Παναγιώτης Ξοπλίδης
Το Ισραήλ βρίσκεται μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, καθώς για δεκαετίες είχε προσπαθήσει να ενσωματώσει τον πληθυσμό της αραβικής μειονότητας, μια πολιτική η οποία –στο φόντο και της γενικότερης κρίσης– δείχνει να έχει ναυαγήσει και εγκαταλείπεται.
Ο νέος κύκλος βίας που εξελίσσεται στην κατεχόμενη Παλαιστίνη και το κράτος του Ισραήλ τις τελευταίες εβδομάδες ματώνει ξανά την ανοιχτή πληγή της πιο μακροχρόνιας εθνικής διένεξης (απομεινάρι της παλαιότερης εποχής του τέλους της αποικιοκρατίας), στο πλαίσιο πλέον της νέας εποχής όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Τα δυτικά ΜΜΕ προβάλλουν το κύμα επιθέσεων που πραγματοποιούν Παλαιστίνιοι και Άραβες με ισραηλινή υπηκοότητα με όπλα «χαμηλής έντασης» σε βάρος Ισραηλινών στρατιωτών, εποίκων, αλλά και πολιτών. Η κατοχή, το απαρτχάιντ, η προσφυγιά αποκρύπτονται σχεδόν ολοκληρωτικά, όπως και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ για την έξωση τουλάχιστον 1.000 Παλαιστινίων από τη Δυτική Όχθη, σε μια περιοχή την οποία το Ισραήλ έχει ορίσει ως πεδίο βολής και χώρο διεξαγωγής στρατιωτικών γυμνασίων!
Παράλληλα, το ζήτημα των ιερών τόπων στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ προκαλεί συνεχή ένταση, υπό το βάρος και της ανόδου ακραίων θρησκευτικών και ακροδεξιών εβραϊκών οργανώσεων εποίκων. Το τέμενος αλ-Ακσά βρίσκεται υπό την συνεχή πολιορκία του ισραηλινού στρατού, ενώ πραγματοποιούνται συνεχείς επιδρομές σε προσφυγικούς καταυλισμούς, ως συλλογική τιμωρία για τις επιθέσεις κατά Ισραηλινών. Σε μια από αυτές, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ η Παλαιστίνια δημοσιογράφος του Al Jazeera, Σιρίν Αμπού Άκλεχ, σε ένα ακόμα έγκλημα του ισραηλινού στρατού που θα περάσει ατιμώρητο. (Ενημέρωση: Οι ισραηλινές δυνάμεις ωστόσο δεν έμειναν εκεί. Χτύπησαν άγρια στην έριξαν χημικά στους ανθρώπους που μετέφεραν το φέρετρο της δολοφονημένης δημοσιογράφου στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ)
Η εν ψυχρώ δολοφονία της Σιρίν Αμπού Άκλεχ αποτελεί ένα ακόμη έγκλημα του ισραηλινού στρατού
Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία στο Ισραήλ, όμως, είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις επιθέσεις με μαχαίρια και όπλα γίνονται από μέλη της αραβικής κοινότητας, η οποία ζει εδώ και δεκαετίες εντός του εβραϊκού κράτους με πολιτικά δικαιώματα. Η ίδια ακριβώς εικόνα υπήρχε και πέρσι, κατά την προηγούμενη κρίση στην Ιερουσαλήμ, η οποία είχε προκαλέσει τη δολοφονική επιδρομή στην Γάζα, με εκατοντάδες νεκρούς αμάχους. Είχαν σημειωθεί τότε οι μεγαλύτερες ταραχές στην ιστορία του Ισραήλ, με εξέγερση της αραβικής κοινότητας, οδομαχίες και εμπρησμούς σπιτιών και καταστημάτων εντός των ισραηλινών πόλεων και όχι στα κατεχόμενα εδάφη.
Το Ισραήλ βρίσκεται μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, καθώς για δεκαετίες είχε προσπαθήσει να ενσωματώσει τον πληθυσμό της αραβικής μειονότητας (20-25% των πολιτών του), διαχωρίζοντάς τον από τους Παλαιστίνιους των κατεχόμενων εδαφών και τους πρόσφυγες που ζουν σε γειτονικά κράτη. Αυτή την πολιτική είχαν ακολουθήσει τα κοσμικά κόμματα και κυρίως το Εργατικό, που για δεκαετίες κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό, ασκώντας ταυτόχρονα μια σοσιαλδημοκρατική οικονομική και κοινωνική πολιτική. Σήμερα, το Εργατικό Κόμμα έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη και τη θέση του έχουν πάρει, εκτός από το δεξιό Λικούντ του πρώην πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, θρησκευτικά και ακροδεξιά κόμματα που αμφισβητούν ακόμα και την κοσμικότητα του κράτους. Τομή σε αυτή την εξέλιξη ήταν η επίσημη ανακήρυξη του Ισραήλ ως «εβραϊκού κράτους» τον Ιούλιο του 2018. Ταυτόχρονα, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στην πλήρη φτωχοποίηση την αραβική μειονότητα, που ήταν και πριν φτωχότερη και αποκλεισμένη από πολλά δημόσια αγαθά.
Η αποτυχία της ενσωμάτωσης της αραβικής κοινότητας είναι αυτή που βρίσκεται και πίσω από το πολιτικό αδιέξοδο στο Ισραήλ, καθώς αναδεικνύει το δίλημμα της ίδιας της φύσης του «εβραϊκού κράτους». Η νυν κυβέρνηση του Νάφταλι Μπένετ είναι ένα συνονθύλευμα κεντρώων, δεξιών και αριστερών κομμάτων με μοναδικό συνεκτικό δεσμό την εκδίωξη του Νετανιάχου, αλλά και των ακραίων θρησκευτικών εβραϊκών κομμάτων που είχαν τον ρόλο του ρυθμιστή των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών στην Κνεσέτ. Για πρώτη φορά στην ιστορία συμμετείχε σε κυβέρνηση αραβικό κόμμα, το Ραάμ, το οποίο με 4 βουλευτές δίνει οριακή πλειοψηφία στον συνασπισμό του Μπένετ, που βρίσκεται υπό κατάρρευση μετά την αποχώρηση μιας βουλευτίνας, η οποία προσχώρησε στο Λικούντ. Το Ραάμ απειλεί επίσης με συλλογική αποχώρηση, αν συνεχιστούν οι επιδρομές στους ιερούς τόπους της Ιερουσαλήμ.
Σε αυτό το φόντο, το Λικούντ του Νετανιάχου εμφανίζεται έτοιμο να αναλάβει ξανά την εξουσία, καλώντας σε ενότητα τη δεξιά, με τη συμμετοχή θρησκευτικών και εθνικιστικών ακροδεξιών κομμάτων. Το Ισραήλ μετατρέπεται έτσι όχι μόνο σε ένα κράτος-
απαρτχάιντ αλλά και σε ένα θρησκευτικό κράτος, όπου η καθημερινή ζωή θα ορίζεται από τους ραβίνους. Αυτό προκαλεί δυσφορία και σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας του, που όμως περιθωριοποιείται πολιτικά και οικονομικά όλο και περισσότερο.