Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Προαπαιτούμενο η ψήφιση της συμφωνίας πριν τη συνάντηση Μητσοτάκη-Μπάιντεν
Η ψήφιση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας που προβλέπει επ’ αόριστον παρουσία των αμερικανικών βάσεων στη χώρα είναι το πρώτο αποτέλεσμα της συνάντησης Μητσοτάκη-Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο στις 16 Μάη. Μάλιστα, θα προηγηθεί της επίσκεψης του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, αφού ουσιαστικά θεωρείται προαπαιτούμενο για τα όσα θα συμφωνηθούν κατά τη διάρκεια των διμερών επαφών.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Δεύτερου Τροποποιητικού Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (ΣΑΑΣ/MDCA), όπως ονομάζεται η συμφωνία για τις στρατιωτικές δραστηριότητες των ΗΠΑ σε ελληνικό έδαφος, είναι η… μονιμότητα. Δηλαδή, η ρητή αναφορά ότι η συμφωνία «θα παραμείνει σε ισχύ στη συνέχεια, εκτός εάν τερματιστεί από κάποιο από τα μέρη με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο μέρος δύο χρόνια πριν διά της διπλωματικής οδού». Η διαφοροποίηση αυτή είναι εξαιρετικά ουσιώδης. Όχι απλώς γιατί δεν θα τίθεται θέμα επαναβεβαίωσης της συμφωνίας ανά περιοδικά διαστήματα, όπως ίσχυε έως σήμερα. Αλλά γιατί πλέον η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να… συζητήσει οτιδήποτε για τη συμφωνία αυτή, θα πρέπει με δική της διπλωματική πρωτοβουλία να αναθεωρήσει όλο το πλέγμα των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων. Πράγμα που προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί από καμία κυβέρνηση αστικού χαρακτήρα.
Αυτό επιβεβαιώνεται, εκτός από τις διατάξεις της ίδιας της συμφωνίας και πολιτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκεί αναμένεται να εστιάσει την κριτική του ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να μην ψηφίσει τη συγκεκριμένη συμφωνία στη Βουλή. Παραδεχόμενος, εμμέσως πλην σαφώς, ότι από τη στιγμή που θα ψηφιστεί η συμφωνία δεν είναι δυνατόν, ούτε και προτίθεται, να την αμφισβητήσει. Η συμφωνία, εκτός από τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας, αναμένεται να έχει και τη στήριξη του ΚΙΝΑΛ και έτσι να «περάσει» με ευρεία πλειοψηφία.
Ο Νίκος Δένδιας σε δηλώσεις του την Τρίτη ήταν αποκαλυπτικός για τις προθέσεις της κυβέρνησης « Θέλουμε την στρατιωτική παρουσία . Δεν παραστήσαμε ότι είμαστε αυτοί που διώχνουν τις βάσεις. Έχουμε σαφή θέση για το εθνικό συμφέρον. Θέλαμε και θέλουμε την παρουσία στην Θράκη. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία της συμφωνίας αφορά την Αλεξανδρούπολη. Θέλουμε την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η επικύρωση της συμφωνίας αποκτά (αρνητική) προστιθέμενη αξία στη σημερινή πολιτική συγκυρία κατά την οποία ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός Δύσης και Ρωσίας βρίσκεται στο απόγειό του εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Τα άρθρα της συμφωνίας προβλέπουν αναβάθμιση των αμερικανικών βάσεων στη χώρα μας και ενίσχυση του προσανατολισμού τους εναντίον της Ρωσίας. Αν και βασικός πυλώνας της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας παραμένει η βάση της Σούδας, όπου ήδη «τρέχει» πρόγραμμα επέκτασης των δραστηριοτήτων της, ειδική σημασία αποκτούν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Αλεξανδρούπολη και ιδίως αυτή που εδρεύει στο «Στρατόπεδο Γιαννούλη». Η συγκεκριμένη εγκατάσταση συμβάλλει στην παρακολούθηση της Μαύρης Θάλασσας με μη επανδρωμένα αεροσκάφη κι έχει και την ευθύνη φύλαξης του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης. Την ίδια περιοχή δηλαδή που πρόσφατα επισκέφθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκη για τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης και αεριοποίησης του αμερικανικού LNG, στο πλαίσιο της προσπάθειας αλλαγής των ενεργειακών ισορροπιών στην Ευρώπη.
Η ενεργειακή διάσταση, άλλωστε, αναμένεται να είναι επίσης ένα από τα σημαντικά στοιχεία των όσων θα συμφωνηθούν κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο. Τόσο από οικονομικής άποψης, αφού η μεταφορά το αμερικανικού LNG εμπλέκει τόσο αμερικανικά όσο και εγχώρια (ιδίως εφοπλιστικά) συμφέροντα. Θυμίζουμε ότι αναφερόμενος στο τερματικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ότι θα είναι «ένας φάρος που εκπέμπει ένα διπλό σήμα». Πιο συγκεκριμένα, τόνισε πως με την υποδομή αυτή «θα υποκατασταθεί το φυσικό αέριο από ρωσικές πηγές και από την άλλη εκπέμπεται το μήνυμα ότι όλες μαζί οι χώρες είναι έτοιμες να αναλάβουμε έναν κομβικό νέο ρόλο στον νέο ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης». Επισήμανε επίσης ότι «οι πρόσφατοι εκβιασμοί της Μόσχας, καθιστούν αυτή τη συνεργασία όχι απλά αναγκαία αλλά κατεπείγουσα».