Ενημέρωση: Την Τρίτη 17 Μάη στη δικάσιμο, όταν αναμένονταν η τελευταία (λυτρωτική) πράξη του δράματος, ανακοινώθηκε η παύση της προέδρου της έδρας, χωρίς να παρουσιαστεί το σκεπτικό της απόφασης αυτής. Συνέπεια της παύσης; Η επανάληψη της δίκης!
Οι Ορέστης Καττής, Λυδία Καττή, Νικόλας Καβακλής, φοιτητές, μέλη της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση και της Λαϊκής Συνέλευσης Κολωνού/Ακαδημίας Πλάτωνα/Σεπολίων και ο Μάκης Λιβάνης, μέλος της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα» αντιμετωπίζουν πλήθος ψευδών κατηγοριών, κατασκευασμένες από την αστυνομία με κυβερνητική ευθύνη και επιλογή της ΝΔ.
Στις 17 Μαΐου κατά πάσα πιθανότητα θα εκδοθεί και η τελική απόφαση ενώ ενδέχεται να εμφανιστούν και πάλι οι άνδρες της ομάδας ΔΡΑΣΗ με την τραμπούκικη συμπεριφορά που είχαν σε προηγούμενες δικάσιμους, με τις αντιφάσεις των απολογιών τους να αποτελούν πρόκληση μετά την απρόκλητη και λυσσαλέα βία που φαίνεται και από τα βίντεο που κυκλοφόρησαν ότι άσκησαν απέναντι στους αγωνιστές εκείνη την ημέρα. Δεκάδες ψηφίσματα αλληλεγγύης έχουν εκδοθεί από πλήθος φορέων, ενώ καλείται μαζική κινητοποίηση στήριξης έξω από το κτίριο της δίκης.
Συγκλονιστικές είναι οι απολογίες του Ορέστη και της Λυδίας Καττή ενώπιον του δικαστηρίου, που δημοσίευσε η ΚΕΔΔΑ (Κίνηση για τις Ελευθερίες, τα Δημοκρατικά Δικαιώματα, την Αλληλεγγύη), από τις οποίες παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα παρακάτω:
Λυδία Καττή:
«Εγώ κατέβηκα στη διαδήλωση του Πολυτεχνείου, επειδή είχε πάρει απόφαση ο φοιτητικός μου σύλλογος, μιας και είμαι φοιτήτρια νοσηλευτικής· είχε πάρει απόφαση να συμμετέχει σε όλες, τις διαδηλώσεις, για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Είχε πάρει απόφαση και η Λαϊκή Συνέλευση Κολωνού που κι εκεί συμμετέχω, η συλλογικότητα που έχουμε στη γειτονιά, είχε πάρει απόφαση και η οργάνωσή μου, το ΝΑΡ και η νΚΑ
[…] Εγώ δουλεύω σε δημόσιο νοσοκομείο και αυτό που βιώνουμε είναι πενήντα ασθενείς για δύο νοσηλευτές και πραγματικά είναι…, πώς να σας το πω, εγώ αυτό που νιώθω είναι ότι δεν μπορείς να προσφέρεις κανενός είδους υγεία κι εγώ ντρέπομαι, πραγματικά ντρέπομαι, που βρίσκομαι σ’ αυτό το δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο το ‘χουνε φτάσει εκεί που το ‘χουνε φτάσει.
[…] Κι εσείς δεν πιστεύετε ότι θα έπρεπε ο καθένας να κατέβει γι’ αυτούς τους λόγους και να διεκδικήσει τα αυτονόητα; Δηλαδή, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, να δουλεύουμε για τρείς κι εξήντα και χωρίς κανένα δικαίωμα, να απεργούμε. Εγώ, απ την προηγούμενη δουλειά μου, έχω χάσει και τόσα.. τόσες μέρες. Να μην μπορεί να συνεχίσει το παιδί σου να μορφωθεί, γιατί δεν έχεις να βάλεις το χέρι στην τσέπη, γιατί αυτή τη στιγμή η δημόσια παιδεία διαλύεται;
[…] Πραγματικά, είναι λυπητερή η κατάσταση που ζούμε, αλλά εγώ χαίρομαι που βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση και μαζί με όλους αυτούς τους ανθρώπους που είναι κι εδώ σήμερα και άλλους χιλιάδες τόσους που ήταν κάτω στις πορείες, γιατί για όλα αυτά κατεβήκαμε στις πορείες.
[…] Δε κατεβήκαμε με σκοπό, και σε καμία πορεία δεν κατεβαίνουμε με σκοπό να τσακωθούμε με κανέναν αστυνομικό, γιατί έτσι κι αλλιώς μας χωρίζουνε κόσμοι ολόκληροι. Και ξέρετε τι; Εμείς θεωρούμε ότι το μόνο όπλο μας μέσα σε εισαγωγικά είναι το πανό, είναι οι σημαίες μας, είναι η φωνή μας να φωνάξουμε «ψωμί παιδεία υγεία ελευθερία». Είναι στη δουλειά μας η άσπρη ρόμπα που φοράμε. Είναι όλα αυτά τα πράγματα τα απλά τα οποία καθημερινά τα ζούμε και τα υπερασπιζόμαστε. Αυτοί είναι οι κόσμοι που μας χωρίζουνε. Αυτοί έχουν ένα όπλο, ενα γκλομπ, δε μιλάω για κάποιον συγκεκριμένα, μιλάω γενικά, και αυτό είναι το όπλο τους, και το χρησιμοποιούν και όπως είδαμε το 2008 που είχαν σκοτώσει άνθρωπο και ακόμα και σήμερα, μετά από τη δική μας περίπτωση, έχουν υπάρξει περιστατικά, τα οποία πραγματικά πίστευες ότι θα ξαναυπάρξει νεκρός.
[…] Είχα βγάλει τα κλειδιά για να μπούμε μέσα και φτάνω πρώτα, ανοίγω την πόρτα, και μπαίνει ο Νικόλας που δεν είναι τώρα εδώ και άλλοι τρεις – τέσσερις και βλέπω τους αστυνομικούς, όπως σας τους περιέγραψα πριν και με τα γκλομπ έτσι, και πετάνε τις μηχανές και κάνουν μια έφοδο μέσα στο σπίτι. [Ο Ορέστης] ήταν με τα χέρια στο κεφάλι και βλέπω τους αστυνομικούς να ρίχνουνε με το γκλομπ αλλεπάλληλα χτυπήματα. Δηλαδή, φοβόσουνα ναι… εγώ προσωπικά φοβήθηκα ότι θα σκοτώσουν άνθρωπο. Αλήθεια, είναι και.. αυτά τα χτυπήματα είναι χτυπήματα που μπορεί να σκοτωθεί άνθρωπος. Δεν είναι ότι σε βαράνε στο πόδι και για να σε ακινητοποιήσουν κάπως. Είναι χτυπήματα δολοφονικά. Και η μάνα μου κάπως να φωνάζει “Αφήστε τον! Τι κάνετε ;”. Αυτά κάτω απ’ το σπίτι μας, δηλαδή εγώ είχα ήδη ανοίξει το σπίτι, οπότε γνώριζαν ότι είναι το σπίτι μας, ότι είναι το σπίτι κάποιου.
[…] Και ο Ορέστης φώναζε συνθήματα “Ψωμί, παιδεία, ελευθερία”. Βάραγαν, κι εμένα με βάρεσε, ένας αστυνομικός εκεί, που απλά το μόνο που έκανα ήταν να λέω “τι κάνετε εδώ πέρα, βαράτε τη μάνα μου, βαράτε τον αδερφό μου, τι κάνετε στη γειτονιά μας” και με κυνήγησε ένας αστυνομικός, με χτύπησε εδώ με το γκλομπ, πήγα και στο νοσοκομείο.
[…] και ο άλλος αστυνομικός με τράβαγε απ’ τα μαλλιά. Με τράβαγε, τώρα δεν ξέρω πόσο είναι, είκοσι μέτρα, από το σημείο που μιλάμε μέχρι την είσοδο του αστυνομικού τμήματος και με τράβαγε από τα μαλλιά αυτός ο αστυνομικός και έρχεται μαζί ένας άλλος… εμένα με σέρναν αυτοί, με σέρνανε. Και έτσι όπως με σέρνανε με σηκώνει με λαβή εδώ στην καρωτίδα, με σηκώνει εννοώ με αυτόν τον τρόπο δηλαδή, από το έδαφος που με σέρνανε και ο άλλος αστυνομικός δίπλα μού λέει “πουτανάκι θα σε γαμήσουμε” και αυτός που με έσερνε, δηλαδή, μου λέει “δε θα βγεις ζωντανή από το αστυνομικό τμήμα, θα σε γαμήσουμε”. Εγώ προφανώς φοβήθηκα, ότι όντως δε θα με βγάλουν ζωντανή.
[…] Κι εγώ ζητούσα να πάω στο νοσοκομείο για αρκετή ώρα, δεν με πήγαιναν καν, μας βάλανε εκεί σε ένα κελί.
Ολόκληρη η απολογία της Λυδίας Καττή εδώ.
Ορέστης Καττής:
[…] Για μένα αυτή η μέρα συμβολίζει πολλά, γιατί όταν ήμουνα πολύ μικρός πήγαινα στο Πολυτεχνείο, με πήγαιναν οι γονείς μου, άκουγα τις ιστορίες των ανθρώπων που εκείνες τις μέρες ζούσαν το Πολυτεχνείο. Μου δημιουργούσε μεγάλο δέος, όλη αυτή η ανδρεία και ο ηρωισμός αυτών των ανθρώπων που δώσαν τη ζωή τους, άλλοι πήγαν στα ξερονήσια για πολλά χρόνια. Και όλα αυτά εμένα με συγκινούσαν και σαν μικρό παιδί. Και όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν μέχρι τα 25 μου χρόνια είναι πολύ δυνατά χαραγμένα στη μνήμη μου.
[…] Θεωρώ ότι έκανα το μηδαμινό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος. Δεν έκανα κάτι μεγαλειώδες με το να κατέβω στο δρόμο. Δεν έκανα κάτι… Αλλά νομίζω ότι, όχι μόνο εγώ, και τα υπόλοιπα παιδιά και ο υπόλοιπος κόσμος σε όλη την Ελλάδα, που κατέβηκε, είχε μέσα του αυτό το αίσθημα, ότι εμείς κάνουμε αυτό το μηδαμινό πράγμα, ότι κατεβαίνουμε στο δρόμο για να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα. Στην πορεία που κάναμε ο κόσμος έβγαινε στα μπαλκόνια. Άλλος έβγαινε για να δει τι ακριβώς συμβαίνει, άλλοι βγαίνανε και χειροκροτούσαν, άλλοι βγαίνανε και φώναζαν και αυτοί συνθήματα μαζί μας και κατάλαβα εγώ από αυτό το αίσθημα, ότι πιστεύω ότι κάναμε πολύ καλά που κάναμε αυτή την πορεία, γιατί σπάσαμε το φόβο…
[…] Εκείνη τη στιγμή μέσα σε πολύ λίγα δευτερόλεπτα αντιλαμβάνομαι εγώ μία ομάδα ΔΕΛΤΑ να βγαίνουν από το στενό, να γκαζώνουν με τα μηχανάκια και να κουνάνε τα πτυσσόμενα στον αέρα και να γκαζώνουν σαν να θέλουν να κάνουν έφοδο κάπου.
[…] Τη στιγμή που εγώ έχω μπει μέσα στο σπίτι πετάνε τα μηχανάκια κάτω, μπαίνω στην πυλωτή και αυτό που θυμάμαι γιατί ήταν πολύ δυνατό, θυμάμαι να σκέφτομαι ότι εντάξει τώρα δεν θα γίνει κάτι γιατί έχουμε μπει σπίτι μας, κι όμως εκείνη τη στιγμή που έχω μπει στην πυλωτή, μπαίνουνε μέσα στην πυλωτή, βγάζουν τα ρόπαλα κι αρχίζουνε να κάνουν μία επίθεση μέσα στην πυλωτή…
[…] Βλέπω τη μάνα μου να μπαίνει ανάμεσα στους αστυνομικούς οι οποίοι ήταν με τα ρόπαλα και τα γκλομπ στον αέρα έτσι και κυνήγαγαν, την αδερφή μου από πίσω, κάποιοι ήταν μέσα στο σπίτι κι ο Νικόλας ήταν ακριβώς πίσω από την αδερφή μου κι όπως κοντοστέκομαι εκεί πέρα λέω δεν έχετε καμία δουλειά, είναι το σπίτι μας, είναι η γειτονιά μας, φύγετε από εδώ. Κι όταν το λέω αυτό ξεκινάνε και με δέρνουν με τα γκλομπ.
[…] Ήταν 3 αστυνομικοί οι οποίοι με πλάκωναν με τα γκλομπ στο κεφάλι. Κατέβαιναν δηλαδή τα γκλομπ αστραπιαία. Σκύβω, κοιτάω και το μόνο πράγμα που έχω στο μυαλό μου είναι την αδερφή μου η οποία ήταν από πίσω και τη μάνα μου την οποία τη βλέπω να τη ρίχνουν κάτω εκείνη τη στιγμή και τότε σκέφτομαι ότι Ορέστη εσύ δεν χρειάζεται να νιώσεις φόβο. Εκείνη τη στιγμή είδα τη μάνα μου μπροστά και λέει αφήστε το παιδί. Τη σπρώχνουν, την τραβάνε, την πετάνε κάτω, μου ρίχνουνε μία μπουνιά. Ξαναβλέπω τη μάνα μου να έρχεται, να προσπαθεί με ένα σθένος να μπει μπροστά, να μην φοβάται τους εξοπλισμένους και με τα κράνη και όλη αυτή την εξάρτηση και το μόνο πράγμα που λέγανε ήταν να βρίζουν, να της λένε φύγε από εδώ, να βρίζουν την αδερφή μου, να απομακρύνουν τον κόσμο και εμένα να με πιάνουν κεφαλοκλείδωμα για να με καθίσουν κάτω, να με πετάνε κάτω, να με χτυπάνε εκείνη τη στιγμή. Κι εγώ…
[…] Στη ΓΑΔΑ ήμουν για πάρα πολύ ώρα δεμένος, δηλαδή αυτό έγινε 4.30 το μεσημέρι και μέχρι τις 9 ήμουν δεμένος. Και τους ζητούσα το λόγο και τους έλεγα δεν έχω κάνει κάποιο έγκλημα για να με δέσετε, δεν θα σηκωθώ να φύγω από τη ΓΑΔΑ να πάω κάπου. «Τι κάνατε στον πατέρα μου;» Εκείνη τη στιγμή μου λένε δεν θα φωνάζεις, δεν θα βρίζεις κι αυτά. Του λέω δεν βρίζω, ρωτάω να μάθω τι έχει γίνει με τον πατέρα μου. Ρωτάω να μάθω τι έχει γίνει. Κι εκείνη τη στιγμή είναι ένας από την ομάδα ΔΡΑΣΗ γιατί φυλάγανε και κάποιους που είχαν πιάσει ακόμα εκτός από μένα και αυτός φωνάζει «είμαστε φασίστες και θα κάνουμε ό, τι θέλουμε».
[…] Θεωρώ ότι τους πειράζει που κατεβήκαμε, τους πειράζει η μέρα του Πολυτεχνείου, τα συνθήματα και αυτό που εκφράζει αυτή η μέρα και αυτός ο αγώνας. Τους πειράζει γιατί τη στιγμή που εμείς λέμε γι΄αυτά τα αιτήματα, για την υγεία, αυτοί την ίδια στιγμή το μόνο που κάνουν είναι να μη δίνουν καθόλου λεφτά για την υγεία, να μη δίνουν καθόλου λεφτά για την παιδεία. Ίσα-ίσα τα ιδιωτικοποιούν όλα και όποιος αντιδράει απέναντι σε αυτό, όποιος έχει φωνή απέναντι σε αυτό το πράγμα, απέναντι στα μέτρα τα οποία απλά μας καταστέλλουν, τον χτυπάνε και τον δέρνουν. Και αυτό το είδαμε και κάποιους μήνες μετά στη Νέα Σμύρνη, όταν ένας απλός άνθρωπος και μία απλή οικογένεια σηκώθηκε και είπε «γιατί γράφεις πρόστιμο;» και τον σαπίσανε στο ξύλο και ξεχύθηκε ένα ποτάμι οργής το οποίο δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Αυτό φοβούνται πραγματικά, ένα ποτάμι οργής το οποίο μπορεί να ξεσηκωθεί από νέους ανθρώπους σαν και μένα και άλλους που είναι εδώ μέσα γιατί εμείς το μόνο πράγμα που θέλουμε είναι μία άλλη κοινωνία, θέλουμε να μπορούμε να ζούμε ελεύθεροι, να μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα και να μπορούμε να εργαζόμαστε και να σπουδάζουμε με δικαιώματα και να μπορούμε να είμαστε αξιοπρεπείς απέναντι σε αυτό το οποίο κάνουμε. Αυτό όταν εμείς το διεκδικούμε, αυτό ενοχλεί και πειράζει και αυτό θέλουν δημιουργήσουν, ένα φόβο.
[…] Έχουμε μάθει να ζούμε και να μπορούμε να διεκδικούμε πράγματα για τη ζωή μας. Έτσι έχουμε μεγαλώσει. Θεωρώ ότι όλα αυτά είναι δικαίωμα μας. Έτσι καταλαβαίνουμε τη ζωή. Δηλαδή δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε διαφορετικά. Δεν θα μπορούσα να κλειστώ στο σπίτι μου και να μη βγω στο δρόμο να πω αυτά που πιστεύω. Γι’ αυτό εκείνη τη μέρα ήμουν στο δρόμο και θα ήμουν ξανά και ξανά και θα ξαναείμαι στο δρόμο κι εγώ και οι υπόλοιποι.
Ολόκληρη η απολογία του Ορέστη Καττή εδώ.
Πρόκληση: Επαναλαμβάνουν τη δίκη για τα Σεπόλια / Όσες φορές κι αν γίνει θα νικήσουμε!