Θοδωρής Μαγκλάρας
Χαρακτήρα κεντρικής ιδεολογικής μάχης απέναντι στην Αριστερά και το φοιτητικό κίνημα δίνει στο νομοσχέδιο-έκτρωμα η κυβέρνηση.
«Αυτό σημαίνει εθνική παιδεία στην υπηρεσία της εθνικής οικονομίας», υποστήριξε ο Κ. Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής κατά τη διαβούλευση για το νέο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μια τοποθέτηση που με τον πιο εύγλωττο –και κυνικό– τρόπο αναδεικνύει τις διαχρονικές στρατηγικές στοχεύσεις κυβερνήσεων και κεφαλαίου για το πανεπιστήμιο, δηλαδή τη διάλυσή του δημόσιου-δωρεάν χαρακτήρα του και την ταυτόχρονη επιχειρηματική ανασυγκρότησή του. Οι μεταρρυθμίσεις του νομοσχεδίου αγγίζουν όλους τους βασικούς πυλώνες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι κεντρικοί στόχοι του μπορούν να απεικονιστούν σε 5 σημεία: α) αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και προώθηση της εσωτερικής κινητικότητας, β) κλείσιμο και συγχωνεύσεις τμημάτων, γ) Περαιτέρω σύνδεση πανεπιστημίου – αγοράς, δ) Αντιδραστικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης και οργάνωσης και ε) Υπονόμευση και επίθεση στη συνδικαλιστική δράση εντός των ΑΕΙ.
Πιο αναλυτικά, το νομοσχέδιο παρερμηνεύει και εκμεταλλεύεται συνειδητά τον όρο «διεπιστημονικότητα», ώστε να πετύχει την κατάργηση της ενιαιότητας των προγραμμάτων σπουδών και τον ανώτερο πολυκατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων. Όπλα στη φαρέτρα του για το σκοπό αυτόν, έχει τη δημιουργία διπλών πτυχίων, την επιλογή μαθημάτων από πολλαπλά τμήματα αλλά και τη δημιουργία «εσωτερικού Erasmus». Στην ουσία, πρόκειται για μια βαθιά αντιεπιστημονική ρύθμιση, η οποία αφαιρεί κάθε δυνατότητα συνολικής εποπτείας του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου στο όνομα της συλλογής προσόντων και της εξατομίκευσης του πτυχίου. Τα αποτελέσματα για τους/τις αποφοίτους θα είναι ολέθρια, καθώς χάνεται το στοιχείο της ενιαίας κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το γνωστικό αντικείμενο, αφαιρώντας, έτσι, και κάθε δυνατότητα συλλογικής κατοχύρωσης στην αγορά εργασίας. Διαμορφώνεται λοιπόν, μια συνθήκη κατά την οποία οι φοιτητές/ριες θα καταρτίζονται εξειδικευμένα σε συγκεκριμένα πεδία που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα την εξώθηση στη διαρκή και επί πληρωμή επανακατάρτιση κάθε φορά που οι ανάγκες αυτές θα τροποποιούνται.
Συγχρόνως, επιταχύνεται η ξέφρενη πορεία (που έχει αρχίσει από χρόνια) των συγχωνεύσεων και της κατάργησης δεκάδων τμημάτων, κυρίως της περιφερειακής Ελλάδας. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει την «τακτική και περιοδική πιστοποίηση από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης», που θα πραγματοποιείται ανά πέντε χρόνια, μια πιστοποίηση που θα λαμβάνει υπόψη «κριτήρια αξιολόγησης» των ΑΕΙ που θα επαφίονται ολοκληρωτικά στο ποσοστό σύνδεσης του πανεπιστημίου με την αγορά, την εξωστρέφεια και άλλα επιχειρηματικά κριτήρια. Αξίζει να σημειωθεί, πως η αξιολόγηση των ιδρυμάτων σχετίζεται άμεσα με την κρατική χρηματοδότηση που λαμβάνουν, το οποίο σημαίνει ότι σε ένα πλαίσιο ολοένα αυξανόμενης υποχρηματοδότησης, τα τμήματα τα οποία δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στο στρατηγικό πλάνο της εκάστοτε κυβέρνησης θα οδηγούνται στην οικονομική πτώχευση και άρα είτε στο κλείσιμο είτε στην εύρεση οικονομικών πόρων απευθείας από τον ιδιωτικό τομέα, προφανώς με ταυτόχρονη παραχώρηση ερευνητικών και ακαδημαϊκών πόρων.
Ο στόχος για την περαιτέρω σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά όμως δεν περιγράφεται μόνο μέσα από την προώθηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης. Ταυτόχρονα, ενισχύεται και «απογραφειοκρατικοποιείται» το νομικό πλαίσιο ίδρυσης τεχνοβλαστών spin-off και start-up εταιρειών με πόρους του πανεπιστημίου, τους οποίους στο εξής θα διαχειρίζονται ανώνυμες εταιρείες. Παράλληλα, η έρευνα εντός των ΑΕΙ θα προσανατολίζεται απευθείας στις ανάγκες των επιχειρήσεων μέσα από τη δημιουργία «βιομηχανικών μεταπτυχιακών και διδακτορικών», ερευνητικού έργου, δηλαδή, προσανατολισμένου εξαρχής στις ανάγκες της επιχείρησης για ανταγωνιστική και καινοτόμα τεχνολογία αιχμής.
Όπως είναι φυσικό, για την άρτια ενορχήστρωση όλων των παραπάνω λειτουργιών, απαιτούνται και ανάλογες αλλαγές και στον τρόπο διάρθρωσης και διοίκησης των ΑΕΙ. Αυτό -σύμφωνα πάντα με το νομοσχέδιο- γίνεται με τη σύσταση των Συμβουλίων Διοίκησης, που θα απαρτίζονται από 6 μέλη της Συγκλήτου και 5 εξωτερικά μέλη, επί της ουσίας managers, στελέχη επιχειρήσεων και τεχνοκράτες. Τα συμβούλια αυτά θα αναλάβουν όλες τις διοικητικές λειτουργίες των ιδρυμάτων και την ευθύνη να χαράσσουν στρατηγικό πλάνο με βάση τις ανάγκες της τοπικής και εθνικής οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή θα εκλέγουν τον πρύτανη και τους κοσμήτορες και θα έχουν λόγο ακόμα και σε ακαδημαϊκά θέματα. Διαμορφώνονται έτσι οι προϋποθέσεις για την «αναίμακτη» και ασφαλή από διεκδικήσεις φοιτητών και εργαζομένων υλοποίηση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, μέσα από ένα αυταρχικό και πλήρως εναρμονισμένο με την αγορά μοντέλο διοίκησης.
Στο κυβερνητικό απόσπασμα οι φοιτητικοί αγώνες
Τελευταία, αν και σίγουρα όχι λιγότερο σημαντική, πτυχή του νομοσχεδίου είναι η εμβάθυνση της επίθεσης στη συνδικαλιστική και πολιτική δράση των φοιτητών. Σε συνέχεια της πανεπιστημιακής αστυνομίας και των πειθαρχικών (που το νομοσχέδιο φροντίζει να επικυρώσει) δημιουργούνται τα Συμβούλια Φοιτητών, όργανα εκπροσώπησης των φοιτητών στα όργανα διοίκησης τα οποία θα συγκροτούνται παράλληλα με τους Φοιτητικούς Συλλόγους και θα εκλέγονται με ενιαία ψηφοδέλτια, εντείνοντας την κατεύθυνση πλήρους αποπολιτικοποίησης και αποστείρωσης των χώρων των ΑΕΙ.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που έρχεται να ολοκληρώσει βασικές πτυχές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης όπως αυτή περιγράφεται από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που η συζήτηση στη Βουλή ανέδειξε πίσω από τους προεκλογικούς μονολόγους την ουσιαστική συμφωνία των αστικών κομμάτων στις στρατηγικές επιδιώξεις του νομοσχεδίου. Ενδεικτική ήταν η φράση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Φίλη στο βήμα της Βουλής: «Αναμφισβήτητα, είναι αναγκαία η σύνδεση του πανεπιστημίου με την οικονομία» όπως και η θετική τοποθέτησή του ως προς το Erasmus, τα «διεπιστημονικά» προγράμματα σπουδών και άλλες σημαντικές πτυχές. Διόλου τυχαία και η προβληματική πολιτικά απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να αποχωρήσει από την ψήφιση στην ολομέλεια αντί να καταψηφίσει τα άρθρα.
Ο νόμος Γαβρόγλου, άλλωστε, προέβλεπε -όπως και το εν λόγω νομοσχέδιο- τόσο την απόσπαση της παιδαγωγικής επάρκειας όσο και τις συγχωνεύσεις σχολών και τμημάτων. Η μάχη για την ανατροπή του νομοσχεδίου δεν μπορεί παρά να είναι μια καταρχάς πολιτική μάχη του φοιτητικού, πανεκπαιδευτικού και ευρύτερα λαϊκού κινήματος για τη συνολική ανατροπή της αστικής πολιτικής και της -κεκαλυμμένης ή μη- συναίνεσης σε αυτήν.
Σημαδεύουν το παρελθόν του κινήματος, για να χτυπήσουν το παρόν
Αποκαλυπτική του συνολικού αντιδραστικού χαρακτήρα του νομοσχεδίου, είναι η απόφαση της κυβέρνησης να επιστρατεύσει ακόμα και τον ιστορικό αναθεωρητισμό για να χτυπήσει το φοιτητικό κίνημα, μέσω του υφυπουργού Παιδείας. Ο Άγγελου Συρίγος διόλου τυχαία αναφέρθηκε στη διάρκεια της συζήτησης στην ολομέλεια απαξιωτικά στη σημασία του αγώνα των φοιτητών στο Πολυτεχνείο συνδέοντας τον αλτ-ράιτ ρεβιζιονισμό του με τους… «μύθους» που, όπως είπε, βιώνουν σήμερα οι αριστερές οργανώσεις ως απότοκο αντίστασης σε μια «χούντα που δεν υπάρχει».