«Δεν είχαμε τίποτα και τώρα τα θέλει όλα». Η ατάκα της εργάτριας Μπλανς προς τον κοσμηματοπώλη Χάφμαν,πρώην εργοδότη του συζύγου της, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο υπότιτλος της πολύ αξιόλογης αυτής ταινίας. Θέμα της η πλήρης μεταμόρφωση ενός φτωχού υπαλλήλου από τη στιγμή που αποκτά τους τίτλους ιδιοκτησίας του χρυσοχοείου όπου εργαζόταν.
Τον Μάιο του 1941, στο Παρίσι, ο εβραίος χρυσοχόος Ζοζέφ Χάφμαν στέλνει την οικογένειά του στην ελεύθερη ζώνη της Γαλλίας, με σκοπό να φύγει και ο ίδιος, αφού πρώτα μεταβιβάσει το χρυσοχοείο στον υπάλληλό του — με την υπόσχεση να το ξαναπάρει μετά τον πόλεμο. Ο Φρανσουά Μερσιέ, εκ γενετής ανάπηρος στο ένα του πόδι και ανήμπορος να κάνει παιδιά, δέχεται την πρόταση και μετακομίζει στο σπίτι του Χάφμαν μαζί με την γυναίκα του Μπλάνς, εργάτρια στα πλυντήρια.
Όμως ο Χάφμαν δεν κατορθώνει να διαφύγει και επιστρέφει στο σπίτι του, όπου ζητά από τον πρώην υπάλληλό του να τον κρύψει στο υπόγειο του χρυσοχοείου. Ο Μερσιέ δέχεται, αλλά όταν ο Χάφμαν του δίνει να ταχυδρομήσει ένα γράμμα στη γυναίκα του για να την ενημερώσει ότι είναι ζωντανός, του ζητά ένα αντάλλαγμα που ανατρέπει τα πάντα.
Με δεδομένο ότι οι χώροι της ταινίας είναι αποκλειστικά το σπίτι-χρυσοχοείο του Χάφμαν (ως κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού έργου του Ζαν-Φιλίπ Νταγκέρ), η σκηνοθεσία του Φρεντ Καβαγιέ, με τη βοήθεια του άριστου ντεκόρ, αποφεύγει με μαεστρία την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα αλλά και τη θεατρικότητα, χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες των Ντανιέλ Οτέιγ, Ζιλ Λελούς και Σαρά Ζιροντό.