Εισήγηση του Βασίλη Μηνακάκη στην Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2022 με κεντρικό θέμα «Ο σύγχρονος καπιταλισμός»:
Παρατηρώντας τις διεργασίες στον σύγχρονο καπιταλισμό από κάποια απόσταση, διαπιστώνουμε ότι το τελευταίο τρίχρονο έχει εισέλθει σε μια καμπή. Μια καμπή που μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση-σταθμό και η οποία σε κάθε περίπτωση –είτε δηλαδή εξελιχθεί έτσι είτε όχι- γίνεται αφετηρία μιας σειράς τάσεων και εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα. Η αποκρυστάλλωση αυτών των εξελίξεων δεν θα είναι απλή ή αναίμακτη –μεταφορικά και κυριολεκτικά- υπόθεση, θα δρομολογηθεί σε ένα έδαφος δυναμιτισμένο από κάθε λογής αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και θα αποτελεί όχι την εφαρμογή κάποιου σχεδίου που κατάστρωσε κάποιο αστικό επιτελείο –όχι πως δεν υπάρχουν και τέτοια- αλλά τη συνισταμένη «εκατομμυρίων θελήσεων» και πολλαπλών συγκρούσεων εντός του αστικού στρατοπέδου και αυτού του στρατοπέδου με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα και εκμεταλλευόμενα στρώματα.
Τέσσερις παράγοντες καθορίζουν την καμπή αυτή:
Ο πρώτος είναι οικονομικός, και σχετίζεται με τις δυσκολίες που παρουσιάζει η καπιταλιστική κερδοφορία.
Τον δεύτερο θα τον έλεγα «υπαρξιακό». Σχετίζεται με την οξύτητα με την οποία προβάλλουν ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής τάξης πραγμάτων και με τη δυσκολία χαλιναγώγησής τους στο πλαίσιο της αγοράς και της εμπορευματικής παραγωγής.
Ο τρίτος είναι γεωπολιτικός, και σχετίζονται με τις ανακατατάξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη ή κυοφορούνται στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό πλέγμα.
Τέλος, ο τέταρτος είναι ιδεολογικός-πολιτικός, και σχετίζεται με την επιρροή που έχουν –ή δεν έχουν-, με τον κλονισμό που υφίστανται βασικές ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές του αστικού κόσμου.
Η εκδήλωση αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας, από τη μια, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία –δηλαδή, όσα προηγήθηκαν της ρωσικής εισβολής, αυτά που εξελίσσονται από τις 24 Φεβρουαρίου, και όσα επακολουθήσουν- αποτελούν εκδηλώσεις αυτού του κουαρτέτου παραγόντων και δρομολογούν διεργασίες σημαντικές σε καθέναν τους, αλλά και σε όλους μαζί.
Ας τους δούμε αναλυτικά, έναν ένα:
Και πρώτα τον οικονομικό.
Τη στιγμή που στην υπαίθρια αγορά της Ουχάν διαπιστώθηκε το πρώτο κρούσμα της ασθένειας που στη συνέχεια ονομάστηκε COVID-19, ο καπιταλιστικός κόσμος έμοιαζε να έχει αφήσει πίσω του την κρίση που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008. Το είχε πετύχει με μια σειρά παρεμβάσεις, με πλέον χαρακτηριστικές τα τεράστια πακέτα κρατικής στήριξης σε επιχειρήσεις, τα εργασιακά και δημοσιονομικά μέτρα μνημονιακού χαρακτήρα, τη λαιμητόμο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και τη διεύρυνση της πλανητικής παραγωγής και εμπορίας προϊόντων από τις πολυεθνικές μέσω των εφοδιαστικών αλυσίδων. Αν και είχε υπερβεί τον κρισιακό βούρκο, όμως, δεν είχε κατορθώσει να βρεθεί σε λεωφόρους κερδοφορίας, ούτε να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης αξιόλογους, που να εμπνέουν αισιοδοξία και σιγουριά – πολύ περισσότερο ρυθμούς συγκρίσιμους με εκείνους της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας ή έστω της περιόδου 1990-2008.
Είναι χαρακτηριστικοί δύο δείκτες: Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ από 5,4% το 2010 υποχώρησε σε 2,9% το 2019, με το ποσοστό να διατηρείται σε αυτό το επίπεδο κυρίως από τον ισχυρό αναπτυξιακό ρυθμό της Κίνας και των αναπτυσσόμενων χωρών παρά από εκείνον των αναπτυγμένων. Ταυτοχρόνως, το συνολικό παγκόσμιο χρέος στα τέλη του 2019 ήταν 255 τρις δολ. ή περίπου 320% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ήταν, δηλαδή, αυξημένο κατά 87 τρις δολ. σε σχέση με το 2008, καθώς στα 11 αυτά χρόνια, οι κυβερνήσεις δανείστηκαν περί τα 30 τρις, οι εταιρείες περί τα 25 τρις, τα νοικοκυριά περίπου 9 τρις και οι τράπεζες άλλα 2 τρις. Να σημειώσουμε εδώ ότι το χρέος –ιδίως το δημόσιο- αυξήθηκε έτι περαιτέρω την περίοδο της πανδημίας, καθώς για την αντιμετώπισή της χρειάστηκε να δαπανηθούν μεγάλα ποσά (πολλά από αυτά κατευθύνθηκαν στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις), και επίσης ότι θα φουσκώσει ακόμη περισσότερο με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην οποία προχωρούν πολλές χώρες μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένα ακόμη στοιχείο: ο δημόσιος δανεισμός από 70% του ΑΕΠ το 2007 έφτασε στο 124% το 2020.
Και οι δύο δείκτες αποτυπώνουν μια ανάκαμψη αναιμική και ευάλωτη. Σε αυτή την οικονομία η πανδημία και ο πόλεμος επέφεραν επιπλέον καίρια πλήγματα. Πλήγματα των οποίων η βαρύτητα είναι δυσανάλογα μεγάλη, ακριβώς επειδή οι όροι υπέρβασης της κρίσης εκείνης ήταν εύθραυστο, σαθροί και οι ενδογενείς αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού τεράστιες. Αν ήταν αλλιώς, η οικονομική ανθεκτικότητά του θα ήταν σημαντικότερη.
Προκύπτει ένα ερώτημα: πού οφείλεται αυτό; Από οικονομική στενά άποψη, οφείλεται σε ένα διπλό πρόβλημα στην καπιταλιστική κερδοφορία: πρόβλημα και στην παραγωγή υπεραξίας και στην πραγμάτωσή της (την πώληση, δηλαδή, των κάθε είδους εμπορευμάτων, εμπράγματων ή μη). Και αυτό πώς προκύπτει; Η τεχνολογική έκρηξη των τελευταίων χρόνων, με όλες της τις διαστάσεις (αυξημένη χρήση ρομπότ και αυτοματοποίηση της παραγωγής, τομή στις επικοινωνίες και τις ψηφιακές υποδομές, διαδίκτυο των πραγμάτων, αντικειμενοποίηση κι ενσωμάτωση στα μέσα παραγωγής μιας σειράς εργασιών κ.λπ.) έχει οδηγήσει σε άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, γεγονός που υπονομεύει σε βάθος χρόνου το μέσο ποσοστό κέρδους, δυσκολεύει την αξιοποίηση συσσωρευμένων κεφαλαίων με αποδεκτό γι’ αυτά κέρδος. Μπορεί αυτή η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους να αναχαιτίζεται πρόσκαιρα (με μέτρα σαν αυτά που επέβαλαν τα μνημόνια), μπορεί να κρύβεται κάτω από το χαλί όταν οι προβολείς φωτίζουν τα τεράστια κέρδη επιλεγμένων κολοσσών συγκεκριμένων κλάδων (όπως η Αmazon, η Tesla, η Apple, η Microsoft, η Meta/Facebook κ.λπ.) –κέρδη που πάντως θα μειωθούν όταν πάψουν να κατέχουν μονοπωλιακή θέση στους τομείς τους ή όταν σπάσουν οι πατέντες και ο ανταγωνισμός λειτουργήσει εξισορροπητικά-, μπορεί ακόμα να ανακόπτεται από τις λιγοστές νεοφυείς επιχειρήσεις που ξεχώρισαν από έναν ωκεανό αποτυχημένων startups, μπορεί τέλος να συγκαλύπτεται με λογιστικά τρικ (όπως τα δομημένα ομόλογα χθες ή η νομισματοποίηση του χρέους σήμερα), αλλά δύσκολα μπορεί να αναχαιτιστεί με σταθερό και βιώσιμο τρόπο. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος για τον σύγχρονο καπιταλισμό.
Τo αποδεικνύει αυτό η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας: από 2,1% στο διάστημα 1979-2007, το διάστημα 2007-2019 ήταν 0,8%. Το αποδεικνύουν επίσης τα τεράστια ποσά που βρίσκονται σε φορολογικούς παράδεισους: περίπου 8,9 τρις δολ. στα δέκα κορυφαία (από τα 40 περίπου) offshore κέντρα του πλανήτη. Γιατί «παρκάρονται» εκεί αυτά τα κεφάλαια; Για να αποφύγουν τη φορολογία αλλά και γιατί δεν βρίσκουν πεδία αξιοποίησης με αποδεκτό ποσοστό κέρδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 40% όλων των πολυεθνικών κερδών αντί να επανεπενδύεται, μετατοπίζονται σε φορολογικούς παραδείσους κάθε χρόνο.
Φυσικά το κεφάλαιο δεν μένει απαθές. Προσπαθεί να απαντήσει σε αυτήν την τάση – και θα το δούμε πράγματα το επόμενο διάστημα. Με αντιφάσεις και ανταγωνισμούς, ναι, αλλά με σαφή κατεύθυνση την αντιρρόπησή της. Χωρίς ένα σαφές σχέδιο που καταστρώθηκε από κάποιο επιτελείο, αλλά με μια σαφώς κυρίαρχη αστική γραμμή πλεύσης, η οποία αναδύεται ως κοινή λογική, ως συνισταμένη από τις δράσεις πολλών καπιταλιστών και κρατών.
Βασικό στοιχείο της είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, η πίεση των μισθών, η εξεύρεση φτηνότερου εργατικού δυναμικού. Αλλά όχι μόνο αυτό. Είναι, επίσης, η ελαστικότητα στις σχέσεις, τα ωράρια και τον χρόνο εργασίας – υπενθυμίζω εδώ τη συζήτηση εντός της αστικής ελίτ για τα συν και πλην της τηλεργασίας γι’ αυτούς ή για τη λεγόμενη «υβριδική εργασία». Υπενθυμίζω, επίσης, την ένταση με την οποία τίθεται το θέμα της διαμόρφωσης την εργασιακών ικανοτήτων – ως ειδίκευση, καταρχήν (εξού και το ενδιαφέρον για την παιδεία), αλλά και ως εργασιακή κουλτούρα (εξού και η συζήτηση περί αξιοποίησης των «θηλυκών», όπως αποκαλούνται, εργασιακών ικανοτήτων. Με λίγα λόγια, ακρογωνιαίος λίθος θα είναι ένας συνδυασμός απόσπασης απόλυτης και σχετικής, σε οργανική αλληλοτροφοδότηση, τέτοιος ώστε να αυξηθεί ο όγκος και το ποσοστό της αποσπώμενης υπεραξίας.
Αλλά η υπεραξία πρέπει και να πραγματωθεί, κι αυτό γίνεται μόνο με την πώληση των εμπορευμάτων, μόνο όταν κλείσει ο κύκλος Χ-Ε-Χ΄. Όμως αυτή η πραγμάτωση της υπεραξίας κονταροχτυπιέται με τους μειωμένους μισθούς. Πώς επιχειρείται να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός; Στην προ 2008 περίοδο, ένα ευρέως διαδεδομένο όπλο ήταν ο εύκολος δανεισμός. Τα όρια αυτής της επιλογής φάνηκαν περίτρανα από την αρνητική δυναμική που πυροδότησε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Ένας άλλος τρόπος –που υπήρχε ήδη από τη δεκαετία του 1990, αλλά εντατικοποιήθηκε αργότερα- ήταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες, δηλαδή η πλανητική παραγωγή και διακίνηση εμπορευμάτων. Αυτός ο τρόπος έχει διπλό πλεονέκτημα: συνδυάζει τη μείωση του εργατικού κόστους (άρα την άντληση αυξημένης υπεραξίας) με το φτήνεμα των εμπορευμάτων, στοιχείο που τους επιτρέπει να καταναλώνονται πιο εύκολα από τους εργαζόμενους με τα μειωμένα εισοδήματα (άρα διευκολύνει την πραγμάτωση της υπεραξίας). Αν, λοιπόν, δούμε έτσι τα πράγματα, καταλαβαίνουμε ότι η φιλολογία περί «τέλους της παγκοσμιοποίησης» έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα – τουλάχιστον ως προς αυτή την πλευρά της. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες ίσως «κοντύνουν» (με τη μετατόπιση της παραγωγής), ίσως συνδυαστούν με την αυξημένη εγχώρια παραγωγή σε κάποιους κρίσιμους τομείς ή τα αυξημένα στρατηγικά αποθέματα, είναι όμως ελάχιστα πιθανό να εγκαταλειφθούν.
Ας επιμείνουμε λίγο στην πραγμάτωση της υπεραξίας, μιας κι οι δραματικά συρρικνωμένοι, καθημαγμένοι από την ακρίβεια και χωρίς προοπτικές αύξησης μισθοί δημιουργούν και για το κεφάλαιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Στο πεδίο αυτό εκδηλώνονται μια σειρά διεργασίες. Μία από αυτές, πολύ σημαντική, είναι ο περιορισμός των αποθεμάτων, του στοκ (θα λέγαμε, του αδρανούς κεφαλαίου) και η καλύτερη αντιστοίχιση των παραγόμενων εμπορευμάτων με αυτά που καταναλώνονται. Έτσι, επιταχύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (το Χ-Ε-Χ΄) και επαυξάνεται η κερδοφορία του. Η άνθηση των logistics, η αξιοποίηση των big data και των αλγορίθμων επεξεργασίας τους για την παρακολούθηση αλλά και χειραγώγηση των καταναλωτικών επιλογών, η στοχευμένη διαφήμιση μέσω διαδικτύου, αλλά και τα μοντέλα παραγωγής τύπου Ubrer ή eFood (αυτά που έχουν ονομαστεί καπιταλισμός της πλατφόρμας ή gig economy), είναι τάσεις που απαντούν σε αυτό ακριβώς το ζήτημα και θα επιταχυνθούν το επόμενο διάστημα. Ίσως εδώ θα έπρεπε να παρακολουθήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή και τη συζήτηση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα – μια ιδέα του πατέρα του νεοφιλελευθερισμού, Μίλτον Φρίντμαν, η οποία επανέρχεται με διάφορους τρόπους στο προσκήνιο και από αστούς, όχι μόνο από σοσιαλδημοκράτες, νεοκεϊνσιανούς ή αριστερούς, και έχει φυσικά εκτός από την οικονομική και πολιτική πλευρά (την πρόληψη και αποτροπή επικίνδυνων κοινωνικών αντιδράσεων).
Μια τρίτη κατεύθυνση με την οποία επιχειρείται να απαντηθεί η μειωμένη κερδοφορία, είναι η εκτατική ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, η επέκταση της σφαίρας δράσης του κεφαλαίου. Πρόκειται για επέκταση που αφορά τόσο τη γεωγραφική σφαίρα όσο και τις σφαίρες λειτουργίας των εμπορευματικών σχέσεων και που, παρά τις απόψεις του συρμού περί αναδίπλωσης στο έθνος-κράτος, το βέλος της δείχνει περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση μάλλον, με αναδιατάξεις ασφαλώς και αναπροσαρμογές, παρά αντιστροφή ή ακύρωση. Στη γεωγραφική επέκταση, την καπιταλιστική διεθνοποίηση, δεν θα αναφερθούμε – υπάρχει ειδική παρέμβαση. Θα επισημάνουμε απλώς ότι αφορά πολλές πλευρές: παραγωγή, κυκλοφορία εμπορευμάτων, ξένες επενδύσεις, χρηματοροές, ενέργεια, πρώτες ύλες, μορφές καπιταλιστικής ενοποίησης, δρόμοι ενέργειας και διακίνησης εμπορευμάτων, ψηφιακές υποδομές και πολλά άλλα.
Στην επέκταση στα πεδία δράσης των εμπορευματικών σχέσεων αξίζει να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας. Η εν λόγω τάση, για την οποία είχαν μιλήσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, επιταχύνεται και υποβοηθείται από το νέο ψηφιακό-τεχνολογικό περιβάλλον και αφορά την επέκταση, τη διείσδυση των εμπορευματικών σχέσεων σε κάθε πλευρά του ανθρώπινου βίου, στην κάλυψη κάθε ανθρώπινης ανάγκης (βιολογικής, πνευματικής, ψυχικής, επικοινωνίας, αναψυχής, συναναστροφής, διδασκαλίας, σωματικής ευεξίας κ.λπ.). Έκφρασή της είναι η δημιουργία ενός πλήθους εμπορεύσιμων προϊόντων (εμπράγματων ή μη, αποχωριζόμενων από τον παραγωγό τους ή μη) που καλύπτουν αυτές τις ανάγκες, εμπορευματοποιώντας ακόμη και την… ευτυχία και οδηγώντας αρκετούς να κάνουν λόγο για «συναισθηματικό καπιταλισμό». Με δεδομένο τον τρόπο ζωής στον σύγχρονο καπιταλισμό, την από παντού διαχεόμενη ατομικιστική-ανταγωνιστική κουλτούρα (η οποία επιχειρήθηκε να ενισχυθεί εν μέσω πανδημίας με τα περί «ατομικής ευθύνης»), την κυριαρχία της ανασφάλειας και της ρευστότητας (που επίσης επέτειναν η πανδημία και ο πόλεμος), που πολλαπλασιάζουν τέτοιες ανάγκες, αλλά και την παράλληλη έλλειψη δημόσιων θεσμών κάλυψής τους, δημιουργείται ένα νέο «πεδίο δόξης λαμπρό» για επιχειρηματική κερδοφορία.
Και κάτι σχετικό: Σε συνάφεια με την αυτού του τύπου διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής, διαμορφώνονται και νέα πεδία εκμετάλλευσης και άντλησης υπεραξίας, νέες βιομηχανίες και νέοι κεφαλαιούχοι, καθώς και νέα τμήματα της εργατικής τάξης, τα οποία συνδυάζουν με νέους τρόπους τη χειρωνακτική με τη διανοητική εργασία, αποτελούν «υποκείμενα» παλαιών και νέων μορφών εκμετάλλευσης, άντλησης υπεραξίας με νέους τρόπους και συνδυασμούς. Είναι ανάγκη, συνεπώς, τη συζήτηση περί υπηρεσιών και ορίων της σύγχρονης εργατικής τάξης να τη δούμε υπό αυτό το πρίσμα κι όχι αναπαράγοντας αβασάνιστα την αστική φιλολογία περί υπηρεσιών ή την οπτική του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, που θεωρούσε εργάτες μόνο ή κατά βάση τους χειρώνακτες.
Μια ακόμη πλευρά με την οποία επιχειρείται να τονωθεί η καπιταλιστική κερδοφορία σχετίζεται με την κρατική παρέμβαση. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο κράτος γενικά –υπάρχει ειδική εισήγηση-, θα εστιάσουμε –επιγραμματικά ωστόσο- στην οικονομική και μόνο λειτουργία του. Και θα το κάνουμε και για να αναδείξουμε την υποκρισία του νεοφιλελεύθερου δόγματος περί «ελάχιστου κράτους» και υπεροχής της «ελεύθερης αγοράς» -που αποδείχθηκε ελάχιστο σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές υποδομές και παροχές, αλλά μέγιστο σε ό,τι αφορά τις ενέσεις στήριξης προς το κεφάλαιο, τις στρατιωτικές δαπάνες και τους μηχανισμούς επιτήρησης, χειραγώγησης και καταστολής-, κυρίως όμως επειδή σε τούτο το πεδίο κυοφορούνται κάποιες αλλαγές, μετά τις δυσλειτουργίες που αποκάλυψαν η πανδημία πρωτίστως, αλλά και ο πόλεμος.
Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνονται οι ενέσεις οικονομικής στήριξης (ιδίως στα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου, όπως δείχνει το πού θα διοχετευθούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης), οι ιδιωτικοποιήσεις ή η ανάθεση δημόσιου έργου σε ιδιώτες (ΣΔΙΤ), η επιδότηση θέσεων εργασίας (σε επίπεδο μισθού ή ασφαλιστικών εισφορών), η παροχή φορολογικών κινήτρων (όπως, π.χ., οι σημαίες ευκαιρίας, που αξιοποιεί ο ελληνόκτητος στόλος, κορυφαίος στον κόσμο, αλλά με μόνο το 14% των πλοίων υπό ελληνική σημαία), η προστασίας των πατεντών (που αν αρθεί, θα υπονομεύσει την άντληση μονοπωλιακών υπερκερδών), η παραχώρηση δημόσιων εργαστηρίων για έρευνα από ιδιώτες ακόμη και οι πόλεμοι. Γι’ αυτό το τελευταίο, και για το πώς εκ του πολέμου ωφελήθηκαν οι αμερικανικές εταιρείες υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ πιέστηκαν πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, με τη στάση των κρατών να υπερασπίζονται οι μεν τις πρώτες και οι δε τις δεύτερες, άλλες εισηγήσεις θα πουν περισσότερα.
Ας έλθουμε τώρα στον δεύτερο παράγοντα, τον «υπαρξιακό». Τον ονόμασα έτσι γιατί σχετίζεται με το είναι, την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού. Πρόκειται για τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς που τον διασχίζουν ως σύστημα, ως τρόπο παραγωγής, δυναμιτίζοντας κάθε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα σταθερό και μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Δεν αναφερόμαστε, εδώ στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, κυρίως, αλλά στις εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής τάξης πραγμάτων και στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς εντός του αστικού στρατοπέδου – ανταγωνισμούς μεταξύ κεφαλαίων της ίδιας χώρας, μεταξύ πολυεθνικών και χωρών, μεταξύ κλάδων παραγωγής και τόσες άλλες. Κι ούτε υπονοούμε ότι αυτές οι αντιφάσεις θα οδηγήσουν σε αυτόματη κατάρρευσή του – αυτό δεν πρόκειται να γίνει χωρίς την επαναστατική δράση των αντιπάλων του, όσες δομικές κρίσεις κι αν τον συγκλονίσουν.
Αυτό που κυρίως αναδεικνύεται στην παρούσα φάση, στο έδαφος της ασταθούς ανάπτυξης και της εύθραυστης κερδοφορίας, είναι τόσο η μεγάλη όξυνση των αντιφάσεων αυτών και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών όσο και η μεγάλη δυσκολία εξομάλυνσής τους στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η πλευρά.
Βασικός πυλώνας η μείωση των μισθών; Ναι. Αλλά μοιραία έτσι μειώνεται η καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας, οπότε δυσκολεύεται η πώληση των εμπορευμάτων και τελικά η πραγμάτωση της υπεραξίας που έχει αντληθεί. Άλυτος γρίφος, εντός καπιταλισμού. Προσπάθεια λύσης, όπως αναφέρθηκε, ήταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες που καταλήγουν στο να φτάνουν πιο φτηνά προϊόντα στον καταναλωτή. Όμως η πανδημία κυρίως μα και ο πόλεμος έδειξαν ότι οι αλυσίδες αυτές είναι εύθραυστες. Αν όμως επαναπατριστεί η παραγωγή το κόστος θα αυξηθεί, το ίδιο και η τιμή πολλών εμπορευμάτων, που πλέον θα καταστούν δυσπρόσιτα.
Μείωση των κοινωνικών δαπανών, υποβάθμιση των δημόσιων δομών περίθαλψης και ακόμη περισσότερο της κοινωνικής πρόληψης, όπως επιτάσσουν τα νεοφιλελεύθερα κρέντο και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, αλλά να που αυτό γεννάει μεγάλα προβλήματα, όπως έδειξε η δυσκολία αντιμετώπισης της πανδημίας – ειδικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία όπου αυτό το μοντέλο βρέθηκε στο απόγειό του.
Χάραξη του άξονα δημοκρατίες-αυταρχικά καθεστώτα με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και με στόχευση πέραν της Ρωσίας και την Κίνα, αλλά να που το υποτιθέμενο στρατόπεδο της «δημοκρατίας» (στο οποίο αρκετοί ερωτοτροπούσαν με τον καπιταλισμό τύπου Κίνας) αναθερμαίνει τις σχέσεις του με τη Βενεζουέλα (την οποία χαρακτηρίζει αυταρχικό καθεστώς) και διχάζεται και το ίδιο, καθώς ό,τι συμφέρει τις εταιρείες υγροποιημένου αερίου των ΗΠΑ (να προμηθεύουν αυτές την Ευρώπη αντί της Ρωσίας), δεν συμφέρει άλλες αμερικανικές βιομηχανίες και φυσικά τη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, που θα επωμιστούν ένα κατά πολύ υψηλότερο κόστος ενέργειας.
Μεγάλα λόγια περί κλιματικής αλλαγής, πράσινης μετάβασης –καθώς συνειδητοποιούν ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος από τις καπιταλιστικές σχέσεις υπονομεύει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα ομαλής αναπαραγωγής τους με τα ακραία καιρικά φαινόμενα που καταστρέφουν καλλιέργειες, τις πυρκαγιές, την άνοδο της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων που απειλούν τουριστικές βιομηχανίες δεκαετιών, όπως της Βενετία-, στην πράξη όμως ελάχιστα πράγματα. Ελάχιστα είτε γιατί από αυτή την καταστροφή κάποιοι κερδίζουν, εμποδίζοντας την αλλαγή (π.χ. εταιρείες ορυκτών καυσίμων), είτε γιατί η ίδια η καταστροφή όπως και η προστασία έχει γίνει εμπορεύσιμο είδος (π.χ. χρηματιστήριο ρύπων), είτε γιατί εκτιμάται ότι άμεσα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος θα επιβράδυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία είτε, τέλος, γιατί τα κονδύλια που είχαν προϋπολογιστεί για τον σκοπό αυτό απορροφήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και θα συρρικνωθούν έτι περαιτέρω, λόγω της επιλογής αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Αλλά κι όπου γίνεται κάτι πιο ριζικό –σε καπιταλιστική βάση, εννοείται-, όπως η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με βιοκαύσιμα, αυτό συνοδεύεται με αποψίλωση δασών στη νοτιοανατολική Ασία και τον Αμαζόνιο, γεγονός που ευνοεί την εμφάνιση ζωοανθρωπονόσων τύπου COVID ή απολήγει στη μείωση του οξυγόνου που διαχέουν στην ατμόσφαιρα τα δέντρα.
Προσπάθεια να κρυφτεί το δημόσιο χρέος με την έκδοση ομολόγων του δημοσίου, τα οποία αγοράζουν οι κεντρικές τράπεζες (αυτό είναι η νομισματοποίησή του) και έναντι αυτών αυξάνουν την προσφορά χρήματος (κατά 75% τα τελευταία χρόνια), όμως αυτό αυξάνει τον πληθωρισμό και επιτείνει την ανισορροπία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 2008 και 2019, η παγκόσμια αγορά ομολόγων αυξήθηκε από 87 τρις δολ. σε πάνω από 115 τρις δολ. και ότι τα ανεξόφλητα δημόσια χρέη που κατείχαν οι κεντρικές τράπεζες είχαν φτάσει τα 12 τρις δολ. το 2020, ποσό δωδεκαπλάσιο σε σχέση με το 2008.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και αρκετά άλλα ανάλογα παραδείγματα. Γιατί όντως, υπάρχουν πολλά. Ακόμη και αυτά που παρατέθηκαν, ωστόσο, αρκούν για να αναδειχθεί το βασικό: όντας ένα σύστημα που βασίζεται στο κέρδος και τον ανταγωνισμό, στην αναρχία της παραγωγής σε πανκοινωνικό επίπεδο και στην ιδιοτέλεια, κι αγνοώντας την αμοιβαία επωφελή συνεργασία, ο καπιταλισμός –πολύ περισσότερο ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός- είναι αδύνατον να υπερβεί αυτές τις αντιφάσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο αν δώσει τη θέση του σε ένα άλλο σύστημα, που θα κινείται με εντελώς άλλες αρχές και κριτήρια και ακριβώς γι’ αυτό θα έχει τη δυνατότητα να επιλύσει τις αντιφάσεις αυτές. Και είναι τούτο ένας από τους λόγους που φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη και τη δυνατότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Θα προσπεράσω τον τρίτο, τον γεωπολιτικό παράγοντα της παρούσας καμπής, και θα περάσω κλείνοντας στον τέταρτο, τον ιδεολογικό-πολιτικό.
Και σε αυτό το πεδίο, ο αστικός κόσμος μοιάζει να βιώνει μια δυσεπίλυτη αντίφαση: από τη μια δεν αισθάνεται κάποια πραγματική πολιτική απειλή από κάποιον επικίνδυνο ή εν δυνάμει επικίνδυνο αντίπαλο. Ούτε τα λατινοαμερικάνικα πειράματα, ούτε η «αριστερά» τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή Χιλής, ούτε κόμματα σαν το ΚΚΕ αντιπροσωπεύουν πραγματική απειλή. Ούτε και οι στιγμιαίες κοινωνικές εκρήξεις, έτσι νέτες σκέτες, χωρίς αλληλεπίδραση με μια ευρύτερη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική πολιτική, με ένα ευρύτερο χειραφετητικό-κομμουνιστικό νεύρο. Ταυτόχρονα, όμως, ούτε τα δικά του πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα συγκινούν, η δε δυνατότητά του να οικοδομεί θετικές κοινωνικές συναινέσεις και συμμαχίες, να στρατεύει στις επιλογές του, να εξασφαλίζει σταθερές κυβερνήσεις, να αποπνέει ελπίδα και να αποφεύγει κοινωνικές εκρήξεις έχει περιοριστεί στο ελάχιστο – αν δεν έχει καταστραφεί πλήρως, σε ένα περιβάλλον ακραίας κοινωνικής φτώχειας και ανισότητας, πολέμων, πολλαπλών μορφών καταπίεσης και διακρίσεων, ψευδεπίγραφης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και απογείωσης των μηχανισμών επιτήρησης, χειραγώγησης, πειθαναγκασμού και καταστολής.
Ας σταθούμε λίγο στα βασικά στοιχεία της αστικής ιδεολογίας: τον ανταγωνισμό, την ελεύθερη αγορά, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία. Τι διαπιστώσουμε εδώ; Ότι τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκε πόσο κενά από ουσιαστικό περιεχόμενο ήταν αυτά τα συνθήματα και ότι, εξ αυτού, οξύνθηκαν πολύ ορισμένες αντιφάσεις της αστικής ιδεολογίας. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει ακόμη περισσότερο –χωρίς όμως να ακυρώνει πλήρως- τις προσπάθειές της για ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών:
– Από τη μια, δηλαδή, οι όρκοι πίστης στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό και από την άλλη το φλερτ με το καθεστώς της Κίνας και άλλων χωρών της ΝΑ Ασίας (και λόγω… καλής διαχείρισης της πανδημίας), η υιοθέτηση στοιχείων από την ατζέντα της ακροδεξιάς κ.λπ.
– Από τη μια οι ύμνοι στην ατομική ελευθερία, το άτομο-πολίτη, την ιδιωτικότητα, τα προσωπικά δεδομένα και από την άλλη ο βιασμός τους εν μέσω πανδημίας, με την ψηφιακή επιτήρηση κ.λπ. Ένας βιασμός που απογειώνεται και πλέον κάθε άλλο παρά αποτελεί «κατάσταση εξαίρεσης», με απόληξη τη μετατροπή της ατομικής ελευθερίας σε κενό γράμμα.
– Από τη μια η προσήλωση στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, που δήθεν φέρνουν πρόοδο, βελτιώνουν τις υπηρεσίες και μειώνουν τις τιμές, από την άλλη η πραγματικότητα των άγριων αυξήσεων στην απελευθερωμένη αγορά ενέργειας και η διαπίστωση πως η μάχη με την πανδημία δόθηκε όχι από τον πανάκριβο και προσπελάσιμο από λίγους ιδιωτικό τομέα υγείας, αλλά από το δημόσιο σύστημα περίθαλψης.
– Από τη μια υπέρ του #metoo και από την άλλη η καθημερινή πραγματικότητα των διακρίσεων με βάση το φύλο, τη φυλή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, η έντασή τους στην πανδημία, η αναπαραγωγή του σεξισμού και της εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος, καθώς και η από νεοφιλελεύθερη σκοπιά κριτική στην πολιτική των ταυτοτήτων και τους κινδύνους που αυτή περικλείει (στο όνομα του ότι το άτομο-πολίτης της φιλελεύθερης οπτικής είναι ξένο προς αυτές τις διακρίσεις).
Συνειδητοποιώντας αυτές τις αντιφάσεις της, η αστική ιδεολογία επιχειρεί να απαντήσει με δύο τρόπους:
– Αποσυνδέοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική πλειονότητα με την κοινή τους και ταυτισμένη με το σύστημα αιτία και θεωρώντας ως υπεύθυνους τους ανεύθυνους ανθρώπους γενικά, κάποιους κακούς επιχειρηματίες, τους μετόχους, τις ακρότητες/υπερβολές της αγοράς, την έλλειψη ρυθμίσεων κ.ά. – ακόμη και την… κακοποίηση του Φρίντμαν.
– Κι επιχειρώντας να σκιαγραφήσει έστω μια κάποια καλύτερη προοπτική. Εδώ εντάσσονται οι συζητήσεις περί «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», «συμπεριληπτικού καπιταλισμού» ή «καπιταλισμού των ενδιαφερομένων» κ.λπ.
Θα φέρουν αποτελέσματα αυτές τους οι προσπάθειες; Δύσκολο να προβλεφθεί. Αυτό, ωστόσο, που μπορεί με ασφάλεια να ειπωθεί είναι ότι οι πιθανότητες να το επιτύχουν είναι ευθέως αντίστροφες με την ποιότητα του αντιπάλου που θα βρουν απέναντί τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται η δική μας συμβολή.
Βασίλης Μηνακάκης, επιμελητής εκδόσεων, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Τετράδια Μαρξισμού»