Θέμης Λιανός, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση*
Διάλογος: Αντικαπιταλιστική Αριστερά-δράση και συνεργασία
Η συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού πόλου είναι μια πολύπλευρη και πολυεπίπεδη διαδικασία. Επικοινωνεί και τροφοδοτείται από την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων και ιδιαίτερα από τον πολιτικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Στη συγκρότηση του συμβάλουν, τα συνολικά πολιτικά μέτωπα όπως αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και διαδικασίες που προωθούν την ανάγκη ευρύτερης αντικαπιταλιστικής ενοποίησης με συνολικό πολιτικό χαρακτήρα όπως η Κίνηση Εργατικής Χειραφέτησης, ο «πόλος των σχημάτων» στα ΑΕΙ και οι συντονισμοί των εργατικών σχημάτων και των κινήσεων πόλης και περιφέρειας. Με το δικό τους τρόπο και δρόμο συμβάλλουν επίσης τα εργατικά και φοιτητικά σχήματα, οι κινήσεις πόλης και περιφέρειας και πρωτοβουλίες διαλόγου, κοινής παρέμβασης και συντονισμού δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Καθοριστικό στοιχείο για συγκρότησή του αποτελεί η συσπείρωση των σύγχρονων κομμουνιστικών δυνάμεων, όπως επιχειρούμε μέσα από την Πρωτοβουλία για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα.
Ας ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι η λεγόμενη εκτός των τειχών αριστερά τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε κρίση η οποία έχει γεννήσει μια πολυδιάσπαση, που ακόμα κι αν σε επιμέρους μέτωπα ή χώρους παρέμβασης αμβλύνεται, σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο ακόμα κρατεί. Εδώ η συνηθισμένη κουβέντα κινείται συνήθως στον αφρό, χωρίζοντας τεχνητά στρατόπεδα για το ποιός είναι ενωτικός και ποιός σεχταριστής, αποκόπτοντας το ζήτημα της ενότητας από το πιο βασικό ερώτημα που το διαπερνά: «ενότητα σε τι; σε ποιό πρόγραμμα, σε ποιά αιτήματα, σε ποιά ταξική βάση;» Έτσι καταλήγει η μετωπική πολιτική να αντιμετωπίζεται σαν ζήτημα βούλησης, που προφανώς και αυτή πρέπει να υπάρχει, και όχι στην πραγματική του βάση που είναι ότι οι μετωπικές προσπάθειες προκύπτουν από πολιτικές συμφωνίες, μικρότερες οι μεγαλύτερες. Φυσικά, η πολιτική συμφωνία δεν είναι εφ’ όλης της ύλης αλλά σε βασικά ζητήματα που καθορίζουν τις διαφορετικές περιόδους της ταξικής πάλης και μπορούν να ορίσουν το πλαίσιο της αντιπαράθεσης με το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό. Η κουβέντα λοιπόν χρειάζεται να ανοίξει από την ανάποδη: Γιατί η αριστερά έφτασε να είναι σε κρίση;
Η βάση αυτής της υποχώρησης είναι πολιτική και αφορά την αδυναμία του αντικαπιταλιστικού ρεύματος να αντιστοιχηθεί πολιτικά και προγραμματικά, τόσο από την άποψη των μεθόδων δράσης όσο και της οργάνωσής του στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, στη σημερινή φάση της πολλαπλής κρίσης του συστήματος και της όξυνσης των αντιθέσεων του. Η δύσκολη κατάσταση στο μετωπικό πεδίο δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε λογικές «μετώπων των λίγων και συνεπών» ή αμφισβήτησης της αναγκαιότητας μετωπικής πολιτικής γενικά (απόψεις που αναπαράγονται πάνω στις δυσκολίες) ή σε αντιλήψεις που υποβαθμίζουν την ανάγκη και τη δυνατότητα αντικαπιταλιστικού μετώπου ή αντιλήψεις που φλερτάρουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη δορυφοροποίηση στην κοινοβουλευτική ρεφορμιστική Αριστερά. Με βάση τα σημερινά αδιέξοδα που πέφτει ο καπιταλισμός αλλά και τις δυνατότητες που προσφέρει η εποχή, η μετωπική πολιτική αποκτά κρίσιμη σημασία, καθώς αναδεικνύεται η δυνατότητα κάτω από την επίδραση των κομμουνιστικών επαναστατικών δυνάμεων μέσα στις κοινωνικοπολιτικές αναμετρήσεις της περιόδου να απεγκλωβίζονται κοινωνικές δυνάμεις από τα αστικά κόμματα και τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Αν πιάσουμε το νήμα από λίγο πιο πίσω, η ηγεμονία του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ μετά τον πρώτο μεγάλο κύκλο ταξικής αντιπαράθεσης και η ταύτιση της έννοιας της αριστεράς με τον κυβερνητισμό και τη μνημονιακή διαχείριση για τον περισσότερο κόσμο, κλόνισε την ίδια την ταυτότητα της αριστεράς. Είναι η αριστερά δύναμη κοινωνικής ανατροπής, είναι φορέας και εμπνευστής μια άλλης κοινωνίας χωρίς φτώχεια, εκμετάλλευση, πόλεμο ή είναι μια πιο ριζοσπαστική πλευρά της συστημικής πολιτικής, μια δύναμη που προτείνει φιλολαϊκά μέτρα εντός του καπιταλιστικού πλαισίου; Η ανασυγκρότηση της αριστεράς πρέπει να απαντήσει πρώτα απ’ όλα αυτό το ταυτοτικό ερώτημα.
Το πολιτικό περιεχόμενο πάνω στο οποίο χρειάζεται να βασιστεί η ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν είναι μια φιλολογική κουβέντα των διαφορετικών προσεγγίσεων, ένα μπρα ντε φερ για το ποια άποψη θα επικρατήσει, αλλά καθορίζεται από τις διεργασίες και τις ανάγκες της ταξικής πάλης. Ποιοι πολιτικοί στόχοι έρχονται σήμερα σε αντιπαράθεση με τις επιλογές της αστικής μπάντας; Ποιοι μηχανισμοί στηρίζουν την εξουσία του κεφαλαίου και συμβάλλουν στην ακραία επίθεση στα δικαιώματα των λαών και άρα πρέπει να τεθούν στο στόχαστρο του κινήματος και της αριστεράς; Πώς οι δυνατότητες που ανοίγει η εποχή χρειάζεται να διαπνέουν ένα πρόγραμμα το οποίο με θετικό τρόπο θα παρουσιάζει ότι μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος για τον κόσμο της εργασίας, για να μπορεί τελικά να τον εμπνεύσει; Πώς συνδέονται όλα αυτά με την επαναστατική προοπτική; Ποιο υποκείμενο, πολιτικό και κοινωνικό θα είναι ο υλοποιητής αυτής της προγραμματικής λογικής;
Η απάντηση σε αυτά δίνει τελικά χαρακτήρα στο ίδιο το πρόγραμμα. Θα είναι ένα πρόγραμμα μιας κυβέρνησης πιο ριζοσπαστικής και αριστερής που θα το διαπραγματευτεί στα πλαίσια του συστήματος ή θα είναι ένα πρόγραμμα που το ίδιο το λαϊκό εργατικό κίνημα θα το επιβάλλει μέσα από τους αγώνες του, με ορίζοντα το σπάσιμο των καπιταλιστικών δεσμών;
Η ρήξη ή θα είναι μια πορεία συνδεδεμένη με την επαναστατική αλλαγή του συστήματος ή δεν θα είναι ρήξη.
Όταν λοιπόν αυτές οι πλευρές μπαίνουν κάτω από το χαλάκι για να επιτευχθεί μια τεχνητή συσπείρωση, στο όνομα της μαζικότητας (που κι αυτή πολλές φορές είναι στα χαρτιά) τόσο η αντικαπιταλιστική αριστερά μένει έκθετη στα διάφορα ρεφορμιστικά ακόμα και σοσιαλδημοκρατικά σχέδια και προτάσεις. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε καθαροί-ες. Η ρήξη ή θα είναι μια πορεία συνδεδεμένη με την επαναστατική αλλαγή του συστήματος ή δεν θα είναι ρήξη.
Πυλώνας του σχεδίου είναι το περιεχόμενο συγκρότησης και παρέμβασης για την περίοδο, που πρέπει να έχει ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Αυτό πρέπει να είναι η πρώτη βάση συγκρότησης του δυναμικού που υπό προϋποθέσεις θα αποτελέσει το θεμέλιο για τη συγκρότηση του νέου μετώπου. Το περιεχόμενο αυτό πρέπει να έχει μια συνεκτικότητα και διαλεκτική σύνδεση γενικών πολιτικών στόχων, ειδικών πολιτικών στόχων (συγκεκριμένα πεδία) και άμεσων στόχων πάλης. Πρέπει να μπορεί να διαχέεται με διαβαθμίσεις αλλά να δίνει το στίγμα στις μορφές της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και σε μετωπικές μορφές σε συγκεκριμένα πεδία πχ. πόλεμος, δημοκρατία, περιβάλλον, έμφυλο κλπ., σε επιμέρους πολιτικές συνεργασίες κλπ. Το σχέδιο εκτός από το περιεχόμενο συγκροτείται στους φορείς πάλης των στόχων και επικοινωνεί με τα πιο συνολικά αξιακά προτάγματα.
Υπό αυτό το πρίσμα χρειάζεται να κοιτάξουμε τις προσπάθειες που γίνονται στα διάφορα σοβαρά επιμέρους πολιτικά μέτωπα. Από το συντονισμό οργανώσεων για την υγεία, την κίνηση για τις ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, μέχρι την αντιπολεμική δήλωση των 9 οργανώσεων. Κινήσεις οι οποίες συμβάλλουν στον ευρύτερο διάλογο των δυνάμεων που βρίσκονται στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και οι οποίες έχουν οδηγήσει σε σημαντικές κατακτήσεις πολιτικής συμφωνίας στην περίοδο. Οι διαδικασίες αυτές είναι πάντα χρήσιμες και μπορούν να οικοδομούν πιο ισχυρά το αντικαπιταλιστικό ρεύμα τραβώντας και δυνάμεις που μπορεί να ταλαντεύονται σε επιμέρους ζητήματα, να υιοθετούν χρεοκοπημένες λογικές όπως βλέπουμε σήμερα να γίνεται με το ζήτημα του πολέμου. Μέσα από αυτές μπορεί αυτή η συμφωνία να πηγαίνει και προς τα κάτω, στους χώρους δουλειάς, στις σχολές, στις γειτονιές κι έτσι να ενοποιείται η παρέμβαση στον κόσμο γύρω από το αναγκαίο περιεχόμενο, όλα τα σφυριά να βαράνε στο ίδιο σημείο. Τέλος, είναι πρωτοβουλίες που στην απουσία ενός πολιτικού μετώπου που θα μπορούσε να εμπεριέχει αυτές τις διεργασίες στους κόλπους του, κρατάνε ζωντανή την κουβέντα, την διαπάλη και την κατάκτηση κοινών αντιλήψεων, δείχνουν τελικά ότι υπάρχει προοπτική μιας συνολικότερης ενοποίησης. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς, δε μπορούν να το αντικαταστήσουν. Αν δεν ανοίξουμε με σοβαρούς όρους την κουβέντα για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο που έχει ανάγκη η εποχή, πατώντας πάνω στα κεκτημένα που μας έδωσαν οι κινήσεις αυτές και διορθώνοντας τις όποιες ανορθογραφίες, αυτές θα παραμένουν σπασμωδικές.
Σημαντική πλευρά που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τα παραπάνω είναι η προσέγγιση απέναντι στο κοινωνικό υποκείμενο που παραδοσιακά απευθυνόταν η αριστερά, την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα και την πληττόμενη νεολαία. Έχει φανεί σε πολλές περιπτώσεις ότι το επίσημο εργατικό κίνημα έχει σταθεί όχι απλά αναντίστοιχο, αλλά εχθρικό απέναντι στα εργατικά συμφέροντα. Από την άλλη, η οργάνωση τύπου ΠΑΜΕ με περιεχόμενο που δεν ακουμπάει τα πολιτικά ζητήματα της περιόδου, ή όταν το κάνει τα αποκόβει από την πραγματική δράση των σωματείων, έχει φανεί ότι παρά την σημαντική συσπείρωση δε μπορεί να δώσει δρόμο στην λαϊκή οργή. Ποιά είναι η δική μας συμβολή σε αυτό το πλαίσιο; Ποιο εργατικό κίνημα περιγράφει σήμερα η δικιά μας αριστερά από άποψη πολιτικής γραμμής και τρόπων οργάνωσης που να μπορεί να εμπνεύσει ενεργά τα εκατομμύρια της εργατικής τάξης που είναι ασυνδικάλιστα; Τα ενισχυμένα ποσοστά των εργατικών μας σχημάτων σε μια σειρά χώρους το τελευταίο διάστημα, πώς αλλιώς θα μεταφραστούν σε ενεργή συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις, στους χώρους δουλειάς, πώς θα γεννήσουν γενικά άλλου επιπέδου στρατεύσεις και συνειδήσεις αν πρώτα απ’ όλα η δικιά μας αριστερά δεν πάρει πρωτοβουλίες συγκρότησης μιας άλλης γραμμής στο εργατικό κίνημα, εντός, εκτός και ενάντια σε ότι μέχρι σήμερα ξέραμε; Ακόμη περισσότερο, πώς το εργατικό κίνημα θα σταματήσει να μένει παροπλισμένο μπροστά στις κινήσεις του κεφαλαίου, από τον νόμο Χατζηδάκη μέχρι την πολεμική εμπλοκή, αν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι-ες δεν συζητήσουν γι’ αυτά τα ζητήματα, αν δεν πάρουν μαχητικές αποφάσεις, αν δεν δημιουργήσουν από τα κάτω συντονισμούς σωματείων, πρωτοβουλιών αγώνα, κτλ. Όλα αυτά χρειάζεται να τα δούμε μέσα από την ανώτερη συγκρότηση των εργατικών σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, να επιδιώξουμε ένα βάθεμα της συζήτησης που θα καταλήξει σε μετωπικές πρωτοβουλίες στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ύψιστης σημασίας στην φάση που διανύουμε η συσπείρωση των πιο μάχιμων δυνάμεων εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θέλουν να παλέψουν για την υπόθεση του «αντικαπιταλιστικού μετώπου», πάνω σε μια ανώτερη πολιτική βάση και αυτό είναι προϋπόθεση για ένα συνολικό βήμα μπροστά, έχοντας την εκτίμηση ότι αυτή η συσπείρωση δυνάμεων στην περίοδο που είμαστε μπορεί να υπηρετηθεί βασικά από τα «κάτω».
Με αντίστοιχο τρόπο πρέπει να πράξουμε και στη νεολαία. Φαίνεται ότι διεθνώς διαμορφώνεται μια νέα μαγιά κοινωνικής πρωτοπορίας εντός της νεολαίας. Η νέα γενιά βρίσκεται στην καρδιά των κοινωνικών εκρήξεων, πολλές φορές είναι αυτή που τις πυροδοτεί. Κι αν από τη μία ισχύει πως η νεολαιίστικη ορμητικότητα και δίψα για αξιοπρεπή ζωή ήταν πάντα κινητήρια δύναμη των πιο μεγάλων στιγμών κοινωνικής αντίστασης, από την άλλη πρέπει να αναγνωρίσουμε και τα νέα χαρακτηριστικά που αναζωπυρώνουν ανατρεπτικές διαθέσεις στις νέες και στους νέους. Όπως ακούγεται συχνά, μιλάμε για μια νεολαία μεγαλωμένη στο σκοτάδι της καπιταλιστικής κρίσης, που βλέπει το σύστημα να δηλητηριάζει κάθε πλευρά της ζωής της με την λογική του κέρδους και του ανταγωνισμού, μια γενιά τελικά που απεχθάνεται αυτό που έχω γνωρίσει, δε μπορεί όμως να δει ποιά είναι η εναλλακτική. Αυτό το εκφράζει με διάφορους τρόπους, δεν της κάνει η πολιτική έτσι όπως τη γνώρισε (χωρίς να σημαίνει ότι την απορρίπτει τελείως), αλλά δεν είναι απολιτίκ. Το κύμα της μεγάλης παραίτησης, το ηχηρό μήνυμα δηλαδή ότι δε ζούμε μόνο για να δουλεύουμε, πόσο μάλλον με άθλιους όρους, δεν εκφράζεται μόνο στα άρθρα για το παράπονο των αφεντικών που δε βρίσκουν κόσμο να πάει για «σεζόν», αλλά είναι και αυτό που γεννά και τις τάσεις οργάνωσης στα μεγαλύτερα καπιταλιστικά μαγαζιά, που κάνει e-food, απεργίες, ψηφίζει ανατρεπτικά στις εκλογές των σωματείων. Τα κινήματα ενάντια στην έμφυλη καταπίεση, ενάντια στον ρατσισμό, για την προστασία του περιβάλλοντος, έχουν πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας και εκρηκτικές διαθέσεις. Τα χαρακτηριστικά αυτά, μέσα στην αντιφατικότητα που πάντα έχει η δράση του κόσμου δείχνουν ότι το σύνθημα της 4ης συνδιάσκεψης της νΚΑ «η γενιά της κρίσης, να γίνει γενιά της επανάστασης» μπορεί να είναι πέρα για πέρα πραγματικό.
Μια νέα αντικαπιταλιστική ενοποίηση είναι απαραίτητη για να αγκαλιάσει και να πολιτικοποιήσει την διάχυτη αυτή κοινωνική πρωτοπορία στη νεολαία. Αυτή μπορεί να προκύψει μέσα από την προσπάθεια να εκφράσουμε την υπαρκτή ριζοσπαστική στροφή που συντελείται στη νέα γενιά, μέσα από μια πολιτική πρόταση που θα περιγράφει πώς θα μπορέσει η πληττόμενη νεολαία να κερδίσει τις ανάγκες της για αξιοπρεπή δουλειά-ολόπλευρη μόρφωση-ελευθερίες και ειρήνη. Η ανάγκη γι αυτή την πρόταση έρχεται από έξω, η δυνατότητα του νέου κόσμου να μπει στην καρδιά της ταξικής σύγκρουσης και να φέρει τα πάνω κάτω, απαιτεί και μια αριστερά που θα τον τραβήξει προς τα εκεί και δεν θα υποτάσσεται απλά στα αυθόρμητα αντανακλαστικά, που συνήθως κρύβουν μέσα τους βαθύτερα πολιτικά ερωτήματα. Η προσπάθεια λοιπόν να συσπειρώσουμε τα διαφορετικά κομμάτια της πληττόμενης νεολαίας, με ξεκάθαρο πολιτικό και ταξικό πρόσημο είναι μια προσπάθεια αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού. Μια προσπάθεια που πηγαίνει παράλληλα με την αλλαγή του συσχετισμού και στην αριστερά, με μεγάλωμα της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς κόντρα στον κυβερνητισμό, τη διαχείριση, την στείρα κομματική οικοδόμηση, τις γνωστές πολιτικές και οργανωτικές ανεπάρκειες.
Μια τέτοια διαδικασία περιγράφουμε και με την προσπάθεια που άνοιξε το φθινόπωρο από μια σειρά σχημάτων της ΕΑΑΚ για τη συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού πόλου εντός του φοιτητικού κινήματος. Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί μια οργανωμένη προσπάθεια να συζητήσουν επιτέλους τα σχήματα και οι αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια, ποιά βήματα χρειάζονται για να συγκροτηθεί αυτή με καλύτερους όρους για να μπορέσει να παίξει πρωτοπόρο ρόλο στο φοιτητικό κίνημα, ειδικά μπροστά στις δύσκολες μάχες που είναι μπροστά. Μια κουβέντα λοιπόν ανάλυσης για το πανεπιστήμιο και συνολικά την εκπαίδευση που οικοδομούν οι κυβερνήσεις, για τη σύνδεση με τις πάγιες επιταγές της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, κτλ, για το πώς το φοιτητικό κίνημα πρέπει να οργανωθεί για να δώσει αυτές τις μάχες, πώς μπορεί να συνδεθεί με το εργατικό-λαϊκό κίνημα και γενικά να εκφράσει τα νέα χαρακτηριστικά του κόσμου που απαρτίζει σήμερα τα πανεπιστήμια. Μια κουβέντα για τους δρόμους οργάνωσης της αναγκαίας αριστεράς, την ανάγκη να λειτουργεί με όρους πραγματικά εργατοδημοκρατικούς, μέσα από τον ουσιαστικό διάλογο των σχημάτων, την πολιτική διαπάλη, να οδηγούνται στην ανώτερη ενοποίηση με πρωταγωνιστικό το ρόλο κάθε συντρόφου και συντρόφισσας. Εκτιμούμε ότι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια και κυρίως η ΕΑΑΚ στην οποία συμμετέχουμε και είναι και η δύναμη με τη μεγαλύτερη διάχυση στις σχολές, σε αυτή τη φάση δεν κάνουν και δε μπορούν να κάνουν τα παραπάνω. Η διαδικασία συγκρότησης ενός πόλου σχημάτων και αγωνιστών που όχι μόνο θα κουβεντιάζουν για τα χαρακτηριστικά της αναγκαίας αριστεράς, αλλά θα τα φέρνουν στην ίδια τους την καθημερινή παρέμβαση, στον πολιτικό τους λόγο και την πρακτική που ακολουθούν είναι που μπορεί να τραβήξει και την ΕΑΑΚ από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται και να την πάει ένα βήμα παρακάτω.
Σε αυτή τη βάση, τα ενωτικά κατεβάσματα που έγιναν στην πλειοψηφία των σχολών πανελλαδικά, αλλά και το γενικότερο αποτέλεσμα των εκλογών, μπορούν υπό όρους να βοηθήσουν μια τέτοια διαδικασία. Η προσπάθεια συγκρότησης ανοιχτών ενωτικών ψηφοδελτίων άνοιξε ενώπιον των συλλόγων όλη τη βεντάλια της κουβέντας, όχι πάντα με τους καλύτερους όρους, όμως βγήκαν στην επιφάνεια οι απόψεις, οι διαφορετικές προσεγγίσεις και φάνηκαν και σημεία σύγκλισης. Όμως πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι εκλογές έχουν τους δικούς τους νόμους, όσο εύκολα μπορεί να γίνει μια συμφωνία πάνω σε ένα κείμενο κοινού κατεβάσματος, αφήνοντας και διαφορές στην άκρη, άλλο τόσο εύκολο είναι αυτό στην πραγματική κίνηση του φοιτητικού κινήματος, όπου οι πολιτικές επιλογές δεν είναι απλά διατυπώσεις σε ένα χαρτί αλλά δίνουν κατεύθυνση στο ίδιο το κίνημα, αυτές οι διαφορές να «μας διασπάσουν», ας θυμηθούμε πριν λίγο καιρό τις διαφορετικές επιλογές με αφορμή το ζήτημα της Ουκρανίας. Χρειάζεται λοιπόν οι δυνάμεις που βλέπουμε την ανάγκη ηγεμονίας μιας άλλης πολιτικής λογικής για την φοιτητική αριστερά, να βάλουμε πλάτη ώστε αυτό το διάχυτο ρεύμα να συγκροτηθεί με αυτοτελή τρόπο για να μπορέσει να επιδράσει και να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση.
*Βασισμένο στην εισήγηση του Θέμη Λιανού στην εκδήλωση-συζήτηση με θέμα «Η αντικαπιταλιστική αριστερά στην εποχή της κρίσης και του πολέμου», που πραγματοποιήθηκε την πρώτη ημέρα του φετινού φεστιβάλ των Αναιρέσεων.