Όπως και το 2017 το σενάριο ενός «ακροδεξιού ατυχήματος» στην καρδιά της Ευρώπης για το οποίο ανησυχούσαν οι χώρες της ΕΕ αποφεύχθηκε. Χαρακτηριστική άλλωστε ήταν η ασυνήθιστη για εθνική προεδρική εκλογή από κοινού παρέμβαση μέσω δημοσιεύματος στη Le Monde τριών σοσιαλιστών Ευρωπαίων ηγετών: του Γερμανού Όλαφ Σολτς, του Ισπανού Πέδρο Σάντσεθ και του Πορτογάλου Αντόνιο Κόστα υπέρ του Μακρόν. Ο εκφραστής του «ακραίου κέντρου» Εμανουέλ Μακρόν θα είναι ο πρόεδρος της χώρας και για τα επόμενα πέντε χρόνια. Είναι ο πρώτος πρόεδρος που επανεκλέγεται μετά τον Ζακ Σιράκ. Τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ δεν έχασαν την ευκαιρία να μιλήσουν για μεγάλη νίκη της «Ευρώπης» και της «δημοκρατίας» απέναντι στον λαϊκισμό και τον…πουτινισμό με τον οποίο συνδέουν τη Λεπέν.
O Μακρόν φαίνεται να συγκεντρώνει 58,2% έναντι 41,8% της Λεπέν σύμφωνα με το exit poll της δημόσιας γαλλικής τηλεόρασης. Η τηλεόραση TF1 δίνει νίκη του Εμανουέλ Μακρόν με ποσοστό 58 % έναντι 42% της Λεπέν. H BFM TV δίνει 57,6% στον Μακρόν και 42,6 στην Λεπέν.
Η μεγάλη αύξηση του ποσοστού της Μαρίν Λεπέν ωστόσο δείχνει όξυνση των αντιθέσεων και της πόλωσης καθώς ξεπερνά το 41% ενώ στον δεύτερο γύρο των εκλογών το 2017 είχε συγκεντρώσει 33,9%. Είναι το υψηλότερο ποσοστό που έχει πάρει ποτέ υποψήφιος της άκρας δεξιάς κάτι που παρά τη συστημική προσαρμογή της και την προβολή χαρακτηριστικών κοινωνικής διαμαρτυρίας δείχνει τη σταδιακή «κανονικοποίηση» της ξενοφοβικής και αντιμεταναστευτικής ρητορικής σε ευρεία τμήματα της κοινωνίας.
Πριν 20 χρόνια. το 2002, ο πατέρας της σημερινής υποψήφιας Ζαν-Μαρί Λεπέν συγκέντρωσε μόλις 17.8% (o Ζακ Σιράκ πήρε 82,2% στον δεύτερο γύρο).
Η επόμενη μέρα στη Γαλλία δεν θα είναι περίπατος για τον Μακρόν και την ΕΕ. Η έξοδος από την πανδημία δεν έδωσε λύση στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που οξύνθηκαν και συσσωρεύτηκαν. Ο πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων σε έκταση χωρών της Ευρώπης και η ενεργειακή-αγροδιατροφική κρίση διευρύνουν ακόμα περισσότερο τις αντιθέσεις.