Κώστας Παλούκης
▸Στις 18 Απρίλη (με το παλαιό ημερολόγιο) έγινε η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ. Ο Ά Παγκόσμιος πόλεμος είχε
τελειώσει, ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ακόμα στην Ουκρανία να πολεμάει κατά της σοβιετικής εξουσίας ενώ ετοιμαζόταν η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη. Το εργατικό κίνημα, από τότε διχασμένο, με το στρατιωτικό νόμο εν ενεργεία και απαγόρευση των συγκεντρώσεων δείχνει τη δύναμή του με μαζικές συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα.
Η πρώτη οργανωμένη και μαζική Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε στον Ρέντη στις 18 Απριλίου 1919, ακολουθώντας το νέο ημερολόγιο το οποίο δεν ίσχυε ακόμη στη χώρα. Σύμφωνα με τους σοσιαλιστές συμμετείχαν 100.000 εργάτες στην απεργία. Η ΓΣΕΕ η οποία είχε ιδρυθεί λίγους μήνες νωρίτερα εξ αρχής θέσπισε ότι θα γιορτάζεται με το νέο ημερολόγιο για διεθνιστικούς λόγους. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης γράφει την ημέρα εκείνη: «Σήμερον είναι η σοσιαλιστική πρωτομαγιά. Η διεθνής εορτή των εργατών. Εφέτος […] οι εργάται των συμμαχικών χωρών δεν θα εορτάσουν την πρωτομαγιάν. Οι των Κεντρικών Αυτοκρατοριών θα την εορτάσουν ίσως, αλλ’ ως μίαν διαμαρτυρίαν κατά του πολέμου» (Ριζοσπάστης, 18/4/1919). Οι νικήτριες χώρες ήθελαν να αποφύγουν μια εργατική διαμαρτυρία με αντιπολεμικό περιεχόμενο και οι σοσιαλιστές μάλλον τους ακολουθούσαν. Στις ηττημένες χώρες το κλίμα όμως ήταν εντελώς διαφορετικό.
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ισχύει ακόμη ο στρατιωτικός νόμος. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Βενιζέλου συμμετέχει με στρατεύματα στη διεθνή επέμβαση για κατάπνιξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Η Ελλάδα ετοιμάζεται, επιπλέον, για τη μικρασιατική εκστρατεία και κείνες τις μέρες παίρνει το «πράσινο φως» για την απόβαση στη Σμύρνη. Στο εσωτερικό της ΓΣΕΕ επικρατούν δύο τάσεις: Ο πρόεδρος Ευάγγελος Μαχαίρας με την πλειοψηφία της διοίκησης (6 στους 11) επιδιώκει να μην εορταστεί η πρωτομαγιά. Ο Μαχαίρας είναι εκπρόσωπος των «καθαρών συνδικαλιστών», ενός συνδικαλιστικού ρεύματος το οποίο κηρύσσει τους εργατικούς αγώνες εκτός πάσης πολιτικής, αλλά ουσιαστικά στηρίζει τη βενιζελική κυβέρνηση. Η αριστερή μειοψηφία (5 στους 11) εξαγγέλλει τον εορτασμό εφαρμόζοντας την απόφαση του Α΄ Πανεργατικού Συνεδρίου που ίδρυσε την ΓΣΕΕ. Η Εργατική Πρωτομαγιά θα γιορταστεί αγωνιστικά στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, τον Βόλο, τη Λάρισα, τη Σύρο, την Καρδίτσα κ.α. Η εκτίμηση των σοσιαλιστών ήταν πως η απεργία εκείνη την ιστορική Πρωτομαγιά αγκάλιασε 30.000 μόνο σε Αθήνα-Πειραιά. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τις προσυγκεντρώσεις και τις απογευματινές συγκεντρώσεις, αλλά και την 24ωρη απεργία στον ηλεκτρισμό και τις συγκοινωνίες. Πήρε, μάλιστα, και στρατιωτικά μέτρα, ενώ προχώρησε σε συλλήψεις «πρωταιτίων» και «καταγραφή των απεργών».
Οι εργάτες ηλεκτρισμού και συγκοινωνίας, τελικά, θ’ απεργήσουν μετά τις 12 το μεσημέρι και τα σωματεία θα καλέσουν τους εργάτες να συγκεντρωθούν κατευθείαν στον Ρέντη. Στη συγκέντρωση μίλησαν εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και ο Στ. Κόκκινος από το ΣΕΚΕ. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια όμως ξεσήκωσε με την ομιλία του τους συγκεντρωμένους: «Αι πιέσεις, τα εμπόδια δεν μας απελπίζουν», έλεγε μιλώντας στους συγκεντρωμένους. «Είμεθα ακόμη άπειροι, είμεθα αρχάριοι. Η Πρωτομαγιά όλων των εργατών του κόσμου είναι αρχή της αναγεννήσεως. Αναγεννώμεθα, οργανούμεθα. Μια νέα ζωή ήδη αρχίζει για μας, μια νέα ελπίδα μας ενθαρρύνει […] Στην τιμία Ελλάδα απομένει να βάλη και εδώ τα θεμέλια του νέου κόσμου, που οικοδομείται (σ.σ. εννοεί τη Σοβιετική Ένωση)».
Το νεαρό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα προσπαθούσε να απεμπλακεί από την αστική πολιτική
Το ψήφισμα έγραφε: «Σήμερον εις όλας τας χώρας του κόσμου η εορτή της Πρωτομαγιάς θα είναι μια λαϊκή διαμαρτυρία εναντίον των κακώς εχόντων κοινωνικών πραγμάτων. Ούτω και η εργατική τάξις της Ελλάδος έχει και αυτή τα αιτήματά της. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είχε αιτήματα, εάν δεν εζήτη την βελτίωσιν της τύχης του και της ζωής του δεν θα ήτο λαός ζωντανός, βιώσιμος […]. Τα αιτήματά μας […] είναι αιτήματα του λαού και ουδείς δύναται να υπάρχη ανώτερος από την θέλησιν του λαού».
Τον Μάιο του 1919, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει. Την 1η Μαΐου η εφημερίδα Ριζοσπάστης σχολιάζει τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Άσχετα με το γεγονός ότι πιθανότατα η ηττημένη Γερμανία θα αποδεχθεί τους όρους η αριστερή εφημερίδα επισημαίνει ότι «η τοιαύτη ειρήνη, η βασιζομένη επί όρων καταπιεστικών δι’ ένα λαόν ως ο γερμανικός δεν θα είνε παρά ηφαίστειον, έτοιμον να εκραγή εις κάθε στιγμήν και επομένως δεν θα είνε ειρήνη. Επομένως όλαι αι μέχρι τούδε θυσίαι των λαών θα αποβούν μάταιαι». Και η εφημερίδα προτείνει: «Αν η ειρήνη ήτο δικαία, αν εξηφάνιζε πάντα λόγον μελλοντικής προστριβής μεταξύ των δύο μεγάλων χωρών πάσα τοιαύτη δια συνθηκών εξασφάλησις θα απέβαινε περιττή και θα ήρκει ως εξασφάλησις δια την ειρήνην του κόσμου.» (Ριζοσπάστης, 1/5/1919).
Την ίδια περίοδο ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Σμύρνη. Η εφημερίδα δεν είναι όμως σε θέση να κατανοήσει τις συνθήκες του νέου πολέμου χρησιμοποιώντας το ίδιο ακριβώς κριτήριο. Αντίθετα, θεωρεί πως το Συνέδριο της Ειρήνης στις Βερσαλλίες αναγνωρίζει «εις την Ελλάδαν δικαιωμάτων επί της παραλιακής εκείνης περιοχής της Μικράς Ασίας» και αυτό συνιστά «μια απαρχή απονομής δικαιοσύνης εις τους μικρούς λαούς, εις τους δυναστευμένους πληθυσμούς» (Ριζοσπάστης, 2/5/1919). Το νεαρό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα ακόμη προσπαθούσε να βρει τα βήματά του και να απεμπλακεί από την αστική πολιτική. Σύντομα, θα κάνει το μεγάλο ξέσπασμα.
Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες την περίοδο που διεξάγεται η Μικρασιατική Εκστρατεία οδηγούν σε όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Παλαιά Ελλάδα. Όλες οι ανακοινώσεις σωματείων περιείχαν το αίτημα της άρσης του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας «διά τα εσωτερικά ζητήματα». Οι εργατικές απεργίες που ξέσπασαν εν μέσω Μικρασιατικής Εκστρατείας αποκτούσαν έντονο πολιτικό και αντιπολεμικό περιεχόμενο, ακόμα και εάν οι συνδικαλιστικοί φορείς τους δεν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. Οι απεργίες αυτές χαρακτηρίζονταν από το κράτος «στάση σε καιρό πολέμου» και καταστέλλονταν με την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, με την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, με συλλήψεις και στρατοδικεία. Οι συλλήψεις σοσιαλιστών εργατών και οι διώξεις μελών του ΣΕΚΕ κορυφώθηκαν με τη σύλληψη ηγετικών στελεχών του και την απαγγελία της κατηγορίας επί εσχάτη προδοσία και συγκεκριμένα «επί προκλήσει εις διέγερσιν εμφυλίου πολέμου».