Γιώργος Παυλόπουλος
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία σφραγίστηκε από το ιστορικά υψηλό ποσοστό της αποχής, η οποία αποτελεί σαφή ένδειξη των τάσεων που κυριαρχούν στη γαλλική κοινωνία απέναντι στους πολιτικούς πρωταγωνιστές.
Μόλις 5 από τις 577 έδρες της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης –4 για τον συνασπισμό του Ζαν-Λικ Μελανσόν και 1 για την παράταξη του Εμανουέλ Μακρόν– κρίθηκαν από τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής, καθώς δεν υπήρξε υποψήφιος ή υποψήφια που συγκέντρωσε πάνω από το 50% συν μία ψήφο . Έτσι, μετά και την ισοπαλία των δύο «μονομάχων» σε πανεθνικό ποσοστό, όλα θα κριθούν στην επαναληπτική ψηφοφορία αυτής της Κυριακής, στην οποία θα αναμετρηθούν οι δύο πρώτοι σε κάθε μονοεδρική περιφέρεια. Θα εκλεγεί, δε, όποια ή όποιος συγκεντρώσει την απλή πλειοψηφία.
Ήδη, πάντως, μπορούν να βγουν ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τις τάσεις που διαμορφώνονται στην κοινωνία και τους συσχετισμούς στο πολιτικό σκηνικό της. Πρόκειται για στοιχεία που αναμένεται να σφραγίσουν την επόμενη ημέρα στη Γαλλία, για την οποία πολλοί προβλέπουν πως θα είναι ταραχώδης και απρόβλεπτη. Γι’ αυτό και αξίζει να μελετηθούν προσεκτικά.
Το πρώτο συμπέρασμα, αναμφίβολα, είναι ότι η πλειοψηφία των εγγεγραμμένων στους καταλόγους ψηφοφόρων (το 52,5% για την ακρίβεια) επέλεξε να μείνει σπίτι της. Να πάει, με άλλα λόγια, «ντούκου» σε μια παρτίδα στην οποία Μακρόν και Μελανσόν έπαιζαν τα ρέστα τους — ο πρώτος για να διασφαλίσει πάλι την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή και να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς να αναγκαστεί να αναζητήσει συμμάχους, ενώ ο δεύτερος για να κάνει πράξη το όνειρό του να γίνει πρωθυπουργός, όπως είχε δηλώσει προεκλογικά και επιμένει ακόμη και τώρα.
Όπως είναι προφανές, η κοινωνία είχε τους λόγους της για να απέχει από τις κάλπες σε τόσο μεγάλο ποσοστό. Κι αν για τον Μακρόν τα δεδομένα είναι πιο καθαρά και έρχονται να αποτυπώσουν την εικόνα που αποτυπώθηκε στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, για τον επικεφαλής της Ανυπότακτης Γαλλίας και του συνασπισμού Nupes τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και μάλλον απογοητευτικά. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το σύνθημα «Μελανσόν για πρωθυπουργός» αποτύπωνε έναν εκλογικό-πολιτικό μαξιμαλισμό με στόχο τη συσπείρωση της εκλογικής βάσης και την προσέλκυση αναποφάσιστων ψηφοφόρων, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου δεν τον δικαιώνει σε καμία περίπτωση.
Η παρουσία κάτω από την ίδια «ομπρέλα» κομμάτων με πολύ διαφορετική ιδεολογική αφετηρία και πολιτική διαδρομή, με βασική ουσιαστικά συγκολλητική ουσία το σύνθημα «να ηττηθεί ο Μακρόν», δεν έδειξε να συγκινεί εκείνους στους οποίους πρωτίστως απευθυνόταν. Το συνονθύλευμα του ΚΚ, των Πράσινων-Οικολόγων και των Σοσιαλιστών, μαζί φυσικά με την Ανυπότακτη Γαλλία, δεν έπεισε ότι είναι σε θέση, μέσω της κυβερνητικής οδού, να αμφισβητήσει την πολιτική του νυν προέδρου και να φέρει καλύτερες ημέρες για την κοινωνική πλειοψηφία. Οι σοβαρές αντιφάσεις και ελλείψεις στο πρόγραμμα, τα διαφορετικά μηνύματα που έστελναν οι εκπρόσωποι των συνιστωσών και, πάνω από όλα, η έλλειψη σαφούς στίγματος, λειτούργησαν αρνητικά. Πολύ δύσκολα, δε, όπως δείχνει και η εμπειρία από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, θα υπάρξει αντιστροφή του κλίματος και μεγάλη αύξηση της συμμετοχής στον δεύτερο γύρο, όπως ελπίζει ο Μελανσόν.
Η «πολύχρωμη» συμμαχία Nupes δεν δείχνει ικανή να αποτελέσει την εναλλακτική λύση – κυβερνητική και μη
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, προβληματική είναι η εικόνα και στο απέναντι στρατόπεδο — κι αυτό, είναι κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Το (απολύτως ρεαλιστικό) σενάριο που οδηγεί στην απώλεια της πλειοψηφίας για τους «μακρονιστές» και στην αναζήτηση συμμάχων στην παραδοσιακή Δεξιά των Ρεπουμπλικάνων, αναμφίβολα αποδυναμώνει τον Μακρόν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα σχέδιά του, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων και κυρίως στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, ο κατακερματισμός στο αστικό πολιτικό σκηνικό, σε συνδυασμό με τα πιο ορατά παρά ποτέ σημάδια απογοήτευσης και οργής μεγάλου μέρους της κοινωνίας και ειδικά της νεολαίας, διαμορφώνουν ένα σκηνικό το οποίο μπορεί να αποδειχθεί εκρηκτικό.
Η εμπειρία των Κίτρινων Γιλέκων, της μεγάλης απεργίας για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό (θέμα που σύντομα θα βρεθεί πάλι στο προσκήνιο), το διαφαινόμενο «ξεφούσκωμα» της Λεπέν και η πρόσδεση του Μελανσόν στο άρμα του κυβερνητισμού, μοιάζουν να αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αν και όλα θα κριθούν στην πράξη, όπου οι προβλέψεις για επερχόμενη «έκρηξη» και την έκταση που αυτή θα λάβει μπορούν κάλλιστα να αποδειχθούν και υπερβολικές αλλά και εξαιρετικά μετριοπαθείς. Σε αυτό το φόντο, το ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό ρεύμα εξακολουθεί να αναζητείται…