Το λογοκριμένο φιλμ του Ζανγκ Γιμού είναι μια «ερωτική επιστολή» στη δύναμη και τη μαγεία του κινηματογράφου, το κινεζικό Σινεμά ο Παράδεισος.
O 72χρονος σήμερα Ζανγκ Γιμού είναι ο πιο διάσημος Κινέζος σκηνοθέτης όλων των εποχών και o πιο εμβληματικός εκπρόσωπος της ανανεωτικής 5ης γενιάς του κινεζικού κινηματογράφου. Η καριέρα του είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, απότοκα της προσπάθειάς του να «βαδίζει στη διαχωριστική γραμμή» ανάμεσα στον προσωπικό και τον εμπορικό κινηματογράφο, την αμφισβήτηση του κατεστημένου και τη μετατροπή του σε «φωνή του καθεστώτος», τη λατρεία για την κινεζική παράδοση και τις ισχυρές δυτικές επιρροές. Η δική του μεγάλη πορεία έχει πολλούς σταθμούς. Από τον προσωπικό κινηματογράφο του Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια μέχρι τα στιλιζαρισμένα ιστορικά έπη πολεμικών τεχνών Ήρωας και Ιπτάμενα στιλέτα και τη σκηνοθεσία των φαντασμαγορικών τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου (του 2008 και τους Χειμερινούς του 2022).
Ως ένα από τα πιο πετυχημένα καλλιτεχνικά εξαγώγιμα προϊόντα της Κίνας, ο Ζανγκ Γιμού κατάφερε να έχει ένα μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας σε σχέση με τον μέσο Κινέζο σκηνοθέτη, ωστόσο, παράλληλα, κάθε έργο του βρίσκεται στο μικροσκόπιο της λογοκρισίας, αν και δύσκολα θα τον χαρακτήριζε κανείς αντικαθεστωτικό.
Αυτό έγινε και στην ταινία Η Χαμένη Σκηνή, που είναι μια «ερωτική επιστολή» στο σινεμά και κάποιοι την χαρακτήρισαν ως το κινεζικό Σινεμά ο παράδεισος. Η ταινία ήταν να προβληθεί στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2019, ωστόσο η κινεζική επιτροπή απέσυρε τη συμμετοχή την τελευταία στιγμή, καθώς υπήρχαν φόβοι ότι η ταινία θα κέρδιζε το μεγάλο βραβείο και αυτό θα προκαλούσε ανεπιθύμητη δημοσιότητα.
Η λογοκριμένη ταινία πέρασε από σαράντα κύματα και κάποιες σκηνές χρειάστηκε να γυριστούν ξανά, ώστε να «απαλυνθούν» κάποια αμφιλεγόμενα σημεία και να δοθεί έγκριση για προβολή της στην Κίνα. Το φιλμ, με αρκετές ειρωνικές και κωμικές πινελιές, δείχνει με παραστατικό τρόπο τη φτώχεια και την πείνα που επικρατούσαν στην κινεζική επαρχία την περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης. Πάντως, η συνολική κριτική –στη νέα εκδοχή– είναι διακριτική και η απεικόνιση της κατάστασης δεν παρουσιάζεται με τον ωμό ρεαλισμό που συναντάμε σε παλαιότερες ταινίες του όπως το Να ζεις του 1994.
Πρόκειται για την πιο προσωπική ταινία του Ζανγκ Γιμού, καθώς και ο ίδιος εκείνη την περίοδο στάλθηκε για «μετεκπαίδευση», όπως και ο ήρωας της ταινίας, ο οποίος δραπετεύει από μια φάρμα εργασίας για «κακά στοιχεία». Για άλλη μια φορά, στο έργο του Γιμού δεν κρύβονται οι «δυτικές επιρροές»,
από τον Φελίνι μέχρι τους αδελφούς Κοέν.
Ο κινηματογράφος ως μορφή τέχνης, μοχλός συλλογικής δράσης και εργαλείο προπαγάνδας
Θέμα του φιλμ είναι η δύναμη του κινηματογράφου ως μιας μορφής τέχνης που προκαλεί πολύ δυνατά συναισθήματα αλλά και ως εργαλείου προπαγάνδας. Μεταξύ άλλων, ο σημαντικός σκηνοθέτης αγγίζει το θέμα της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική μάχη για την επιβίωση και το καλό της κοινότητας. Η ταινία δείχνει –με κάποιες σατιρικές δόσεις– την επίδραση που είχε στην Κίνα του Μάο η κοινοβιακή προβολή ταινιών ως μοχλός συλλογικής δράσης αλλά και ως μια μεγάλη γιορτή για όλους. Χαρακτηριστικός είναι ο χαρακτήρας-καρικατούρα του «κύριου Σινεμά», του υπεύθυνου προβολών του χωριού, που θεωρεί ότι μόνο αυτός μέσω της δύναμης των φιλμ μπορεί να μεταλαμπαδεύσει τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ στις μάζες.
Δημήτρης Τζιαντζής