Ύστερα από περίπου 80 χρόνια λήθης και σιωπής, οι αντάρτες του Βελουχιώτη αποκτούν ονοματεπώνυμο και φωνή, ενώ αναδύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους που καθιστούν τον καθένα τους μοναδικό, καθώς στο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου παρουσιάζονται τα πορτρέτα δεκάδων ξεχασμένων μαχητών του ΕΛΑΣ.
Το νέο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Οι άτακτοι. Πρόσωπα και γεγονότα (εκδ. Τόπος), ίσως να μην είχε γραφτεί, αν δεν είχε προηγηθεί η ιστορική βιογραφία Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων (α΄ έκδοση 1997) ή, μάλλον, αν δεν είχε προηγηθεί η πολύχρονη, συστηματική και συχνά επιτόπια έρευνα του συγγραφέα για τον Άρη Βελουχιώτη και την εποχή του. Δηλαδή, αν ο Διονύσης Χαριτόπουλος δεν είχε γνωρίσει και δεν είχε μιλήσει με εκατοντάδες ανθρώπους που είχαν γνωρίσει τον Άρη και τα παλικάρια του, διασταυρώνοντας προφορικές αφηγήσεις και γραπτές πηγές και περπατώντας στα μονοπάτια όπου κι εκείνοι είχαν περπατήσει. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται τα πορτρέτα δεκάδων ξεχασμένων μαχητών του ΕΛΑΣ, κάτι που δεν ισοδυναμεί μόνο με την απότιση φόρου τιμής αλλά συνεισφέρει στην ιστορική γνώση και στην πολιτική αποτίμηση της δράσης του Βελουχιώτη και άλλων συγχρόνων του.
Οι νεαροί άνδρες που αποφάσισαν να πολεμήσουν με τον Άρη δεν ήρθαν από το πουθενά, όπως διαπιστώνουμε. Ωστόσο, μετά το τέλος της ένοπλης δράσης τους, η επίσημη Ιστορία τούς έριξε στο «πουθενά» και το επίσημο κράτος φρόντισε να χαθούν τα ίχνη τους, συκοφαντώντας τους με απίθανα ψέματα αλλά και εξοντώνοντάς τους σωματικά και ηθικά. Ύστερα από περίπου 80 χρόνια λήθης και σιωπής, οι άνθρωποι αυτοί βγαίνουν από το «πουθενά», αποκτούν ονοματεπώνυμο και φωνή, ενώ αναδύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικοτήτων τους, που καθιστούν τον καθένα τους μοναδικό.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε πολυάριθμα ολιγοσέλιδα κεφάλαια, που επικεντρώνονται σε πρόσωπα και σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία περιστρέφονται κυρίως γύρω από τον Άρη. Η αφήγηση δεν είναι αποστειρωμένη και ουδέτερη. Ο συγγραφέας παίρνει θέση, εκφράζει την άποψή του για συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, θέσεις που ενδεχομένως να μη βρουν σύμφωνους «όλους» τους αναγνώστες, όμως συμβάλλουν στην έρευνα και το διάλογο.
Ο βασικός πυρήνας του στρατού των «ατάκτων» δεν ήταν πολιτικά συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι της πόλης αλλά «οι πιο ζωηροί» του βουνού και του κάμπου, οι πιο «άτακτοι, απόκοτοι», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Παράλληλα με τη μεγάλη Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης και της μεταπολεμικής τραγωδίας, ξετυλίγονται πάμπολλες μικρές ιστορίες και μαρτυρίες ανθρώπων, ιστορίες που δεν είναι απλώς το καρύκευμα, το αλατοπίπερο στη μεγάλη Ιστορία, αλλά την φωτίζουν και μας βοηθούν να την κατανοήσουμε.
Μια διαπίστωση που έμμεσα προκύπτει από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι ότι, ακόμα και όταν η κοινωνία δεν αλλάζει εκ βάθρων, ακόμα και αν οι αγώνες καταλήγουν στην ήττα, οι άνθρωποι αλλάζουν, χειραφετούνται, γίνονται κοινωνικά όντα. Αυτό φαίνεται να ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες που παρελαύνουν στις σελίδες των Ατάκτων και τις οποίες ο συγγραφέας σκιαγραφεί με τρυφερότητα και εκτίμηση.
Ακόμα και όταν η κοινωνία δεν αλλάζει εκ βάθρων, ακόμα και αν οι αγώνες καταλήγουν στην ήττα, οι άνθρωποι αλλάζουν, χειραφετούνται, γίνονται κοινωνικά όντα
Αν και η προσέγγιση του Χαριτόπουλου δεν είναι συναισθηματική αλλά ρεαλιστική, παρατηρούμε ότι το συναίσθημα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επαναστατική κληρονομιά που άφησε ο Άρης Βελουχιώτης. Οι χωρικοί που τον γνώρισαν ή τον άκουσαν να μιλά στην πλατεία του χωριού τους τον εμπιστεύονταν και τον λάτρευαν. Πολλοί είχαν τη φωτογραφία του στο εικονοστάσι του σπιτιού τους ακόμα και μετά τον τραγικό θάνατό του. Σύμφωνα με την οπτική του Δ. Χαριτόπουλου, η εμπιστοσύνη αυτή δεν οφείλεται στις εμπνευσμένες μαρξιστικές αναλύσεις του Άρη αλλά στο «πατριωτικό φιλότιμο» των αγροτών, το οποίο ο ίδιος κατάφερνε να αφυπνίζει. Οι περισσότεροι αντάρτες του Άρη ένιωθαν απόγονοι των αγωνιστών του 1821 ή ήθελαν να αποδειχτούν άξιοι συνεχιστές τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βελουχιώτης δεν είχε μαρξιστική συγκρότηση ή ότι το «ταξικό» υποτασσόταν στο πατριωτικό. Όμως, εκείνη την εποχή, αν λάβουμε υπόψη τις θηριωδίες των Γερμανών (και των Ιταλών), το μίσος για τον κατακτητή ήταν κινητήρια δύναμη της στράτευσης των περισσότερων μαχητών του ΕΛΑΣ —τουλάχιστον αυτή είναι η θέση την οποία αναπτύσσει ο συγγραφέας.
Ο Άρης δεν ήταν το χαϊδεμένο παιδί του ΚΚΕ ούτε στην αρχή του αντάρτικου ούτε –πολύ περισσότερο– στο τραγικό τέλος του βίου του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κέρδισε την εκτίμηση κάποιων από την ηγεσία του κόμματος, όπως δεν έλειψαν και οι στενόμυαλοι που τον έβλεπαν με δυσπιστία έως καχυποψία και εχθρότητα. Εντούτοις, το βιβλίο αυτό δεν είναι ούτε μια αγιογραφία του Άρη ούτε ένας κατάλογος των λαθών της κομματικής ηγεσίας, όπως το περιβόητο «μυστικό πρωτόκολλο», λάθη τα οποία ο συγγραφέας δεν προσπερνά αλλά παραθέτει χωρίς αντι-ΚΚΕ εμπάθεια, με πικρία, χωρίς όμως να ξύνει με το μαχαίρι την πληγή.