▸Η Πρωτοβουλία Δικηγόρων και Νομικών για τα δημοκρατικά δικαιώματα ζητάει την κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου των «νόμιμων επισυνδέσεων» το οποίο, με ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά, θωρακίζει την αυθαιρεσία. Καλεί τους Δικηγορικους Συλλόγους και όλους τους μαχόμενους δικηγόρους να συμβάλλουν ενεργά στην ανάδειξη του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων τόσο με πρωτοβουλίες δημόσιας συζήτησης, κινητοποίησης της κοινωνίας και εγρήγορσης της κοινής γνώμης όσο και με συγκεκριμένες πολιτικές και νομικές ενέργειες .Η Πρωτοβουλία συμμετείχε στη συγκέντρωση της Πέμπτης στην οποία καλούσαν 17 οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ενάντια στο σκάνδαλο των υποκλοπών και την απόπειρα συγκάλυψης.
«Το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων που αναδεικνύεται με αφορμή την αποκάλυψη της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του Νίκου Ανδρουλάκη, όταν αυτός ήταν υποψήφιος αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη μέχρι σήμερα ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να αξιώνει τον τίτλο του κράτους δικαίου.
Μια πολύχρονη αυθαιρεσία που βαραίνει διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις, με τις χιλιάδες εισαγγελικές εντολές αυθαίρετων παρακολουθήσεων των τηλεφωνικών συνομιλιών για λόγους “εθνικής ασφάλειας”, έχει πλέον εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο κύκλωμα παρακολουθήσεων πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων και άλλων. Ως ενορχηστρωτές του κυκλώματος αυτού αποκαλύπτονται οι παραιτηθέντες στενοί συνεργάτες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έχει και την απόλυτη πολιτική ευθύνη, καθώς με απόφαση του ίδιου (την επομένη των εκλογών του Ιουλίου του 2019) η αρμοδιότητα της ΕΥΠ πέρασε στον προσωπικό του έλεγχο.
Αντί να αναλάβει την πολιτική ευθύνη, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εμπαίζει τους πολίτες, με το εφεύρημα της παραίτησης του στενότερου συνεργάτη και ανιψιού του, ο οποίος δεν είναι παρά ένας διορισμένος μετακλητός υπάλληλος στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Και τούτο τη στιγμή που η ευθύνη αυτή δεν είναι μόνον αντικειμενική αλλά και υποκειμενική, αφού με δεδομένες τις δημόσιες καταγγελίες για σύστημα παρακολουθήσεων δημοσιογράφων και πολιτών, με πρωτοσέλιδα ήδη από το φθινόπωρο του 2021, την ίδια περίοδο δηλαδή που το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν παγιδευμένο, ο Πρωθυπουργός είχε αυτονόητα ενημερωθεί για τις παρακολουθήσεις και – στην καλύτερη περίπτωση – τις συγκάλυπτε, αν δεν ήταν αυτός που είχε δώσει την εντολή της πραγματοποίησής τους.
Η μέχρις σήμερα αντίδραση της κυβέρνησης αποδεικνύει ότι ο Πρωθυπουργός έχει επιλέξει την οδό της συγκάλυψης και της εκτροπής. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που επανέφερε το νομικό πλαίσιο που ίσχυε το χρονικό διάστημα που οι παρακολουθήσεις γιγαντώθηκαν (διπλή εισαγγελική έγκριση των κατά τα άλλα ανώνυμων και αναιτιολόγητων παρακολουθήσεων) είναι ένα φύλλο συκής για τη διαιωνιση του συστήματος των υποκλοπών. Την ίδια στιγμή καμία έρευνα δεν εξαγγέλλεται για τα παράνομα συστήματα παρακολουθήσεων με λογισμικά όπως το Predator, το Pegasus, κλπ, τη στιγμή που η εταιρεία που διαχειρίζεται το Predator (λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε στις παρακολουθήσεις τόσο του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη όσο και του Νίκου Ανδρουλάκη κατ’ απόπειρα) λειτουργεί ανενόχλητη στην Αθήνα.
Η διερεύνηση και η διαλεύκανση του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων πρέπει να είναι άμεση και πλήρης. Χωρίς τη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών των πολιτών, όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα τελούν σε κατάσταση διακινδύνευσης και φαλκίδευσης. Η διαλεύκανση του σκανδάλου δεν θα πρέπει να αναμένει την ποινική διερεύνηση που αυτονόητα πρέπει να υπάρξει – φυσικά, δεν αναφερόμαστε στην προκαταρκτική του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που παραδόξως διερευνά, αντί για το σκάνδαλο, την αποκάλυψή του! Το σκάνδαλο πρέπει να λήξει πολιτικά σε άμεσο χρόνο με τη δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων και την απόδοση των πολιτικών ευθυνών, ώστε να αποκατασταθεί στοιχειωδώς το αίσθημα δικαίου και να θωρακιστούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών.
Εμπόδιο στη διερεύνηση στέκεται το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο, με ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά, θωρακίζει την αυθαιρεσία και που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χειροτέρευσε αισθητά, ιδίως με την απαγόρευση ενημέρωσης πολιτών που εθίγησαν από διάταξη “νόμιμης επισύνδεσης για λόγους εθνικής ασφάλειας” μετά τη λήξη της παρακολούθησης. Γι’ αυτό και οι αναφορές στον θεσμικά αποψιλωμένο ρόλο της ΑΔΑΕ αλλά και η μετάθεση της έρευνας αποκλειστικά στις κοινοβουλευτικές επιτροπές (στις οποίες η κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία) δεν αρκούν από μόνες τους.
Θα απαιτηθεί ένας συνδυασμός πολιτικής πίεσης, μαζικής κινητοποίησης, δημοσιογραφικής έρευνας, νομικών ενεργειών και αξιοποίησης των (αδύναμων) θεσμικών οδών, προκειμένου να αποτρέψουμε την επιχειρούμενη συγκάλυψη και να φτάσουμε στη διαλεύκανση του σκανδάλου. Για τον λόγο αυτό, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι θα πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διερεύνηση και τη διαλεύκανση του σκανδάλου.
Ως άμεσοι στόχοι θα πρέπει να τεθούν οι ακόλουθοι:
Να διαλευκανθεί η παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη: να εξεταστεί η ουσιαστική νομιμότητά της από κοινοβουλευτική επιτροπή με ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλα τα σχετικά στοιχεία και αποδεικτικά μέσα, να συσχετιστεί η έρευνα με την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη που πραγματοποιήθηκε με το ίδιο modus operandi και να διερευνηθεί η τέλεση ποινικών αδικημάτων κατ’ άρθρο 292Α παρ. 4 εδ. γ του ΠΚ κατά παραπομπή στο ά. 134 ΠΚ (εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών σε διακεκριμένη μορφή αναφορικά με διακινδύνευση θεμελιωδών αρχών και θεσμών του Πολιτεύματος).
Να διερευνηθεί η ύπαρξη συστήματος παρακολουθήσεων και άλλων πολιτικών προσώπων, βουλευτών, δικηγόρων, δημοσιογράφων, δικαστών, συνδικαλιστών, επιχειρηματιών, κοκ, είτε μέσω “νόμιμης επισύνδεσης” είτε μέσω λογισμικού τύπου Predator, Pegasus, κλπ, και να γνωστοποιηθούν τα ονόματα των παρακολουθούμενων. Να δοθεί άμεσα η δυνατότητα στην ΑΔΑΕ να ταυτοποιήσει τα ονόματα των παρακολουθούμενων με εισαγγελικές διατάξεις για λόγους “εθνικής ασφάλειας” και να διαβιβάσει τα αξιόλογα ευρήματα στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Να διερευνηθεί συγκεκριμένα η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών δικηγόρων, δημοσιογράφων και δικαστών, δηλαδή λειτουργών που έχουν δικαίωμα απορρήτου και καθήκον εχεμύθειας εκ της ιδιότητάς τους, στα πλαίσια αυξημένης συνταγματικής και νομοθετικής προστασίας πέραν της γενικής ρύθμισης του α. 19 του Συντάγματος για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρα 20 και 14 του Συντάγματος για την παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και για την ελευθερία του τύπου, άρθ. 38 και 39 του Κώδικα Δικηγόρων, άρθ. 32 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, αρθ. 99 παρ. 4, 212 παρ. 1-3 και 248 παρ. 6 εδ. β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αρθ. 47 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, αρθ. 2 περ. θ του Κώδικα Δεοντολογίας δημοσιογραφικού επαγγέλματος της ΕΣΗΕΑ).
Να αποδοθούν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες σε φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς για τα τελεσθέντα αδικήματα και παραπτώματα: να προχωρήσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε συσχέτιση όλων των δικογραφιών που έχουν ήδη σχηματιστεί και εκκρεμούν ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών για υποθέσεις παρακολουθήσεων (μηνυτήριες αναφορές Νικ. Ανδρουλάκη, Αθ. Κουκάκη, Στ. Μαλιχούδη, προκαταρκτικές Ντογιάκου και Ελευθεριάνου, κοκ) και να διερευνήσει την τέλεση ποινικών αδικημάτων παραβίασης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος, ως άνω.
Να καταργηθεί το νομοθετικό πλαίσιο που επέτρεψε τη συστηματική αυθαιρεσία των χιλιάδων παρακολουθήσεων και να νομοθετηθούν μέτρα θωράκισης του απορρήτου των επικοινωνιών ολων των πολιτών. Καμία εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου χωρίς επώνυμο και αιτιολογία, επικύρωση από δικαστικό συμβούλιο, γνωστοποίηση στον θιγόμενο πολίτη ώστε να υπάρχει δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου.
Να αναλάβει ο Πρωθυπουργός την πολιτική ευθύνη ως αρμόδιος πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ και να μη νομιμοποιηθεί η κατάργηση της ίδιας της νομικής έννοιας της πολιτικής ευθύνης με το εφεύρημα της παραίτησης ενός ανεύθυνου υπαλλήλου ή παράγοντα που δεν υπέχει πολιτικό ρόλο και αντίστοιχη ευθύνη.
Από την πλευρά τους οι Δικηγορικοί Σύλλογοι θα πρέπει:
Να συμβάλλουν ενεργά στην ανάδειξη του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων τόσο με πρωτοβουλίες δημόσιας συζήτησης, κινητοποίησης της κοινωνίας και εγρήγορσης της κοινής γνώμης όσο και με συγκεκριμένες πολιτικές και νομικές ενέργειες.
Να ενισχύσουν με κάθε τρόπο το έργο των μελών της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής που συμμερίζονται τις εδώ περιγραφόμενες στοχεύσεις, με στόχο την αποκάλυψη του σκανδάλου στις πραγματικές του διαστάσεις, την απόδοση ευθυνών και την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών.
Να καλέσουν τις Ενώσεις δημοσιογράφων και δικαστών, με επιστολή προς τους/τις Προέδρους και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων τους, με σκοπό την ανάληψη κοινής πρωτοβουλίας για τη διερεύνηση της καταπάτησης του επαγγελματικού απορρήτου των μελών μας και την λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για την προστασία του.
Να εξασφαλίσουν την απόδοση των ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών για τα αδικήματα και τα παραπτώματα που τελέστηκαν με κάθε νόμιμο μέσο.
Να προχωρήσουν, κατόπιν σύντομης διαβούλευσης, σε συγκεκριμένες προτάσεις νομοθετικών τροποποιήσεων που θα θωρακίσουν το απόρρητο των επικοινωνιών όλων των πολιτών, τις οποίες θα θέσουν υπόψιν των κομμάτων, και να αξιώσουν τη θεσμική συμμετοχή των Δικηγορικών Συλλόγων στις ελεγκτικές διαδικασίες που θα προβλεφθούν.
Να ζητήσουν δημόσια την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Πρωθυπουργό, κίνηση που αποτελεί θεμελιώδη όρο για την υπέρβαση του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και την ίδια την ύπαρξη δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών.
Οι διαδηλωτές έσπασαν την απαγόρευση της πορείας για το χαφιεδο-κράτος