Ρόζυ Μονάκη
Ένα χρόνο πριν, οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν με φωνές γυναικών, θηλυκοτήτων και ΛΟΑΤΚΙΑ+ ατόμων που εξομολογούνταν το τραύμα της χρόνιας κακοποίηση τους (σεξουαλικής και μη) από άντρες σε θέση εξουσίας, καταγγέλλοντας την πατριαρχία και τα στερεότυπα που ορίζουν τις ζωές μας. Ένα ποτάμι οργής ξεχύθηκε στους δρόμους, δημιουργώντας το ελληνικό #metoo. Στη δίνη αυτού του κινήματος ξέσπασε και η υπόθεση του κατηγορούμενου για βιασμό ανηλίκων Δημήτρη Λιγνάδη. Ο τελευταίος επί σειρά ετών χειραγωγούσε εφήβους, δημιουργούσε ισχυρές σχέσεις εξάρτησης μαζί τους και σύμφωνα με τις κατηγορίες τους βίαζε κατ’ εξακολούθηση εκμεταλλευόμενος την καλλιτεχνική του υπόσταση. Το μαζικό φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα όμως δημιούργησε το πλαίσιο ασφάλειας και αλληλεγγύης ώστε τα επιζώντα να καταγγείλουν τα όσα τους έχουν συμβεί απο τον άνθρωπο που μέχρι τότε φάνταζε παντοδύναμός.
Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2021, παρακολουθήσαμε τις συνεντεύξεις των Ν.Σ. και Β.Κ που περιέγραφαν τον βιασμό τους. Ακολούθησε μια μεγάλη σειρά γεγονότων, συγκάλυψης, μιντιακής παραπληροφόρησης και προπαγάνδας. Προέκυψαν επιστολές μαθητών από το Αρσάκειο που περιέγραφαν παρόμοια περιστατικά αλλά και δηλώσεις του Μπαμπινιώτη που υπερασπίζονταν την αξιοπιστία του κατηγορουμένου. Αναρτήσεις επί αναρτήσεων που επιβεβαίωναν αυτά κι άλλα τόσα για τον θύτη αλλά και σκληρή προπαγάνδα από τα κανάλια για να συγκαλυφθεί η σχέση του με την κυβέρνηση (το περιβόητο «μην ανεβάζετε φωτογραφίες του Λιγνάδη με άλλα άτομα»). Αρθρογραφία για σχέσεις του Λιγνάδη με ΜΚΟ προσφύγων που κατέβαιναν μέσα σε ώρες.
Παράλληλα το φεμινιστικό και καλλιτεχνικό κίνημα στήριζαν τα επιζώντα με έμπρακτη αλληλεγγύη και αγωνιστική δράση. Φώναζαν «Μενδώνη παραιτήσου» δίνοντας αντικυβερνητικό χαρακτήρα στο σκάνδαλο, αναγνωρίζοντας το μερίδιο ευθύνης που αρμόζει στη ΝΔ και στην υπουργό. Πράγματι, ο Λιγνάδης ήταν ένας άνθρωπος παντοδύναμος, για χρόνια μέσα στους πολιτικούς κύκλους, που δρούσε κάτω από την πλήρη κάλυψη και προστασία της κυβέρνησης, με συγκεκριμένη άποψη για την πολιτισμό και πως αυτός πρέπει να αξιοποιηθεί για τα αστικά συμφέροντα. Μάλιστα, όταν το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε, η μόνη που σιωπούσε εκκωφαντικά, ήταν η κυβέρνηση, για να μας πει η υπουργός εβδομάδες αργότερα πως ο Λιγνάδης «την κορόιδεψε με υψηλή υποκριτική τέχνη».
Η σύλληψη
Στις 20 Φεβρουαρίου θα οδηγηθούμε στη σύλληψη του Δ. Λιγνάδη με τις κατηγορίες του βιασμού κατ’ εξακολούθηση. Από τη στιγμή της σύλληψης του και κατά τη διάρκεια του σχηματισμού δικογραφίας, μια σειρά καθυστερήσεων εγείρουν ερωτήματα γύρω από τις διαφανείς συνθήκες διεξαγωγής της έρευνας. Η σύλληψή του δεν συνοδεύτηκε από έρευνα στο σπίτι του, ούτε από κατάσχεση του κινητού ή του υπολογιστή του. Χρειάστηκε να φτάσουμε στις 3 Μαρτίου για να πραγματοποιηθεί η πρώτη αυτοψία στο διαμέρισμα του ηθοποιού.
Δυο μέρες μετά την σύλληψη του, ο Λιγνάδης όρισε δικηγόρο του τον Αλέξη Κούγια. Από την αρχή μέχρι και λίγο πριν την ολοκλήρωση της δίκης ο Κούγιας σε μια συντεταγμένη προσπάθεια στοιχειοθέτησε το επιχείρημα πως οι κατηγορίες απέναντι στον Λιγνάδη είναι κατασκευασμένες από ένα κύκλωμα πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων (ΣΕΗ, δημοσιογράφους κτλ), που χρησιμοποίησε τα θύματα για να πλήξει τον πελάτη του Ο Κούγιας από την πρώτη στιγμή και αντιλαμβανόμενος την επικινδυνότητα της σύνδεσης του Λιγνάδη με την κυβέρνηση, έστησε όλη την γραμμή υπεράσπισης θυματοποιώντας τον θύτη. Με αυτή τη στάση και με χυδαίους εκβιασμούς, αφαίρεσε από την υπόθεση κάθε αντικυβερνητικό χαρακτηριστικό και ανάγκασε μεγάλο μέρος του κινήματος να σταματήσει τον αντικυβερνητικό του λόγο.
Η δίκη
Στις 11 Φεβρουαρίου η δίκη ξεκίνησε, με τη δικογραφία να αφορά τέσσερις καταγγελίες βιασμών ανηλίκων. Εκείνη την ημέρα η αστυνομία απαγόρευσε την είσοδο στο δικαστήριο οποιουδήποτε δεν ήταν παράγοντας της δίκης, αποκλείοντας μηνυτές, μάρτυρες και δημοσιογράφους. Με πρόσχημα την πανδημία εμφανίστηκε μία λίστα διαπιστευμένων δημοσιογράφων του υπουργείου δικαιοσύνης, αποκλείοντας άλλους, σε μια πρωτοφανή παραβίαση του δικαιώματος στην ενημέρωση και της προάσπισης του δημόσιου χαρακτήρα της διαδικασίας. Μέχρι και πριν την άρση των μέτρων για την πανδημία, η δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης γινόταν από 5 δημοσιογράφους, ενώ το Παρατηρητήριο Lignadis trial Watch λειτουργούσε άτυπα, αφού ύστερα από πίεση δόθηκαν άλλες τρεις θέσεις στο ακροατήριο.
Με την άρση των υγειονομικών περιορισμών, οι πόρτες άνοιξαν. Τότε κόσμος του κινήματος, φεμινίστριες, ηθοποιοί και δημοσιογράφοι κατάφεραν να παρακολουθήσουν τη δίκη και να δώσουν το έμπρακτο παρόν δίπλα στα επιζώντα.
Έκτοτε, για 5 μήνες, παρακολουθήσαμε τον Κούγια να κάνει σόου με στόχο τον αποπροσανατολισμό. Με σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις προς τα θύματα, τη δικηγόρο τους, τις γυναίκες από το παρατηρητήριο αλλά και προς άτομα του ακροατηρίου. Παρακολουθήσαμε τον Κούγια να χαρακτηρίζει τα επιζώντα άτομα αναξιόπιστα και «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους», τα οποία «χρησιμοποιήθηκαν από το ΣΕΗ αλλά και από αριστερών πεποιθήσεων δημοσιογράφων, για να κατασκευάσουν μια πλεκτάνη».
Ταυτόχρονα παρακολουθήσαμε τις καταθέσεις των μαρτύρων, που με θάρρος και γενναιότητα παρέδωσαν την αλήθεια τους στα χέρια της δικαιοσύνης. Που απαντούσαν με τρομερό σθένος σε όλες τις ερωτήσεις, προσπαθώντας να ανακαλέσουν την πιο φρικτή τους ανάμνηση. Που στάθηκαν με δύναμη ψυχής απέναντι στις χυδαίες λεκτικές επιθέσεις από μεριάς υπεράσπισης.
Η απολογία του κατηγορουμένου
Στις 27/6 έγινε η γεμάτη αλαζονεία απολογία του Λιγνάδη. Απέναντι στους τέσσερις μηνυτές του, (παιδιά ανήλικα, ευάλωτα, γεννημένα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, με ακραία οικονομικά προβλήματα), δήλωσε πως δεν είναι βιαστής αλλά ηλίθιος. Φάνηκε να μην θυμάται πολλά πράγματα, να χαρακτηρίζεται ως επιπόλαιος, να ισχυρίζεται σθεναρά πως όλη αυτήν την υπόθεση την έστησαν οι εχθροί του. Καταφέρθηκε εναντίον του #metoo ως ένα «κίνημα του hashtag», στο οποίο «έχει μπει μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι». Δήλωσε αθώος και θύμα μιας υπόθεσης που στην αρχή του φαινόταν «τρολιά».
Η εισαγγελική απόφαση
Δυο μέρες μετά, η πρόταση του εισαγγελέα τον κρίνει ένοχο για τις 3 κατηγορίες βιασμού, καθότι στην τέταρτη ο καταγγέλλων δεν παρέστη ποτέ στη δική και θεωρήθηκε αναξιόπιστος. Ο εισαγγελέας, τονίζοντας πως θύματα βιασμού είναι άτομα ανεξαρτήτου φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή καταγωγής, ακόμα και σεξεργάτριες/ες έβαλε φρένο σε όλη την ομοφοβική επιχειρηματολογία. Δήλωσε πως το βίωμα του παγώματος είναι η πιο συνηθισμένη αντίδραση σε ένα βιασμό, ο οποίος για να θεωρηθεί βιασμός αρκεί μόνο η μη ύπαρξη συναίνεσης, και όχι η σωματική ή οποιαδήποτε άλλη αντίσταση. Περιέγραψε το μοτίβο του κατηγορουμένου για εφηβοφιλική τάση σε άτομα ανήλικα και ευάλωτα χωρίς υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, ώστε να μπορεί να τα χειραγωγεί και να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης και εξάρτησης, με στόχο τη σεξουαλική κακοποίηση. Τέλος απέρριψε το αφήγημα περί σκευωρίας ως ανυπόστατο.
Λίγο πριν την τελική απόφαση του δικαστηρίου, οι δικηγόροι υπεράσπισης των θυμάτων, με συγκινητικές αγορεύσεις προασπίστηκαν όχι μόνο τα συγκεκριμένα τέσσερα θύματα αλλά όλα τα κακοποιημένα άτομα. Έκαναν λόγο για μια δίκη που θα σημάνει μια νέα σελίδα, τόσο για τη δικαιοσύνη, όσο και για την κοινωνία. Μια δίκη που μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι ώστε να αλλάξουν χρόνια στερεότυπα και προκαταλήψεις, κοινωνικά αφηγήματα για το τι είναι και τι δεν είναι βιασμός, ποια μπορούν να είναι τα θύματα. Μία δίκη που στη θέση του κατηγορουμένου βρίσκεται ένας «άριστος» και στη θέση των καταγγελλόντων άτομα με «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» κατά τα αστικά πρότυπα.
Η επόμενη δικάσιμος είναι την Τρίτη στις 2/7, με τις αγορεύσεις του δεύτερου δικηγόρου των θυμάτων και του δικηγόρου υπεράσπισης.
Αυτά είδαμε και ακούσαμε σε μα δίκη που μας αφορά άμεσα. Μια δίκη που στο εδώλιο κάθεται μία ολόκληρη ιδεολογία βίας και εκμετάλλευσής και ένα σύστημα χρόνιων συγκαλύψεων. Η έκβαση της θα σημάνει πολλά πρωτίστως για τα επιζώντα άτομα, καταγγέλλοντα και μη, αλλά και για το ίδιο το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙΑ+ κίνημα.