Ήταν Δεκέμβριος του 2019, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοίνωνε την επίσπευση της απολιγνιτοποίησης, με στόχο έως το 2023 να έχουν κλείσει όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ πλην του «Πτολεμαΐδα V». Ήδη από τότε, πολλοί επεσήμαιναν ότι η αναγκαία απομάκρυνση από τον άνθρακα δεν επισπευδόταν για την προστασία του περιβάλλοντος: O «βρώμικος» εγχώριος λιγνίτης αντικαθίστατο με το επίσης «βρώμικο» εισαγόμενο φυσικό αέριο, ώστε η μερίδα του λέοντος της ηλεκτροπαραγωγής να μεταφερθεί από τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ στις ιδιωτικές μονάδες αερίου.
Σειρά ρυθμίσεων των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, υπό τις οδηγίες της ΕΕ, διασφάλιζαν κολοσσιαία υπερκέρδη τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τις ιδιωτικές εταιρείες λιανικής, που τότε αύξαναν την πελατεία τους με δελεαστικές προσφορές — μόνο που ο «διάβολος» κρυβόταν στα «ψιλά γράμματα» και σε μια άγνωστη τότε ορολογία: Τη ρήτρα αναπροσαρμογής.
Τρία χρόνια μετά, η διαβόητη «απελευθέρωση» της αγοράς ενέργειας «δείχνει τα δόντια» της, με κολοσσιαίες αυξήσεις στην τιμή της κιλοβατώρας, που ξεκίνησαν πολύ πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Περίπλοκοι μηχανισμοί στήνονται για να επιστραφεί ένα μικρό μόνο μέρος της ληστείας στους καταναλωτές (ούτε τα 100 ευρώ δεν έφτασε η επιστροφή μέσω του power pass για την πλειοψηφία των καταναλωτών), ενώ επιδοτείται με κάθε τρόπο η ασύλληπτη κερδοφορία των «βαρόνων» της ενέργειας. Κάνοντας, δε τη βρώμικη δουλειά, μπροστά στον «βαρύ» χειμώνα που έρχεται, η κυβέρνηση σπεύδει να ξανανοίξει τα λιγνιτικά εργοστάσια, κάνοντας «γαργάρα» τα περί προστασίας του κλίματος.
Ο δρόμος για φθηνή ενέργεια με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος περνά από την απαλλοτρίωση όλων των μονάδων και των δομών ηλεκτροπαραγωγής, την κατάργηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και μια νέα οργάνωση της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, με τις λαϊκές ανάγκες στο προσκήνιο.