Μάκης Γεωργιάδης
Μια από τις ειδεχθέστερες σφαγές αμάχων στοιχειώνει ακόμη και σήμερα τη Μέση Ανατολή. Σαράντα χρόνια μετά τη σφαγή των αμάχων Παλαιστινίων στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα του Λιβάνου (από ακροδεξιούς φαλαγγίτες με την υποστήριξη του ισραηλινού στρατού) και 32 ολόκληρα χρόνια μετά την συμφωνία τερματισμού του ομώνυμου εμφυλίου, ο πραγματικός αριθμός των νεκρών παραμένει αδιευκρίνιστος. Μία από τις σκοτεινότερες και πλέον αποκρουστικές σελίδες της διαχρονικής βαρβαρότητας του κράτους του Ισραήλ, που οι απολογητές του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού θέλουν να ξεχαστεί.
Χρονολόγιο
1967 – «Πόλεμος των έξι ημερών», συντριπτική ήττα των Αράβων.
1973 – Τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος. Το Ισραήλ νικά κατά κράτος.
1975, 13 Απριλίου – Έναρξη εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο.
1978 – Ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο.
1982, 14 Σεπτεμβρίου – Δολοφονείται ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Λιβάνου Μπασίρ Τζεμαγέλ.
1982, 16-18 Σεπτεμβρίου – σφαγή στους προσφυγικούς παλαιστινιακούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα. Υπολογισμοί για 3.000 νεκρούς αμάχους.
1990, 13 Οκτωβρίου – Τερματισμός του εμφυλίου.
Συμπληρώθηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου σαράντα χρόνια από την έναρξη της σφαγής των Παλαιστινίων στη Δυτική Βηρυτό, η οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν η «σφαγή των στρατοπέδων Σάμπρα και Σατίλα». Μια φρικιαστική και αποτρόπαιη αιματοχυσία η οποία έλαβε χώρα ακριβώς στο μέσον του λιβανικού εμφυλίου πολέμου, μετά την εισβολή των δυνάμεων του Ισραήλ στην πολύπαθη χώρα. Φυσικοί αυτουργοί μπορεί να υπήρξαν οι χριστιανοί φαλαγγίτες πολιτοφύλακες, αλλά αυτοί που όπλισαν τα χέρια τους και οι ηθικοί αυτουργοί βρίσκονταν σχεδόν σε όλες τις πρωτεύουσες του δυτικού «πολιτισμένου» κόσμου και φυσικά στο Τελ Αβίβ. Ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος μακελειού, το οποίο σημάδεψαν ανεξίτηλα δύο γεγονότα εκείνων των ημερών: η δολοφονία του Λιβανέζου προέδρου Μπασίρ Τζεμαγέλ και η εισβολή των Ισραηλινών στη Δυτική Βηρυτό, η οποία είχε αποφασιστεί πριν τη δολοφονία του πρώτου, η οποία και αποτέλεσε το πρόσχημα της «ειρηνευτικής επιχείρησης» του κράτους-τρομοκράτη του Ισραήλ.
Η συμπύκνωση του κυνισμού και της απανθρωπιάς άλλωστε ήρθε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά τη σφαγή από τα χείλη του τότε ισραηλινού πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν, ο οποίος αναρωτιόταν ενώπιον της Κνεσέτ: «Μη Εβραίοι έσφαξαν μη Εβραίους. Και εμάς τι μας ενδιαφέρει»;
Ο Λίβανος αποτέλεσε για δεκαετίες ένα από τα πλέον δισεπίλυτα προβλήματα της Μέσης Ανατολής. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι αποικιοκρατικές πολιτικές όξυναν περαιτέρω τις εσωτερικές διαμάχες οι οποίες κινούνταν γύρω από τρεις άξονες: Το εθνοτικό-φυλετικό ζήτημα, τη θρησκεία και τις αβυσσαλέες ταξικές διαφορές. Μετά την συγκρότηση του ελεύθερου κράτους του Ισραήλ το 1948, ο Λίβανος μετατράπηκε στην κυριολεξία στην πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής και η σύγκρουση απέκτησε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ήδη από το 1958 η κατάσταση οδηγούνταν νομοτελειακά σε ένα μακελειό, καθώς οι προπολεμικές εύθραυστες ισορροπίες είχαν ανατραπεί και η αραβοϊσραηλινή διένεξη με αντικείμενο τα παλαιστινιακά εδάφη πρόσθετε συνεχώς ένταση. Το πρώτο σημείο καμπής είναι ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967 καθώς και αυτός του 1973 στους οποίους οι Άραβες ηττήθηκαν κατά κράτος. Υπό το βάρος της κατάρρευσης των παναραβικών οραμάτων του Νάσερ και της στρατιωτικής ταπείνωσης της Αιγύπτου, Συρία και Ιορδανία επέλεξαν να προωθήσουν τις δικές τους γεωπολιτικές επιδιώξεις συνδεόμενες η μεν πρώτη με την τότε ΕΣΣΔ ενώ η δεύτερη με την Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα ενός πολύπλοκου ανταγωνισμού ήταν ο διωγμός των Παλαιστινίων από την Ιορδανία, όπου φιλοξενούνταν και η αναζήτηση μόνιμης βάσης για τις επιχειρήσεις τους στο νότιο Λίβανο. Η κίνηση αυτή περιέπλεξε την κατάσταση. Οι πληθυσμιακές ισορροπίες ανατράπηκαν άρδην υπέρ των σουνιτών μουσουλμάνων, καθώς το 90% των 150.000 Παλαιστίνιων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Λίβανο ήταν σουνίτες.
Τα γεγονότα αποτέλεσαν την τέλεια αφορμή για τους χριστιανούς μαρωνίτες να επιδιώξουν την άλωση του κράτους και την περιθωριοποίηση των μουσουλμάνων. Η ακραία δεξιά πτέρυγα των μαρωνιτών κυριάρχησε, καθώς είχε συγκροτηθεί ήδη από το 1937 από τον Πιέρ Τζεμαγέλ στα πρότυπα της Φάλαγγας του Φράνκο και του φασιστικού κόμματος της Ιταλίας, στην αρχή ως παραστρατιωτική ομάδα. Στην πανσπερμία των ένοπλων πολιτοφυλακών που δημιουργήθηκαν μέχρι το 1975 οι φαλαγγίτες έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο, συγκροτώντας έναν ενιαίο ακροδεξιό πόλο. Τόσο πολιτικά όσο, κυρίως, στρατιωτικά. Μια σειρά ετερόκλητων ως και αντικρουόμενων πολιτοφυλακών και πολιτικών σχηματισμών βρέθηκαν απέναντί τους. Οι μαρωνίτες αποτέλεσαν φυσικό σύμμαχο του Ισραήλ και διώκτη των Παλαιστινίων, ενώ από την άλλη πλευρά στο πλευρό των τελευταίων δρούσαν σχηματισμοί από ένα ευρύ φάσμα: Από μαρξιστικές πολιτοφυλακές ως παναραβικούς σχηματισμούς και φονταμενταλιστικές ομάδες. Οι συγκρούσεις ξεκινούν στις 13 Απριλίου του 1975 και ο πρώτος ενάμισης χρόνος είναι τόσο αιματηρός ώστε καταγράφονται 40.000 νεκροί, το 1/3 των συνολικών θυμάτων του εμφυλίου, ίσο περίπου με το 10% του συνολικού πληθυσμού. Προσωρινά η αιματοχυσία αναστέλλεται με την στρατιωτική επέμβαση της Συρίας, η οποία πάντα εποφθαλμιά τον Λίβανο ως κομμάτι της δικής της επικράτειας.
Μεναχέμ Μπέγκιν, στην Κνεσέτ: «Μη Εβραίοι έσφαξαν μη Εβραίους. Και εμάς τι μας ενδιαφέρει»
Όμως το Ισραήλ δεν θα μείνει άπραγο. Με την επιχείρηση Λιτάνι του 1978 εισβάλει στο νότιο Λίβανο και συγκρούεται με τους μαχητές της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Το 1982 η ΟΑΠ μετά από νέα εισβολή του Ισραήλ βρίσκεται σε δυσχερή θέση και αναγκάζεται να αποδεχτεί τη συμφωνία Χαμπίμπ, με την οποία ο Αραφάτ στην αρχή και 15.000 μαχητές της στη συνέχεια υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τον Λίβανο. Στα μέσα Σεπτεμβρίου αποχωρεί και η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Στα προσφυγικά στρατόπεδα της δυτικής Βηρυτού παραμένουν οι άμαχοι Παλαιστίνιοι, κυρίως γυναικόπαιδα. Ο Τζεμαγέλ έρχεται σε ρήξη με το Ισραήλ που του ζητά επιτακτικά τον Σεπτέμβριο του 1982 να υπογράψει ειρηνευτική συμφωνία. Στις 14 Σεπτεμβρίου δολοφονείται, ενώ τα ισραηλινά στρατεύματα κυκλώνουν τα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. Στις 16 Σεπτεμβρίου ξεκινάει μια προμελετημένη και καλά σχεδιασμένη από τους Φαλαγγίτες σφαγή χωρίς προηγούμενο. Επί τρεις ημέρες ένα λυσσασμένο ασκέρι, ένα διψασμένο για ανθρώπινο αίμα κτηνώδες στράτευμα της μαρωνίτικης μισαλλοδοξίας, θα μεθύσει με αίμα, βιασμούς, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς γερόντων και παιδιών και ό,τι πιο ακραία διεστραμμένο βάζει ο ανθρώπινος νους.
Το χρονικό της σφαγής υπάρχει από την πένα του Ζαν Ζενέ στο κείμενο Τέσσερις ημέρες στη Σατίλα και είναι ένα μικρό τεκμήριο της επί Γης κόλασης, που αντίκρισε με τα μάτια του στις 19 Σεπτεμβρίου μέσα από το στρατόπεδο, με την αποφορά των πτωμάτων και τη φρίκη. Ο κόσμος συγκλονίστηκε, αλλά το δράμα των Παλαιστινίων δεν βρήκε και τόσα ευήκοα ώτα. Αν και νεκρός, ο Μ. Τζεμαγέλ είχε δικαιωθεί για τις δηλώσεις που είχε κάνει εκείνη την εποχή στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ: «Ένας λαός περισσεύει στη Μέση Ανατολή και αυτός είναι οι Παλαιστίνιοι». Το κράτος – δολοφόνος του Ισραήλ μέσα σε αυτά τα σαράντα χρόνια έχει κάνει ότι μπορεί για να τον δικαιώσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 17-18/9/2022