Στους κινηματογράφους προβάλλεται μια καυστική σάτιρα των σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, από τη σκοπιά του κεφαλαίου από τον Ισπανό σκηνοθέτη Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα
Η ισπανική ταινία Το τέλειο αφεντικό πήγε πολύ καλά σε εισπράξεις στην Ελλάδα και άρεσε σε πολλούς. Δικαιολογημένα, αφού είναι μια καυστική σάτιρα των σύγχρονων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όχι όμως τόσο από την πλευρά της εργασίας –αν και αυτή δεν λείπει– όσο από τη σκοπιά του κεφαλαίου, όπως το εκπροσωπεί ο πρωταγωνιστής Μπλάνκο.
Ο Μπλάνκο είναι ο μεσόκοπος ιδιοκτήτης ενός μικρού εργοστασίου που παράγει ζυγαριές βιομηχανικής χρήσης και φιλοδοξεί να πάρει ένα βραβείο επιχειρηματικής αριστείας το οποίο απονέμει μια επιτροπή που επισκέπτεται τον χώρο εργασίας και αξιολογεί τις συνθήκες που επικρατούν. Γι’ αυτό, όλα στην επιχείρηση πρέπει να δουλεύουν ρολόι, όμως διάφορα απρόβλεπτα περιστατικά δεν ευνοούν το όνειρο του Μπλάνκο, που έχει κληρονομήσει το εργοστάσιο από τον πατέρα του.
Διακριτικά η ταινία απεικονίζει και τον ανταγωνισμό που επικρατεί και στο στρατόπεδο της εργασίας
Καθώς ο ίδιος είναι άτεκνος, αντιμετωπίζει τους εργαζόμενούς του, ιδίως τους υψηλόβαθμους, σαν παιδιά του. Τους φέρεται πατερναλιστικά, παρεμβαίνει στην ιδιωτική τους ζωή όχι «για το καλό τους» αλλά για το καλό της επιχείρησης ή μάλλον για το καλό της εικόνας της επιχείρησης. Ένα από τα «αγκάθια» είναι ένας απολυμένος εργαζόμενος που κατασκηνώνει στη νησίδα έξω από το εργοστάσιο, ζητώντας την επαναπρόσληψή του. Ντουντούκα, πανό, ομπρέλα, τα δυο μικρά παιδιά μαζί με τον πατέρα και ο Μπλάνκο να προσπαθεί να τον απομακρύνει χρησιμοποιώντας θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Ένα άλλο «αγκάθι» είναι μια όμορφη κοπέλα που κάνει τη μαθητεία της στο εργοστάσιο, στο τμήμα μάρκετινγκ, και ο Μπλάνκο την βλέπει σαν τρόπαιο. Πέφτει όμως από τα σύννεφα, όταν μαθαίνει ότι η φιλόδοξη μαθητευόμενη είναι κόρη οικογενειακών φίλων και την έπαιζε στα γόνατά του όταν ήταν κοριτσάκι. Ένα άλλο «αγκάθι» είναι ο διευθυντής παραγωγής, παιδικός του φίλος, που λόγω προβλημάτων στον γάμο του αδυνατεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Και το κερασάκι στην τούρτα: μια τεράστια υπαίθρια ζυγαριά που διακοσμεί την είσοδο της βιομηχανικής μονάδας δεν ισορροπεί με τίποτα, γιατί ένα πουλί επιμένει να αφήνει τις κουτσουλιές του στον έναν από τους δύο δίσκους της. Η ισορροπία, η δικαιοσύνη και όλα τα ωραία λόγια με τα οποία ρητορεύει ο Μπλάνκο πάνε κατά διαβόλου.
Η ταινία δεν είναι κλασική κωμωδία, αν και περιέχει πολλές κωμικές πινελιές. Η πονηριά και η αναλγησία του «τέλειου αφεντικού» ξετυλίγονται λίγο-λίγο. Έντονη είναι η απουσία κάθε συλλογικότητας στον χώρο εργασίας και δεν εννοούμε σε επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ο απολυμένος ουρλιάζει στη νησίδα μόνος του, κανείς συνάδελφος από το ίδιο εργοστάσιο ή από κάποιο άλλο δεν του δίνει, έστω στα κρυφά, ένα σάντουιτς ή ένα μπουκάλι νερό. Απόγνωση βοώντος εν τη ερήμω. Ούτε στα σόσιαλ μίντια δεν εκδηλώνεται κάποια εικονική συμπαράσταση… Ο καθένας μόνος του. Μόνο ο φύλακας της πύλης του εργοστασίου πιάνει κουβέντα με τον απολυμένο και του δίνει συμβουλές για την ομοιοκαταληξία των συνθημάτων. Διακριτικά, χωρίς καταγγελτικό ύφος, η ταινία απεικονίζει την απομόνωση, τον ανταγωνισμό που επικρατεί και στο στρατόπεδο της εργασίας. Μόνο κάποιες νύξεις συναντάμε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν αλλιώς, όπως στην έξοχη σκηνή του τέλους.
Η ταινία, η τρίτη του Ισπανού σκηνοθέτη Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, έσπασε όλα τα ρεκόρ στα φετινά βραβεία Γκόγια, ενώ το μεγάλο της ατού είναι η ερμηνεία του Χαβιέ Μπερδέμ, που υποδύεται τον εργοστασιάρχη χωρίς να τον μετατρέπει σε καρικατούρα. Δυστυχώς, καρικατούρα είναι ο απολυμένος, ενώ το τραγικό πρόσωπο της ταινίας είναι ένας θύτης που γίνεται θύμα.