Χρίστος Κρανάκης
Ο καπιταλισμός αλλάζει μόνο «προβιά», όχι στόχους και μεθόδους
Η αμερικανική εταιρεία-θαύμα, που ήρθε για να αλλάξει τον τομέα της παροχής υπηρεσιών στις μεταφορές και τις μετακινήσεις, προσφέροντας δήθεν μεγάλη ελευθερία επιλογών και πολύ περισσότερες δυνατότητες για αξιοπρεπείς αμοιβές, αποδείχθηκε ένα καλά οργανωμένο και πουλημένο «ψέμα», που εξαπάτησε και έθεσε σε κίνδυνο χιλιάδες ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο.
Παγκόσμιο σάλο έχει προκαλέσει το σκάνδαλο με την κωδική ονομασία «Φάκελοι Uber», το οποίο έφερε στην επιφάνεια μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα, με επικεφαλής τη βρετανική Guardian και τη συμβολή άλλων 40 και πλέον γνωστών ΜΜΕ και περίπου 5.000 δημοσιογράφων. Στα χέρια τους βρέθηκαν πάνω από 124.000 εμπιστευτικά έγγραφα, μέσω του ανθρώπου που ήταν επικεφαλής του κυκλώματος προώθησης της εταιρείας και των «προϊόντων» της το διάστημα 2014-16: Του αρχι-λομπίστα Μαρκ Μακ Γκαν, ο οποίος αποφάσισε ξαφνικά και υπό άγνωστες συνθήκες να γίνει το «βαθύ λαρύγγι» στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θέλει να εξιλεωθεί από το «ψέμα που πουλήσαμε στους ανθρώπους», χρησιμοποιώντας «βαθιά άδικες» και αντιδημοκρατικές» πρακτικές, όπως είπε στη συνέντευξή του στην Guardian. Μιμούμενος, έτσι, το στέλεχος της Facebook που πρόσφατα αποφάσισε να ανοίξει το στόμα της, αποκαλύπτοντας τε «τέρατα» που έχει διαπράξει η εταιρεία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ, παίζοντας ακόμη και με την ψυχική και σωματική υγεία νέων ανθρώπων και κυρίως κοριτσιών…
Τα έγγραφα αποκαλύπτουν, συγκεκριμένα, πως ο τεχνολογικός κολοσσός της Uber, κατά το επίμαχο διάστημα (2013-17)
εφάρμοζε κατά συρροή μεθόδους στα όρια της παρανομίας ή και παράνομες, προκειμένου να επιβληθεί στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών. Τα έγγραφα ξετυλίγουν το κουβάρι της διαπλοκής ανάμεσα στο κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τους κρατικούς φορείς και φανερώνει τους ανέντιμους τρόπους με τους οποίους διάφοροι «νέοι παίκτες», εκμεταλλευόμενοι τις εκκωφαντικές τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας και τις παραδοσιακές και δοκιμασμένες μεθόδους του καπιταλισμού, καταφέρνουν να «ταράξουν τα νερά» των αγορών και αναδεικνύονται, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε επιχειρηματικούς κολοσσούς. Κλασικό παράδειγμα σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο αποτελεί η –χρηματιστηριακής αξίας 41,6 δισ. δολαρίων σήμερα– Uber, η οποία ιδρύθηκε το όχι τόσο μακρινό 2009 και με ταχύτατους ρυθμούς αναδύθηκε σε ηγέτη στον κλάδο των μεταφορών και delivery.
Από ό,τι αποδεικνύουν, όμως, τα έγγραφα που διέρρευσε το τέως στέλεχός της, η εταιρεία δεν έφτασε στην κορυφή με τον… σταυρό στο χέρι. Αντιθέτως, όλη την πενταετία, ο συνιδρυτής και τότε διευθύνων σύμβουλός της, Τράβις Κάλανικ, φέρεται να εφάρμοσε κάθε δυνατό μέσο, με σκοπό την αλλαγή του ισχύοντος νομικού πλαισίου σε μια σειρά χώρες –από τη Γαλλία ως τη Ρωσία και από τη Νότιο Αφρική ως τη Μέση Ανατολή– και την κυριαρχία της Uber στις αγορές τους.
Αρχικά, ο Κάλανικ κατηγορείται πως προκειμένου να αμβλύνει τις διαμαρτυρίες των παραδοσιακών εταιρειών του κλάδου που τον ενδιέφερε, προσπάθησε και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε, να εντάξει, ως άτυπους λομπίστες υπέρ του, εξέχοντα πρόσωπα του κρατικού μηχανισμού οι οποίοι υπόσχονταν –έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων– νομοθετικές και πολιτικές διευκολύνσεις. Τα παραδείγματα πολιτικών με τα οποία η Uber κατάφερε να συμμαχήσει είναι ενδεικτικά της πολιτικής της επιρροής. Για την ώρα, τα περισσότερα βέλη στρέφονται κατά του Εμανουέλ Μακρόν, τότε υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Ολάντ. Ο νυν πρόεδρος της Γαλλίας, σύμφωνα με τη le Monde, κατηγορείται ότι έφτασε στο σημείο να συνάψει μέχρι και «μυστική συμφωνία» με τους αντιπάλους της Uber στο υπουργικό συμβούλιο — ενώ σήμερα δηλώνει υπερήφανος για όσα έκανε και τονίζει ότι θα τα επαναλάμβανε.
Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, μιντιάρχες και άλλοι παράγοντες βρίσκονταν στο «μισθολόγιο» της εταιρείας — ξεχωρίζει το όνομα του Μακρόν
Ακόμα, φαίνεται πως η Uber είχε καταφέρει να διεισδύσει και στα ανώτερα στρώματα του αμερικανικού πολιτικού στερεώματος, με τα έγγραφα να «καίνε» δύο από τους πλέον υψηλόβαθμους συμβούλους του Μπαράκ Ομπάμα, ενώ και ο Τζο Μπάιντεν –αντιπρόεδρος τότε– είχε ανοιχτά ταχθεί υπέρ της, μετά και από προσωπικά συνάντηση που είχε με τον Κάλανικ στο Φόρουμ του Νταβός. Τέλος, η αμερικανική εταιρεία φέρεται ότι είχε τη δυνατότητα να «κόβει και να ράβει» και εντός των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς την περίοδο εκείνη κατάφερε να πραγματοποιήσει 70 συναντήσεις με κορυφαίους αξιωματούχους της Κομισιόν. Μάλιστα, η τότε αντιπρόεδρος της Επιτροπής και υπεύθυνη για θέματα ανταγωνισμού (!), Νέλι Κρουζ, κατηγορείται πως βοήθησε κρυφά την Uber έρθει σε επαφή με κορυφαίους Ολλανδούς πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού. Σύμφωνα με την Guardian, η εταιρεία φέρεται να ακολούθησε παρόμοιες τακτικές και σε άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία.
Στη συνέχεια, πέραν της προσέγγισης πολιτικών προσώπων, η Uber δεν δίστασε να χαρίσει μετοχές σε διεθνούς βεληνεκούς μιντιάρχες. Μεταξύ άλλων, εκείνη την εποχή στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της βρέθηκαν οι εκδοτικοί οίκοι μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων, όπως η βρετανική Daily Mail, η γαλλική Les Echos, οι ιταλικές La Repubblica και L’Espresso, οι γερμανικές Die Welt και Bild και οι Times της Ινδίας.
Ακόμα, η εταιρεία μίσθωσε μέχρι και ακαδημαϊκούς προκειμένου να «εκπονήσουν» και να δημοσιεύσουν έρευνες ευνοϊκές προς αυτή και τις υπηρεσίες της — τεκμηριώνοντας και επιστημονικά το πόσο καλό θα μπορούσε να κάνει στην οικονομία και τους εργαζόμενους. Υιοθετώνταςμια τακτική γνωστή και από άλλες εποχές και επιχειρήσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, οι πετρελαϊκές. Τέλος, προκειμένου να σπιλώσει τις εταιρείες ταξί που αντιδρούσαν στην παρουσία και τις μεθόδους της Uber, εκμεταλλευόταν τις βίαιες αντιπαραθέσεις μεταξύ δικών της οδηγών και εξαγριωμένων οδηγών ταξί, τροφοδοτώντας τα ΜΜΕ με σκηνές βίας. Το έκανε,δε, καθώς θεωρούσε πως αυτές θα επιφέρουν δυσφήμιση στη βιομηχανία ταξί και, ταυτόχρονα, θα κερδίσουν τη συμπάθεια του κοινού προς όφελός της.
Όπως είναι φυσικό, ένα σκάνδαλο αυτού του μεγέθους δεν θα άφηνε ανεπηρέαστη ούτε την ελληνική πραγματικότητα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι αθέμιτες πρακτικές της εταιρείας είχαν καταγγελθεί ήδη από το 2014, ενώ η προσοχή όλων στρέφεται στο εάν και πότε θα ανοίξει η ελληνική δικαιοσύνη έρευνα για τη σχέση της Uber με τους τότε πολιτικά ιστάμενους αλλά και για την τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση της εταιρείας από τα μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ.