Κώστας Παλούκης
▸ Οι κομμουνιστές και η αντιπολεμική πάλη στο Μέτωπο
Η μικρασιατική εκστρατεία εντάσσεται στο «μακρύ Μεγάλο Πόλεμο», δηλαδή στους πολέμους που ακολούθησαν αμέσως μετά το τέλος του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την έναρξη της εκστρατείας, τον Μάιο του 1919, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1920, ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε έναν ανταρτοπόλεμο. Από τον Μάρτιο του 1921, μετά και την επικράτηση των αντιβενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, εγκαινιάζεται η περίοδος της πανστρατιάς, με στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου. Η διεύρυνση του μετώπου δεν επέφερε την ήττα και τη συνθηκολόγηση του εχθρού. Αντίθετα, μειωνόταν συνεχώς η αποτελεσματικότητα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε τακτικό πόλεμο θέσεων με βαρύτατες απώλειες για τον ελληνικό στρατό. Τέλος, κύριο χαρακτηριστικό του πολέμου ήταν οι αγριότητες που διαπράχθηκαν εναντίον του άμαχου πληθυσμού εκατέρωθεν (Γ. Χρανιώτης, Παλαιοί Πολεμιστές, εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1922-1928, 2020, 130-132). Οι Κεμαλικοί εφαρμόζουν τις εκτοπίσεις και τις αναγκαστικές μετοικεσίες του άρρενος πληθυσμού των ελληνικών χωριών. Οι βιαιοπραγίες και αγριότητες του ελληνικού στρατού εναντίον των ντόπιων μουσουλμάνων εντείνονται ανάλογα με την ένταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων (Χρανιώτης, 133-134).
Συνολικά, την περίοδο των πολέμων 1912-1922, επιστρατεύτηκαν 31 κλάσεις ηλικιών, που ανέρχονταν σε 919.100 άτομα. Εξαιτίας της δεκαετούς επιστράτευσης, η κόπωση από τη συνεχή παραμονή στο μέτωπο ήταν έκδηλη τόσο στους αξιωματικούς όσο και στους απλούς οπλίτες (Χρανιώτης, 154). Η μαζικότητα του φαινομένου της λιποταξίας και ανυποταξίας και η γενικότερη διαμαρτυρία για την παράταση του πολέμου δείχνουν μείωση της συνοχής του ελληνικού στρατεύματος (Χρανιώτης, 167).
Ολοήμερες μάχες όπως της Κιουτάχειας διεξάγονταν χωρίς τροφή και νερό, ενώ διακόπτονταν οι ώρες ξεκούρασης λόγω εργασιών ή έναρξης της μάχης, όπως στο Σαγγάριο. Οι περιπτώσεις εγκατάλειψης τραυματιών στο πεδίο της μάχης και η προοπτική του θανάτου ή της αιχμαλωσίας προκαλούσε συναισθήματα τρόμου και φόβου στους οπλίτες. Συνεπώς, κομβικό ζήτημα για τους οπλίτες ήταν η προοπτική της επιβίωσης από τους κινδύνους της πρώτης γραμμής του μετώπου. Το σοκ από την κατάσταση στην οποία έβρισκαν τις οικογένειες τους στα μετόπισθεν οι αδειούχοι, μεγάλωνε την ανησυχία για την τύχη των οικογενειών τους, όταν επέστρεφαν στο μέτωπο. Έτσι, η ανυποταξίας και η λιποταξία εντείνονταν, ενώ αυξανόταν ο αριθμός των φαντάρων που στασίαζαν ή ήταν απείθαρχοι (Χρανιώτης, 192, 201-204, 212, 352).
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η κριτική στην ίδια την σκοπιμότητα του πολέμου και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για συνολική άρνηση του εθνικισμού. Το ΣΕΚΕ, αρχικά, παρότι υπερασπίζεται τη λήξη του πολέμου και την ειρήνευση χωρίς αποσπάσεις εδαφών, δεν τοποθετείται αρνητικά στη μικρασιατική εκστρατεία και, στην ουσία, αναπαράγει τις θέσεις του βενιζελισμού σε μια πιο αριστερή εκδοχή. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμά του δεν καταλήγει στην επαναστατική δράση, αλλά προτείνει ένα σταδιακό μετασχηματισμό προς δημοκρατικότερες δομές, που θα καταλήξει στη «Λαϊκή Δημοκρατία». Αργότερα, όμως, στα 1919, το ΣΕΚΕ μετατοπίζεται στο ζήτημα του πολέμου και τάσσεται εναντίον της ελληνικής εκστρατείας, αρχικά στην Ουκρανία και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία. Πλέον απορρίπτεται η Μεγάλη Ιδέα και προβάλλεται ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του μικρασιατικού πολέμου, ασκώντας έντονη κριτική σε όλες τις συνθήκες που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως τη Συνθήκη των Σεβρών, ότι όχι μόνο δεν εξασφάλιζαν την ειρήνη αλλά οδηγούσαν σε νέους πολέμους. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν για την 1η Νοεμβρίου του 1920, το ΣΕΚΕ(Κ) κατήλθε με πρόγραμμα που συνοψίζονταν στην καταδίκη του πολέμου στη Μικρά Ασία, στην επιβολή άμεσης και γενικής αποστράτευσης και ειρήνης με όλους τους Βαλκανικούς λαούς
(Χρανιώτης, 370-371).
Τον Σεπτέμβριο του 1920 συγκροτήθηκε στο μέτωπο Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή για τις ομάδες των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου
Στην Ελλάδα το 1921 ξεσπούν απεργίες και διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου. Στο μέτωπο οι κομματικοί πυρήνες γύρω από τον Παντελή Πουλιόπουλο θα αναπτύξουν έντονη αντιπολεμική προπαγάνδα και με αυτόν τον τρόπο θα εκπροσωπήσουν πολιτικά τον ριζοσπαστισμό των φαντάρων. Αντιπολεμική δράση αναπτύχθηκε και στη Στρατιά της Θράκης. Το μικρασιατικό μέτωπο, ωστόσο, αποτέλεσε το επίκεντρο της αντιπολεμικής κομμουνιστικής δράσης. Στη Σμύρνη, πυρήνας δέκα ατόμων δημιουργήθηκε στο Σύνταγμα Τηλεγραφητών στη Μπούρνοβα, από το 1920. Ο Πουλιόπουλος, που είχε οικοδομήσει επαφές και με τον Φραγκίσκο Τζουλάτη της Κομμουνιστικής Ένωσης, προμηθευόταν έντυπα των Γάλλων Παλαιών Πολεμιστών, όπως το περίφημο Πόλεμος κατά του Πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1920 συγκροτήθηκε στο μέτωπο Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή για τις ομάδες των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου. Λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου, οπλίτες κομμουνιστές που μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς έριχναν κατά μήκος των φυλακίων διάφορα κομμουνιστικά έντυπα (Χρανιώτης, 390-5).
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 στη Ραιδεστό ξέσπασαν στάσεις σε μονάδες που υποχωρούσαν από τη Μικρά Ασία και απειλήθηκε γενική εξέγερση. Οι εξαγριωμένοι φαντάροι ξυλοκόπησαν τον αξιωματικό τους και ένοπλοι στρατιώτες, κρατώντας τρείς κόκκινες σημαίες, στράφηκαν κατά των βαθμοφόρων. Τους ξήλωσαν το στέμμα από τα πηλίκια και τα διακριτικά από τις στολές τους φωνάζοντας «Ζήτω η απόλυση!», «Κάτω ο πόλεμος», «Κάτω η στρατοκρατία!». Βέβαια, παρά τη διατύπωση πολιτικών συνθημάτων, η γενικευμένη αντίδραση γρήγορα εκφυλίστηκε, καθώς το πλήθος διαλύθηκε μετά τη διαταγή για απόλυση (Χρανιώτης, 353-354). Σύμφωνα με τον Χρανιώτη, οι ελληνικές ανταρσίες ήταν βραχύβιες. Ωστόσο, οι λιποτάκτες και οι απείθαρχοι στρατιώτες διατύπωναν ένα ξεκάθαρο αίτημα, την επιστροφή στην πατρίδα και την αποστράτευση. Επρόκειτο για ένα πολιτικό αίτημα, που είχε εκφραστεί ήδη στο εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου του 1920 και το οποίο δεν είχε υλοποιηθεί από τις κυβερνήσεις των αντιβενιζελικών, ούτε μετά τις εκλογές, ούτε μετά τις επιχειρήσεις στο Σαγγάριο ποταμό. Η κορύφωση του φαινομένου από τον Σεπτέμβριο του 1921 και μετά δείχνει ότι οι Έλληνες στρατιώτες δεν συναινούσαν πλέον σε παράταση των μαχών και κατ’ επέκταση του πολέμου. η πειθαρχία κλονίστηκε, ο σεβασμός προς τους ανωτέρους δύσκολα πλέον μπορούσε να επανέλθει. (Χρανιώτης, 354-356). Το ριζοσπαστικό αυτό κλίμα αποτέλεσε σημαντική παρακαταθήκη για να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια το κίνημα των παλαιών πολεμιστών και των αναπήρων πολέμου.