Γιώργος Τσαντίκος
Στην Ελλάδα των 10+ χρόνων κρίσης, οι επενδυτές επιχειρηματίες (ολογράφως: ολιγάρχες) έχουν στηρίξει κάθε πιθανή και απίθανη κυβερνητική μεταβολή. Το έκαναν όπως ανέπνεαν, ενώ ταυτόχρονα απέλυαν στρατούς δημοσιογράφων και εργαζόμενων στα ΜΜΕ, κάτι που διαφεύγει από τους RSF
Σε μια από ξεκαρδιστικότερες στιγμές της ταινίας του Νίκου Περράκη Λούφα και Παραλλαγή, ο Χρήστος «φον Κανάρης» Βαλαβανίδης ρωτάει τον Φώτη «Καραμαζόφ» Πολυχρονόπουλο για το τι δεν έχουν στη Σοβιετική Ένωση (και όχι γι’ αυτά που έχουν). Σήμερα, η κατάσταση στην Ελλάδα απέχει από τις κλασικές επιβολές μιας χούντας, π.χ. ο τρόπος ελέγχου της ενημέρωσης και των ΜΜΕ έχει αλλάξει σημαντικά, αλλά συνεχίζει να υπάρχει. Σημασία έχει τι δεν μπορείς να πεις και,κυρίως, αν το πεις, τι συνέπειες θα έχει.
Η τελευταία έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RSF) εκθέτει μια πλευρά του προβλήματος στην Ελλάδα, κατατάσσοντάς την σε χαμηλή θέση στον πίνακα World Press Index. Δεν είναι δα και οι πλάκες με τις 10 εντολές η κατάταξη των RSF, ενώ δεν έχουν λείψει οι κατά καιρούς κριτικές για τη μεθοδολογία τους, αλλά και τα «ελατήριά» τους. Από την άλλη, όμως, η Ελλάδα ζει για τις βαθμολογίες: για να πετάει στα ουράνια με κατατάξεις, από τη βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ και το Euro μέχρι τις «ακαδημαϊκές λίστες» πανεπιστημίων ή να φωνάζει για τη διαιτησία για τα ίδια ακριβώς θέματα. Γιατί, λοιπόν, να εξαιρείται η ελευθερία του Τύπου;
Το ωραίο με αυτή την υπόθεση των RSF είναι ότι η Ελλάδα έχει τη χειρότερη κατάταξή της στο οικονομικό κριτήριο της λίστας. Λένε, δηλαδή, οι RSF ότι στην Ελλάδα της (υπερ)δεκαετούς κρίσης, κατά την οποία περιορίστηκαν σημαντικά οι διαφημιστικοί προϋπολογισμοί, τα ΜΜΕ εξαρτήθηκαν περισσότερο από το δημόσιο χρήμα. Λένε, επίσης, ότι αυτό διανέμεται όχι πάντα με διαφανείς τρόπους και δείχνει να κατευθύνεται σε φιλοκυβερνητικά μέσα, αναφέροντας μάλιστα την περίπτωση της «λίστας Πέτσα».
Στην Ελλάδα των 10+ χρόνων κρίσης, όπου οι επενδυτές επιχειρηματίες (ολογράφως: ολιγάρχες) έχουν στηρίξει κάθε πιθανή και απίθανη κυβερνητική μεταβολή: Από καταιγιστικές νίκες (ΓΑΠ) μέχρι «δημοκρατικά πραξικοπήματα» (ΓΑΠ) και από «πρώτη φορά αριστερές κυβερνήσεις» (όχι ΓΑΠ) μέχρι το saga της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το έκαναν όπως ανέπνεαν, ενώ ταυτόχρονα απέλυαν στρατούς δημοσιογράφων και εργαζόμενων στα ΜΜΕ, μια παράμετρος που παρεμπιπτόντως δεν συνυπολογίζουν οι RSF. Αν την λάμβαναν υπόψη, τότε θα παλεύαμε στα πλέι άουτ της super league 2 (ολογράφως: νταμάρια Β΄ εθνικής) για την αποφυγή του υποβιβασμού.
Δεν σημαίνει όμως ότι αρκετά σημεία της κατάταξης δεν αποτύπωσαν ένα σοβαρότατο πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα. Καταρχάς, ο πρωθυπουργός απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις (στα αμερικάνικα ΜΜΕ, όχι στα ελληνικά), λέγοντας ότι «τα περισσότερα πρωτοσέλιδα είναι εναντίον μας». Λογικά, μετράει και το Πριν, οπότε είμαστε ΟΚ. Το θέμα όμως δεν είναι αθροιστικό.
Δεύτερον, η αντίληψη που φύεται με χρηματοπονικές καλλιέργειες στα ελληνικά ΜΜΕ, από την εποχή Σημίτη κιόλας, είναι ότι ο Τύπος δεν είναι ένα μέσο ελέγχου της εξουσίας, αλλά «πρέπει να συμβάλλει με προτάσεις», πράγμα που είναι μια πολύ καλή εισαγωγή για να περιγράψει το μέσο που συνεργάζεται άμεσα με την εξουσία και, σε σημαντικό ή ολοκληρωτικό βαθμό, την υπηρετεί. Αυτό δεν ίσχυε όμως πάντα; Δεν υπήρχαν τα έντυπα και γενικώς, τα μέσα των μεν και των δε; Υπήρχαν και ενίοτε έκαναν πολέμους, που μπροστά τους οι συγκρούσεις του Game of Thrones ήταν φιλικά προετοιμασίας. Αυτό που δεν υπήρχε τόσο έντονο, όμως, ήταν η ζηλωτική υπηρέτηση της αντίληψης του «εσωτερικού εχθρού», όπως αυτή φάνηκε ιδιαίτερα το ‘12, το ‘15 αλλά και τώρα, που πλέον επιστρατεύεται μέχρι και για να καλύψει το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός έκανε βόλτες στην πανδημία, ενώ οι υπόλοιποι-ες, άμα έβγαιναν από το σπίτι, μπορεί και να έτρωγαν ξύλο.
Ο νόμος περί «fake news» είναι μνημείο υποκρισίας, ειδικά αν ανατρέξουμε σε ό,τι έχουμε ακούσει από κυβερνητικούς εκπροσώπους
Αυτό που «δεν μπορείς να πεις», που έλεγε ο Βαλαβανίδης, δεν απαγορεύεται, αλλά θα σκεφτείς δύο και τρεις φορές για να το πεις, για διάφορους λόγους: γιατί πλέον οι δημοσιογράφοι εκτίθενται απευθείας, χωρίς πολλές φορές να τους προστατεύει το μέσο, γιατί μπορεί να μην υπάρχουν καν αρχισυντάκτες και διευθυντές (μπορεί να εκλέχτηκαν βουλευτές…), γιατί το συμφέρον του ιδιοκτήτη μπορεί να ταυτίζεται με το συμφέρον του «θιγμένου» και σημασία έχει «αυτό που μας συμφέρει». Ακόμα και όταν ένα μέσο είναι όντως ανεξάρτητο, τότε προνοεί η ίδια η κυβέρνηση: Ο πιο πρόσφατος νόμος περί «fake news» είναι μνημείο υποκρισίας, ειδικά αν ανατρέξει κανείς σε ό,τι έχουμε ακούσει από κυβερνητικούς εκπροσώπους την τελευταία δεκαετία.
Γενικώς, η κατάσταση των ΜΜΕ στην Ελλάδα έχει αφήσει κάπως αποσβολωμένους και τους υποστηρικτές της άποψης ότι η ελεύθερη αγορά ευνοεί στα ΜΜΕ το «προφίλ διαφορετικότητας», άρα και την κριτική. Γιατί η ελεύθερη αγορά, σε μια ιδιαίτερα εξαγριωμένη εκδοχή της, φροντίζει για το αντίθετο στην Ελλάδα.