικότητα» της νέας εποχής στην ΕΕ του κεφαλαίου. Η συμμετοχή των κομμάτων
αυτού του χώρου σε κυβερνήσεις θα είναι, πλέον, σύνηθες φαινόμενο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η «σοβαρή Ακροδεξιά» είναι παρούσα, ισχυρή και κυβερνώσα! Η ευχή την οποία έχουν κατά καιρούς διατυπώσει διάφοροι καλοθελητές και στημένοι αναλυτές γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, διότι ως γνωστόν η Ελλάδα είναι ακόμη… καθυστερημένη και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις σύγχρονες τάσεις, ούτε στην πολιτική ούτε αλλού. Αφήστε που εδώ συνεχίζει να υπάρχει και να παρεμβαίνει δυναμικά και μια «ακραία» και ανατρεπτική Αριστερά, η οποία επιμένει να χαρακτηρίζεται αντικαπιταλιστική και να μην καταλαβαίνει ποιο είναι το… καλό της κοινωνίας (δηλαδή του κεφαλαίου), με αποτέλεσμα να ορθώνει μέτωπο απέναντι στους μετανοημένους και μη νεοναζί και νεοφασίστες εγκληματίες, της Χρυσής Αυγής και άλλων μορφωμάτων, σε κάθε χώρο και κάθε γειτονιά.
Στη Σουηδία, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γι’ αυτό και οι επονομαζόμενοι Σουηδοί Δημοκράτες, ένα κόμμα που συγκροτήθηκε τη δεκαετία του ’90 απευθείας από τις ισχυρές νεοναζιστικές οργανώσεις, αναδείχθηκε δεύτερο στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, με ποσοστό σχεδόν 21% (έναντι 17,5% το 2018). Πρακτικά, λοιπόν, εάν η καθωσπρέπει Κεντροδεξιά θέλει να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά της έναντι των Σοσιαλδημοκρατών και να κυβερνήσει, οφείλει να κάνει πράξη πολλά από όσα λέει και ζητά ο ηγέτης της Ακροδεξιάς, Τζίμι Άκεσον, ο οποίος έχει κεντρικό σύνθημα το «να κάνουμε ξανά μεγάλη τη Σουηδία» — έστω και χωρίς να του δώσει τη θέση του πρωθυπουργού, καθώς κάτι τέτοιο προκαλεί ακόμη αντιδράσεις.
Στην Ιταλία, όμως, το αστικό σύστημα εξουσίας δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα. Στη χώρα στην οποία η Αριστερά –και δη η κομμουνιστική– και το εργατικό κίνημα έχουν γράψει σελίδες εποποιίας, μετά την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη της ΕΕ, Μάριο Ντράγκι, τώρα οι πάντες ετοιμάζονται να δουν στη θέση της πρωθυπουργού την Τζόρτζια Μελόνι, με συνεταίρους τον Ματέο Σαλβίνι και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Για την ακρίβεια, οι περισσότεροι το θεωρούν δεδομένο, μιας και οι δημοσκοπήσεις ενόψει των (πρόωρων) εκλογών της επόμενης Κυριακής, 25 Σεπτεμβρίου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ανατροπών.
Έτσι, η ακροδεξιά… Κίρκη της ιταλικής πολιτικής, η οποία μοιάζει να έχει μαγέψει και «κοιμίσει» εκατομμύρια ανθρώπους, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι σήμερα είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι πριν δύο δεκαετίες, όταν κινούνταν δυναμικά στις τάξεις των κληρονόμων του Μουσολίνι, θα αναλάβει τα ηνία της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της ΕΕ. Διαμηνύει δε προκαταβολικά στους εταίρους της ότι «το πάρτι τελείωσε» και ότι η Ιταλία είναι εδώ και θα διεκδικήσει αυτά που θεωρεί ότι της ανήκουν.
Μήπως, όμως, πρόκειται για έναν εφιάλτη ή για εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα της «ομαλότητας»; Η αλήθεια είναι πως όχι. Για παράδειγμα, η Σουηδία ήταν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα το τελευταίο «κάστρο» που έπεσε στη Σκανδιναβία, η οποία στον πολύ κόσμο ίσως παραμένει γνωστή για το υψηλό επίπεδο ζωής, το πλούσιο κράτος, τις ζηλευτές κοινωνικές παροχές και την κουλτούρα της πολυπολιτισμικότητας και της ανοχής απέναντι στο διαφορετικό. Μόνο που στις άλλες τρεις χώρες της – Φινλανδία, Δανία και Νορβηγία – τα όμορα με τους Σουηδούς Δημοκράτες κόμματα έχουν ήδη συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας ή τις έχουν στηρίξει τα προηγούμενα χρόνια και δεν αποκλείεται αυτό να επαναληφθεί σύντομα.
Αλλά και στους δύο γείτονες της Ιβηρικής, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου τα φαντάσματα του Φράνκο και του Σαλάζαρ έδειχναν μέχρι σχετικά πρόσφατα να είναι καλά και βαθιά θαμμένα, τα πράγματα αλλάζουν. Ειδικά στην πρώτη, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις αλλά και η εμπειρία από τις τοπικές κυβερνήσεις, είναι πολύ πιθανό μετά τις επόμενες εκλογές το ακροδεξιό και σκοταδιστικό Vox να βρεθεί στη θέση εταίρου του Λαϊκού Κόμματος. Και τι να πει κανείς για τη Γαλλία του Μάη του ’68, στην οποία η «εκσυγχρονισμένη» Ακροδεξιά έχει φτάσει να διεκδικεί με αξιώσεις την προεδρία, στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν αλλά και να δεκαπλασιάζει τους βουλευτές της στην Εθνοσυνέλευση μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν τον Απρίλιο και τον Ιούνιο.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η ενίσχυση του πολιτικού της ρόλου είναι αποτέλεσμα των κρίσεων και της ανυπαρξίας άλλης ισχυρής εναλλακτικής
Για όλα αυτά, φυσικά, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν αιτίες και εξηγήσεις. Το φαινόμενο της σύγχρονης, «σοβαρής» και κυβερνώσας Ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν προέκυψε, άλλωστε, από παρθενογένεση, αλλά μέσα από το καμίνι των αλλεπάλληλων κρίσεων, από τις διεργασίες στις κοινωνίες, από το επίπεδο της μορφής και της παρέμβασης άλλων πολιτικών δυνάμεων και πρωτίστως της Αριστεράς — και τελικά από την ίδια την ταξική πάλη. Ο νέος γύρος ενίσχυσης της Ακροδεξιάς, δε, για τον οποίο μιλούν σχεδόν όλοι στην Ευρώπη, κραυγάζοντας υποκριτικά για την απειλή απέναντι στη δημοκρατία, έχει άμεση σχέση τόσο με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ, όπου οι αντιθέσεις οξύνονται και κορυφώνονται, όσο και με την αγωνία ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων για το πώς θα τα βγάλουν πέρα, την εποχή του πολέμου, της ακρίβειας και των δελτίων στην ενέργεια. Μια αγωνία που στρέφεται ολοένα πιο συχνά προς τα Ακροδεξιά, καθώς η Αριστερά μοιάζει να έχει ενσωματωθεί οριστικά και αμετάκλητα στο σύστημα που καταπιέζει και καταδικάζει τους ανθρώπους και κυρίως τους πλέον αδύναμους και απροστάτευτους, στους οποίους ξεχωριστή θέση έχουν οι πρόσφυγες και μετανάστες, που αντιμετωπίζονται πλέον ως… κινούμενοι στόχοι.
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω αποτελούν μεν μια αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για να βρεθούν τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε θέση πρωταγωνιστή. Για να συμβεί αυτό, έκαναν και τα ίδια τις αναγκαίες κινήσεις, δίνοντας διαπιστευτήρια φερεγγυότητας — όπως η Μελόνι στην Ιταλία, που δηλώνει απολύτως πιστή στο ΝΑΤΟ και έχει εγκαταλείψει κάθε ιδέα αποχώρησης από ΕΕ και ευρώ, αλλά και ο Άκεσον, ο οποίος έκανε κωλοτούμπα και στήριξε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.