Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η είσοδος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε μια φάση οξύτατου ανταγωνισμού, που δεν αποκλείει πολεμικά επεισόδια, θα επιφέρει πλήγματα στη διεθνοποίηση σε όλα τα επίπεδά της. Δεν θα την καταργήσει, αλλά θα δημιουργήσει νέα διεθνή μπλοκ που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ο καπιταλισμός, ιδίως στην όξυνση της επιθετικότητάς του, είναι πιο επιρρεπής σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, με καταστροφικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τους λαούς.
Αυταπάτες του χθες για το «παγκόσμιο χωριό»
Μέγα ερώτημα και διακύβευμα στην εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και στην τροφοδοτούμενη απ’αυτόν έξαρση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών είναι η πορεία και η εξέλιξη της διεθνοποίησης (παγκοσμιοποίησης). Η παγκοσμιοποίηση είναι αντικειμενική πραγματικότητα και ανάγκη αλλά και αστικό – μικροαστικό ιδεολόγημα. Στην ιδεαλιστική εκδοχή του υποτίθεται ότι οδηγεί στην προώθηση και εμπέδωση της παγκόσμιας ειρήνης, της άμβλυνσης των διεθνών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, στη σύγκλιση των ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών (προσδοκία που αποδείχτηκε φρούδα στην ένταξη της χώρας μας στην επιμέρους διεθνοποίηση της ΕΕ).
Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», επί ηγεσίας Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν, οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, ενώ οι χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), η Ουκρανία και η Μολδαβία αποσπάστηκαν από τον κρατικό κορμό της Ρωσίας με φιλοδυτικό προσανατολισμό. Η ηγεσία της Ρωσίας, παρά την κραυγαλέα ανισομετρία εις βάρος της που δημιουργούσαν αυτές οι αναδιαρθρώσεις, δεν αντέδρασε, αρκούμενη στις διαβεβαιώσεις ότι δεν αποτελούν κίνδυνο για τη Ρωσία. Υπήρξαν μάλιστα και διεργασίες για ένταξη της Ρωσίας, υπό ειδικό καθεστώς, σε ΕΕ- ΝΑΤΟ, αφού δεν υπήρχε πλέον ιδεολογικό- πολιτικό κώλυμα. Τελικά, η ρωσική μεγαλοαστική τάξη υπό τον Πούτιν συνειδητοποίησε ότι η Ρωσία από παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη θα υποβιβαζόταν σε δευτερεύουσας δυναμικής χώρα ως απλό μέλος της Ευρωνατοϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτές οι αντιλήψεις ενθαρρύνονται απ΄την αυταπάτη ή απάτη ότι οι καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί δύνανται να περιοριστούν δραστικά από τη δυναμική της διεθνοποίησης. Η τελευταία έχει τη δική της δυναμική, αλλά συνδέεται διαλεκτικά με τον ανταγωνισμό, αφού στη διεθνή αγορά νοείται ως επέκταση κεφαλαίων σε βάρος άλλων, ανταγωνιστικών κυρίως, χωρών.
Καταλύτης ο πόλεμος στην Ουκρανία
Σε περιόδους έντονης ανισομετρίας των ιμπεριαλισμών, όπως σήμερα, ο κινέζικος καπιταλισμός απειλεί άμεσα να εκτιναχθεί στην πρώτη θέση, εκτοπίζοντας την οικονομική κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενώ η Ρωσία αντιμετωπίζει επιθετικά την απόπειρα της ιμπεριαλιστικής Δύσης να την περικυκλώσει με νατοϊκές δυνάμεις και πυρηνικά όπλα, ολοκληρώνοντας τον φιλοδυτικό κλοιό με την ένταξη στο ΝΑΤΟ νευραλγικών για την ασφάλεια της Ρωσίας χωρών όπως η Ουκρανία και η Γεωργία.
Στην πραγματικότητα, το επίδικο δεν είναι η Ουκρανία, αλλά η παγκόσμια ηγεμονία, για την οποία θα αντιπαλέψουν το Δυτικό και το Ανατολικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τρέχοντα γεγονότα, όπως: Η σχεδόν αρνητική αντιμετώπιση από την ηγεσία των ΗΠΑ της προσέγγισης που πραγματοποιήθηκε στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις Ουκρανών και Ρώσων στην Τουρκία, οι απαιτήσεις Μπάιντεν από τους Ευρωπαίους να επιβάλουν πρόσθετες κυρώσεις, έστω και αν θα είναι οδυνηρές περισσότερο για τις χώρες και τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στα ενεργειακά έχουν υψηλό βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία, από την οποία δεν προβλέπεται ότι θα απαλλαγούν νωρίτερα από 8-10 χρόνια, οι διαβεβαιώσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων ηγετών ότι αυτές οι κυρώσεις δεν θα είναι προσωρινές.
Η μονιμοποίηση των κυρώσεων είναι αδιάψευστος μάρτυρας ότι το ζητούμενο δεν είναι η λύση του Ουκρανικού, αλλά όντως η εδραίωση και ενίσχυση της ηγεμονίας των Δυτικών. Το ερώτημα είναι γιατί, εφόσον επιτευχθεί λύση του Ουκρανικού, έστω και όχι άριστη,να συνεχιστούν οι κυρώσεις που ζημιώνουν και τις αστικές τάξεις της ΕΕ, αλλά κυρίως τους λαούς της Ευρώπης, που θα προμηθεύονται τα σαφώς ακριβότερα καύσιμα από τις ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι στόχος των ΗΠΑ είναι, όχι να καταργήσουν βέβαια τον ρου της διεθνοποίησης, αλλά να τον διευθετήσουν προς όφελος τους. Να εκτοπίσουν, σε πρώτη φάση, το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τις αγορές της Ευρώπης και να το αντικαταστήσουν με δικό τους, έστω και αν είναι ακριβότερο, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα: Να θησαυρίσουν τα μονοπώλια ενέργειας των ΗΠΑ, να πληγεί η Ρωσία που θα στερηθεί τη δυναμική γι’ αυτήν αγορά της Ευρώπης, να απομονωθεί η Κίνα με την αποδυνάμωση του βασικού συμμάχου της, αλλά να πληγούν και τα ερείπια της Ostpolitic και η όποια τάση αυτονόμησης της Γερμανίας και της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ, μετά την αναγγελία μάλιστα του ισχυρότατου εξοπλισμού της με δαπάνες των 100 δισ. ευρώ.
Στην πραγματικότητα, το επίδικο δεν είναι η Ουκρανία, αλλά η παγκόσμια ηγεμονία, για την οποία θα αντιπαλέψουν το Δυτικό και το Ανατολικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ
Η είσοδος των ιμπεριαλισμών σ’ ένα στάδιο οξύτατου ανταγωνισμού, που δεν θα αποκλείει και άλλα πολεμικά επεισόδια, θα επιφέρει πλήγματα στη διεθνοποίηση σε όλα τα επίπεδά της. Δεν θα καταργήσει ασφαλώς τη διεθνοποίηση, για τον απλούστατο λόγο ότι και ο πιο ισχυρός ιμπεριαλιστικός πόλος είναι ασύμφορο και ανορθολογικό να παράγει μεγάλο αριθμό προϊόντων με πολύ ψηλότερο κόστος απ’ ό,τι η εισαγωγή τους. Ωστόσο, ο καπιταλισμός, ιδίως στην όξυνση της επιθετικότητάς του και των ανταγωνισμών, είναι πιο επιρρεπής σε ανορθολογισμούς. Έτσι, θα υπάρξει ισχυρή στροφή στην πολεμική βιομηχανία και στους εξοπλισμούς, με καταστροφικές συνέπειες για άλλους κλάδους. Θα υπάρξουν επιλογές αγοράς προϊόντων από φιλικές χώρες, έστω και αν είναι λιγότερο συμφέρουσες, από αυτές αντίπαλων χωρών. Όπως θα συμβεί με το αέριο που θα αγοράζει η Γερμανία απ’τις ΗΠΑ σε πολύ υψηλότερες τιμές, ενώ θα χρειαστούν και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, για να μετατρέπουν το υγροποιημένο φυσικό αέριο σε αέριο. Θα πληγούν τα λαϊκά ιδίως στρώματα λόγω της έλλειψης βασικών προϊόντων και της εκτίναξης των τιμών, ιδίως σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, έστω κι αν καλλιεργούνται έτσι αντισυστημικές τάσεις.
Η διεθνοποίηση δεν θα καταργηθεί, θα αναδιοργανωθεί όμως σε οξύτερη ανταγωνιστική βάση. Δύο κεντρικές ολοκληρώσεις, ο δυτικός ιμπεριαλισμός (με τον άξονα ΗΠΑ-ΕΕ) και ο ανατολικός ιμπεριαλισμός (με άξονα Κίνα-Ρωσία) θα κυριαρχήσουν με σύμμαχες περιφερειακές ενώσεις (όπως είναι η NAFTA για τη Δύση και η RCEP για την Ανατολή). Μεταξύ των δύο κυρίαρχων ολοκληρώσεων η διεθνοποιημένη οικονομική σχέση θα περιοριστεί σε οριακό βαθμό, έστω και με ασύμφορες συνθήκες παραγωγής για προϊόντα, στα οποία η μία ή η άλλη ολοκλήρωση δεν είναι εξειδικευμένη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κέντρων θα οξύνεται σε οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, ακόμη και ιδεολογικό – προπαγανδιστικό επίπεδο (όπως στο σχήμα «δημοκρατική προοδευτική Δύση εναντίον της βάρβαρης και αυταρχικής Ανατολής»).
Αντιστρόφως ανάλογα με την όξυνση του ανταγωνισμού των ολοκληρώσεων, στο εσωτερικό τους και στη σχέση με φίλια κράτη θα εμβαθύνεται η διαδικασία συνεργασίας και ενοποίησης. Αυτή η εξέλιξη είναι εμφανής, εκβιαστική και ανορθολογική στην Ευρωπαϊκή Ένωση που πειθαναγκάζεται να εμβαθύνει τη διεθνοποίηση με τις ΗΠΑ, ιδίως με την προμήθεια ενέργειας απ’ αυτές και κατάργηση, σε μικρή προοπτική χρόνου, των εισαγωγών από τη Ρωσία. Παράλληλα, η ΕΕ ως ακρίτας της Δύσης λόγω γειτνίασης με την εμπόλεμη Ρωσία και της όξυνσης των σχέσεών τους θα προωθήσει την ενοποίηση της πολιτικής και της οικονομίας των κρατών-μελών της, παρά τις αντιθέσεις και τις ομαδοποιήσεις. Όλα τα κράτη-μέλη θα αναγκαστούν να επωμιστούν την εκτίναξη των δαπανών για εξοπλισμούς (τον χορό άνοιξε ήδη η Γερμανία, ενώ η Ελλάδα είναι πρωταθλητής!), για την ενέργεια και την αντιμετώπιση της εκτίναξης των τιμών των αγαθών.
Παράλληλες κινήσεις και ανακατατάξεις πραγματοποιούνται και στην Ανατολή. Η φυγή πολυεθνικών εταιρειών και τροφοδοτικών αλυσίδων από τη Ρωσία, αποτελεί πλήγμα για τη διεθνοποίηση, ενισχύει όμως την εθνική οικονομική ολοκλήρωση της Ρωσίας, που θέτει τον ευρύ τομέα των δυτικών επιχειρήσεων υπό κρατικό έλεγχο, με προοπτική να τον μεταβιβάσει σε ιδιώτες.
Παράλληλα, η διάρρηξη των οικονομικών σχέσεων με τη Δύση, επιταχύνει και εμβαθύνει τις διαδικασίες διεθνοποίησης της Ρωσίας με την Κίνα και την Ινδία, άμεσα μάλιστα, με συμφωνία διάθεσης των τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας, που δεν θα αγοράζει πλέον η Ευρώπη από τη Ρωσία, στις ενεργοβόρες Κίνα και Ινδία, με συμφωνίες που ήδη έχουν υπογραφεί ή είναι στο στάδιο της υπογραφής. Παράλληλα, η ρωσική προεδρία πιέζει και ωθεί Ρώσους κεφαλαιούχους να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους από τη Δύση στη Ρωσία ή σε οικονομικά κέντρα με τα οποία έχουν αναπτυχθεί ήδη συμμαχίες, στην Κίνα, στο Χονγκ Κονγκ, το Ντουμπάι κ.ά., αντί της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Βερολίνου και άλλων μητροπόλεων του δυτικού καπιταλισμού.
Ρήγμα στη νομισματική διεθνοποίηση
Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης ωθούν Ρωσία και Κίνα σε δικά τους δίκτυα
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι στην καπιταλιστική οικονομία ο βασικός μηχανισμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου με την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στη διαδικασία παραγωγής και εμπορίου. Οι ΗΠΑ, κυριαρχώντας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, λειτουργώντας ως οικονομικός τρομοκράτης. Συγκεκριμένα:
Πρώτο, κατέσχεσαν μυθώδη ποσά καταθέσεων και περιουσιακά στοιχεία Ρώσων ολιγαρχών. Δεύτερο, απέβαλαν ισχυρές ρωσικές τράπεζες από το Swift, το διεθνές κέντρο ανταλλαγής μηνυμάτων για πληρωμές μεταξύ τραπεζών. Θυγατρικές όμως αυτών των τραπεζών λειτουργούν ως αυτόνομες επιχειρήσεις σε Κωνσταντινούπολη, Βιέννη, Λευκωσία, ενώ νέα τραπεζικά κέντρα αναφύονται στο Ντουμπάι, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη. Τρίτο και πιο οδυνηρό για τη Ρωσία, είναι η απαγόρευση από τις ΗΠΑ χρήσης ομολόγων σε δολάρια και ευρώ, που διαθέτει σαν αποθεματικό η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας και τα οποία ανέρχονται περίπου στα 240 δισ.
Η Μόσχα και το Πεκίνο, αξιοποιώντας την πείρα από ανάλογες συμπεριφορές των ΗΠΑ, είχαν προετοιμαστεί ανάλογα. Στις 11 Μαρτίου η RCEP και η Κίνα ανακοίνωσαν την καθιέρωση ενός νέου νομίσματος διεθνούς χρήσης και ενός νέου διεθνούς χρηματοπιστωτικού μηχανισμού άμεσης εφαρμογής. Παράλληλα, η ρωσική κυβέρνηση, μετά τις οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της από τις ΗΠΑ, αποφάσισε να συνδέσει το ρούβλι με ρήτρα χρυσού, που διαθέτει αποδεδειγμένα σε τεράστια αποθέματα, αποκτώντας τη δυνατότητα να τυπώνει χρήμα κατά το δοκούν, όπως οι ΗΠΑ (αυτές όμως χωρίς ρήτρα χρυσού) υπερβαίνοντας έτσι τους χρηματοπιστωτικούς εκβιασμούς της Δύσης και μειώνοντας δραστικά τα επιτόκια χορηγήσεων.
Παράλληλα, οι χώρες του Ευρασιατικού μπλοκ και άλλες φιλικές χώρες έχουν αποφασίσει να χρησιμοποιούν στις μεταξύ τους συναλλαγές τα εθνικά νομίσματα αντί του δολαρίου και ευρώ. Η Ρωσία απαιτεί από τις δυτικές χώρες να πληρώνεται σε ρούβλια για τις εξαγωγές της σ’αυτές. Έτσι, προωθείται η «αποδολαριοποίηση», κυρίως, και η «αποευρωποίηση» των διεθνών συναλλαγών, που δημιουργούν ρήγμα στη νομισματική διεθνοποίηση Δύσης-Ανατολής.
Βαθύ ρήγμα και στους παγκόσμιους θεσμούς
Η ιμπεριαλιστική Δύση δεν δέχεται πλήγμα μόνο με την αποδολαριοποίηση, αλλά και με την αμφισβήτηση και σταδιακή αποδέσμευση της Ευρασιατικής ολοκλήρωσης από τους κορυφαίους οικονομικούς θεσμούς στους οποίους ηγεμονεύει η Δύση (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κ.ά.). Αλλά και oι διεθνείς θεσμοί, που αποτελούν σύμβολα και μοχλούς της παγκοσμιοποίησης, αφού είναι εντεταλμένοι για τη διευθέτηση των διεθνών αντιθέσεων, όπως ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο Ασφαλείας, που επιλαμβάνεται των πιο οξυμμένων διεθνών αντιθέσεων, το Δικαστήριο της Χάγης, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνών Διαφορών, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα παροπλιστούν, αφού ούτως ή άλλως δεν διαθέτουν όργανα επιβολής των αποφάσεών τους. Εξάλλου, αυτά τα διεθνή όργανα τάσσονται με τους ισχυρούς του κόσμου και σχεδόν ποτέ δεν έχουν καταδικάσει τις ΗΠΑ.
Πανηγυρικά επιβεβαιώθηκε αυτή η μεροληψία στον πόλεμο της Ουκρανίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε (δίκαια) την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, τήρησε όμως «αιδήμονα σιωπή» για την περικύκλωση της Ρωσίας από κράτη-δορυφόρους των ΗΠΑ με κορύφωση την απόπειρα ένταξης και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, δίνοντας τη δυνατότητα πρώτου και χωρίς ανταπόδοση πυρηνικού πλήγματος εναντίον της Ρωσίας…
Εν κατακλείδι, ο οξύτατος ανταγωνισμός για την παγκόσμια ηγεμονία μόνο δεινά οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά συνεπάγεται για τους λαούς. Οι κομμουνιστές από την άποψη των γενικών αρχών δεν διακρίνουν τους ιμπεριαλισμούς σε «κακούς ή λιγότερο κακούς». Αυτή η γενική αρχή δεν πρέπει να μας αποτρέπει από τη συγκεκριμένη ανάλυση των ιμπεριαλισμών στην ιστορική συγκυρία ούτε να μας αφοπλίζει από την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των προωθητικών συμβιβασμών, όπως δίδαξε ο Λένιν με τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ για να πάρει ανάσα η Οκτωβριανή Επανάσταση.