Y. Doğan Çetinkaya, Αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ιστανμπούλ και πολιτικός ακτιβιστής
Στην Τουρκία σηματοδοτεί τη «νίκη» και την «απελευθέρωση», στην Ελλάδα το 1922 είναι συνώνυμο της «καταστροφής». Οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις των δύο χωρών εντάσσουν το παρελθόν στη σημερινή αντιπαράθεση. Πώς μπορούμε να ξαναδούμε τα γεγονότα, διαφορετικά από την κυρίαρχη εθνική αφήγηση, αντλώντας υλικό για ένα μέλλον ελευθερίας και ισότητας;
Το 1922 αποτελεί σημείο καμπής για την ιστορία της Μικράς Ασίας και επιπλέον έχει λάβει συμβολική διάσταση τόσο για την ελληνική όσο και για την τουρκική ιστορία. Στην Τουρκία, η περίοδος 1912-1923 αποκαλείται «Εθνικός Αγώνας» και καταγράφεται ως «νίκη». Το 1922 είναι το έτος ορόσημο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε βγει ηττημένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλήφθηκε από τις νικήτριες Δυτικές Δυνάμεις.
Σύμφωνα με την εθνικιστική αφήγηση, η μητέρα πατρίδα ελευθερώθηκε από την κατοχή μετά από έναν τριετή αγώνα. Η στρατιωτική νίκη της 30ης Αυγούστου του 2022 σήμανε τη λήξη των συγκρούσεων, με την ανακατάληψη της Σμύρνης στις 9 Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση της Άγκυρας, που είχε διεξαγάγει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατήργησε τον Σουλτάνο την 1η Νοεμβρίου 1922, θέτοντας τέλος στο καθεστώς διπλής εξουσίας. Αυτή είναι η σύνοψη των ιστορικών γεγονότων του 1922 από την πλευρά της Τουρκίας.
Για την ελληνική πλευρά, το 1922 είναι το συνώνυμο της καταστροφής. Είναι η αποστέρηση και η απόσχιση των Ελλήνων από τα εδάφη που ζούσαν επί αιώνες. Είναι η αποκοπή ενός «έθνους» από το ανατολικό τμήμα/στοιχείο/κομμάτι του «πολιτισμού» και της «γεωγραφίας» του. Δεν είναι απλώς η στρατιωτική απώλεια της Σμύρνης, που σήμερα φαντάζει κάτι μακρινό. Είναι ο αφανισμός μιας πόλης από τις φλόγες. Είναι η εξάλειψη του παρελθόντος και της ανάμνησής του. Φυσικά, η περίπτωση της Σμύρνης δεν υπήρξε μοναδική. H πυρπόληση ολόκληρων γειτονιών και η καταστροφή νεκροταφείων είναι χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της περιόδου από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Ιστανμπούλ. Το 1922 ακολούθησε το 1923. Το 1923 για την Τουρκία είναι κυρίως μετωνυμία της ανακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ για την Ελλάδα, της ανταλλαγής των πληθυσμών. Στην Ελλάδα πάρα πολλά τοπωνύμια συνοδεύονται από τον προσδιορισμό «νέος». Όσοι ήρθαν στην Ελλάδα, έφεραν μαζί τους το όνομα του τόπου τους. Αντίθετα, υπάρχει ίσως ένα μόνο τέτοιο μέρος στην Τουρκία, η συνοικία Γενί Μποσνά (Yenibosna), στην Ιστανμπούλ.Η μνήμη της ανταλλαγής των πληθυσμών είναι ζωντανή μόνο στην ελληνική πλευρά.
Επομένως, η μνήμη που έχει συγκροτηθεί για το 1922 είναι αντίθετη στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Φυσικά, το 1922 ήταν ο τελευταίος σταθμός. Μέχρι τότε, ειδικά μετά το 1912, οι δύο λαοί είχαν υποστεί οδυνηρές δοκιμασίες από τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, συρράξεις, αποκλεισμούς, εξορίες, σφαγές και άλλες θηριωδίες. Η συσσώρευση όλων αυτών διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και της διχοτομικής κατασκευής των «άλλων». Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική αριστερά δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει τη σύνδεση μεταξύ αυτών των εθνοκαθάρσεων και του 1922. Ο βασικότερος λόγος που η αριστερά στην Τουρκία δεν έχει διαφορετική αντίληψη για το 1922 από τη δεξιά είναι ότι θεωρεί ότι η Ελλάδα ήρθε στην Ανατολία ως «πιόνι των ιμπεριαλιστών».
Η (τουρκική) αριστερά, κάνοντας λόγο για την ημέρα της νίκης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενσωματώνεται στην εθνική αφήγηση
Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι η Αγγλία υποστήριξε την εισβολή με την υπόσχεσή της προς την Ελλάδα. Για την τουρκική πλευρά, η περίοδος 1919-1922 ήταν ένας «Πόλεμος για την Ανεξαρτησία». Και αυτή η απελευθέρωση, κατά την εθνικιστική αφήγηση, είναι απελευθέρωση από τον ιμπεριαλισμό. Ιδιαίτερα η βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή ενισχύουν αυτή την αφήγηση. Ωστόσο, δεν υπήρξαν σοβαρές στρατιωτικές συγκρούσεις με αυτές τις χώρες.
Στην τελική φάση, το 1919-1923 ήταν στην πράξη ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ο γηγενής ελληνικός πληθυσμός της Ανατολίας θεωρήθηκε συνεργάτης των δυνάμεων κατοχής και αντιμετωπίστηκε ως ξένος. Με βάση αυτή την αντίληψη, πολιτικά κόμματα που αποτελούν τις σημαντικότερες οργανώσεις των Τούρκων σοσιαλιστών, όπως το TİP (Εργατικό Κόμμα Τουρκίας), το Sol Parti (Αριστερό Κόμμα) και το TKP (Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας), υιοθετούν τον όρο «ημέρα της νίκης», για μια μέρα που τιμάται από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, και την τιμούν επίσης ως εθνική γιορτή. Η καταστροφή των τοπικών κοινοτήτων, η εξόντωση των πληθυσμών, οι σφαγές και τόσες άλλες αγριότητες που διαπράχθηκαν αποσιωπώνται. Έτσι, η αριστερά, κάνοντας λόγο για την ημέρα της νίκης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενσωματώνεται στην εθνική αφήγηση. Δεν υπάρχει καν μια διαφορετική θεώρηση των γεγονότων, μια θεώρηση από τα κάτω.
Η ιστορία βέβαια δεν είναι τόσο πολωμένη. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής, πολλά κομμάτια του τουρκικού/μουσουλμανικού πληθυσμού διατηρούσαν στενές σχέσεις με την ελληνική διοίκηση. Μάλιστα το γεγονός αυτό έχει αφήσει το στίγμα του και σε σημαντικά έργα της τουρκικής λογοτεχνίας. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις απαντάται στο μυθιστόρημα Yaban του Yakup Kadri Karaosmanoğlu. Αλλά και η εθνικιστική τουρκική εφημερίδα Köylü είχε αναπτύξει καλές σχέσεις με τις ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αντίθετα, από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό του ελληνικού στρατού εκδηλώθηκαν ισχυρές αντιστάσεις από τους στρατιώτες, που έφτασαν μάλιστα και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Αγώνα, στρατιωτικές συγκρούσεις σημειώθηκαν και στο εσωτερικό της τουρκικής πλευράς, δόθηκαν σημαντικοί αγώνες για την ανάληψη της ηγεσίας και οι κοινωνικοί αγώνες διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο. Η Χαλίντ Εντίπ (μια γνωστή γυναίκα της εποχής), η οποία είχε μιλήσει σε ένα από τα πιο συμβολικά αντικατοχικά συλλαλητήρια, τόνιζε ότι ήταν ενάντια στις κατοχικές κυβερνήσεις και όχι ενάντια στους λαούς. Δυστυχώς, όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία, οι γραμμές και οι γκρίζες ζώνες πέραν του άσπρου και του μαύρου ξεχνιούνται.
Η λαϊκή δυναμική που βγήκε στο προσκήνιο ιδιαίτερα στην Επανάσταση του 1908, οι κοινωνικοί αγώνες, ο αγώνας των «κοινών μας προγόνων», που πάλεψαν για «κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα», μακριά από εθνοτικές διαμάχες, είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον. Ενώ η ελληνική αριστερά είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένη σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η τουρκική αριστερά δεν μπορεί να συγκροτήσει μια εναλλακτική αφήγηση πέραν της εθνικιστικής. Αυτό είναι ένα ακόμα ζήτημα για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε, για ένα μέλλον «ισότητας» και «ελευθερίας».