Γιώργος Μιχαηλίδης
▸ Στροφή προς ΗΠΑ-ΕΕ, Μαϊντάν, φασίστες, εμφύλιος στο Ντονμπάς
Διχασμός σε φίλους της ∆ύσης και της Ρωσίας
Όταν η Ουκρανία ανακήρυσσε την ανεξαρτησία της από τη Σοβιετική Ένωση, κατοικούνταν από 52 εκατομμύρια ανθρώπους. Στις επόμενες δύο δεκαετίες έχασε περίπου 7 εκατομμύρια πληθυσμό, με την πτωτική τάση να συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Πριν ο ουκρανικός λαός εισέλθει στη δίνη των διακρατικών ανταγωνισμών και του τυχοδιωκτισμού της ντόπιας ελίτ, είχε πρώτα φτωχύνει γνωρίζοντας την απαξίωση. Σε αντίθεση με τη διαρκή επιδείνωση της θέσης των λαών της Ουκρανίας, οι ολιγάρχες της χώρας διαρκώς πλούτιζαν αποκτώντας τον έλεγχο ολόκληρων κοινοβουλευτικών ομάδων. Παράλληλα, έντονη δραστηριότητα είχαν αναπτύξει μία σειρά ιδρύματα της Δύσης, όπως το γερμανικό ίδρυμα Αντενάουερ, το USAID ή το ίδρυμα Open Society του Τζορτζ Σόρος, τα οποία προετοίμαζαν συστηματικά μία νέα γενιά πολιτικών και «ακτιβιστών».
Η διχοτόμηση ανάμεσα σε προσανατολισμένα προς τη Δύση και προσανατολισμένα προς τη Ρωσία πολιτικά μπλοκ –χωρίς απόλυτα όρια– διαφάνηκε ήδη κατά τα πρώτα έτη του 21ου αιώνα, όταν έλαβε χώρα η «Πορτοκαλί Επανάσταση» που έφερε στην εξουσία το φιλο-δυτικό μπλοκ. Στα πλαίσια της «Πορτοκαλί Επανάστασης» διαφάνηκε για πρώτη φορά η σύμφυση νεοφιλελευθερισμού/ευρωπαϊσμού με έναν επικίνδυνο αντι-ρωσικό, φασιστικού τύπου, ουκρανικό εθνικισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι, επί προεδρίας Βίκτορ Γιούσενκο, αποκαταστάθηκε ο συνεργάτης των ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Στεπάν Μπαντέρα ως Ήρωας της Ουκρανίας, με τον πρόεδρο της χώρας να απονέμει βραβείο στον εγγονό του.
Μία σειρά μέτρα σηματοδοτούσαν έναν ιστορικό πόλεμο με την περίοδο της σοβιετικής Ουκρανίας και καθετί που ενοποιούσε τον ουκρανικό λαό με τη Ρωσία. Η πτώση του Γιούσενκο και η άνοδος στην προεδρία του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, το 2010, σηματοδότησε ένα σχετικό πάγωμα της πορείας πρόσδεσης της Ουκρανίας στην ΕΕ και μια προσπάθεια μερικής αντιστροφής των «Πορτοκαλί» μέτρων στον τομέα ιστορίας-πολιτισμού. Ωστόσο, αυτό που πυροδότησε την εξέγερση εναντίον του προέδρου Γιανουκόβιτς ήταν η απόφαση παγώματος της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ. Είχε προηγηθεί ρωσική παρέμβαση με κατάθεση πρότασης αντίστοιχης συμφωνίας -και αρκετά πιο συμφέρουσας- με τη Ρωσία. Είναι προφανές ότι στο παρασκήνιο, ο ανταγωνισμός μεταξύ Δύσης και Ρωσίας φούντωνε.
Η εξέγερση του Μαϊντάν είχε ως κεντρικά της συνθήματα την «ευρωπαϊκή πορεία» της Ουκρανίας και την πάταξη της διαφθοράς. Συσπείρωσε κυρίως μικροαστικά στοιχεία των πόλεων, αλλά και αρκετά τμήματα του απελπισμένου λαού, που έβλεπε στην υπόσχεση ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου την πιθανότητα για ένα καλύτερο μέλλον. Στον δρόμο όμως, το κίνημα Μαϊντάν είχε μια μεγάλη διαφορά από την «Πορτοκαλί Επανάσταση» και αυτή ήταν ο στρατιωτικός του βραχίονας. Οι ομάδες κρούσης του Μαϊντάν αποτελούνταν από καλά εκπαιδευμένα φασιστικά και εθνικιστικά σώματα. Ένας γαλαξίας κομμάτων και ομάδων, με την ηγεσία τους σε στενή σύνδεση με κέντρα στην Πολωνία, τη Γερμανία και αλλού και μια «ελίτ κρούσης», η οποία εκπαιδευόταν επί χρόνια για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε όταν άγνωστοι πυροβόλησαν τους διαδηλωτές.
Τότε οι διαδηλώσεις εξελίχτηκαν σε μάχες. Πολιτικά όμως χρειάστηκε η παρασκηνιακή παρέμβαση του νο1 ολιγάρχη της Ουκρανίας, του Ρινάτ Αχμέτοφ. Ο τελευταίος είχε την κύρια έδρα των επιχειρήσεών του στην Ανατολική Ουκρανία, αποτελώντας κυριολεκτικά τον τοπάρχη του Ντονμπάς. Ως εκ τούτου, στήριζε το Κόμμα των Περιφερειών του Γιανουκόβιτς, το οποίο ακολουθώντας μία μεσοβέζικη στάση αποσπούσε τις ψήφους της πλειοψηφίας της ρωσόφιλης μερίδας του πληθυσμού. Στη συγκυρία του κλονισμού της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, ο Αχμέτοφ «τράβηξε» μια ελεγχόμενη από αυτόν ομάδα δεκάδων βουλευτών να αποστατήσουν και να ψηφίσουν κατά της κυβέρνησής τους. Αυτά διαμείβονταν ενώ παρασκηνιακά υποτίθεται ότι είχε υπάρξει συμφωνία για μια μεταβατική κατάσταση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Την ίδια στιγμή εκτυλισσόταν και ένας υπόγειος ανταγωνισμός στο φιλο-δυτικό στρατόπεδο, ο οποίος ήρθε κάπως άγαρμπα στη δημοσιότητα με το τηλεφώνημα της Βικτόρια Νούλαντ (υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ) προς τον Αμερικάνο πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, με το ιστορικό «fuck the EU» και την προτροπή να προωθηθεί ο δικός τους υποψήφιος για την πρωθυπουργία.
Η νέα κυβέρνηση χαρακτηριζόταν από εθνικισμό, ενώ βουλευτικές έδρες και ανώτατες κρατικές θέσεις είχαν καταλάβει δηλωμένοι φασίστες του κινήματος Μαϊντάν. Μία από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν να καταργήσει τα ρώσικα από επίσημη γλώσσα της Ουκρανίας, τη στιγμή που αποτελούσαν την πρώτη γλώσσα για τo 30% του πληθυσμού. Ακολούθησε η επίθεση σε καθετί που θύμιζε Σοβιετική Ένωση και κομμουνισμό, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και με πογκρόμ σε γραφεία κομμάτων, επιθέσεις σε συγκεντρώσεις κομμουνιστών και φυσικά τη φρενίτιδα με την καταστροφή των αγαλμάτων του Λένιν, του ανθρώπου που κατά την επίσημη ρωσική θέση «δημιούργησε την Ουκρανία».
Ακολούθησε το δημοψήφισμα και η απόσχιση της Κριμαίας και το κίνημα αντι-Μαϊντάν, το οποίο συσπείρωσε το ρωσικής εθνικής συνείδησης στοιχείο αλλά και κομμουνιστές που διώκονταν. Το κίνημα αυτό αποκτούσε συνολικά χαρακτηριστικά άρνησης του ουκρανικού κράτους όσο οξυνόταν η εθνικιστική και φασιστική επιθετικότητα εκ μέρους του, με αποκορύφωμα το στυγερό έγκλημα στο κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό (Μάιος 2014). Στις περιοχές του Λουγκάνσκ και του Ντονιέτσκ, όπου ο πληθυσμός αισθάνεται πλειοψηφικά εγγύτερα προς τη Ρωσία, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες, οι οποίες αρχικά δεν αναγνώρισαν την πραξικοπηματική κυβέρνηση του Κιέβου, είχαν αντιφασιστικό και φιλολαϊκό λόγο και διατάξεις στις διακηρύξεις τους και δημιούργησαν πολιτοφυλακές.
Η επίθεση του ουκρανικού στρατού και των ακροδεξιών ταγμάτων (απευθείας χρηματοδοτούμενων από ολιγάρχες) είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη ενός εμφυλίου πολέμου που τυπικά μόνο σταμάτησε με τις Συμφωνίες του Μινσκ το 2015. Έκτοτε, το ουκρανικό χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία τρόμου για την οποία πλήρωνε βαρύ φόρο αίματος ο λαός του Ντονμπάς αλλά ταυτόχρονα κατέστρεφε ό,τι είχε απομείνει από κοινωνικό κράτος, παροχές και δικαιώματα και στην υπόλοιπη χώρα. Ένα χρόνο πριν την έναρξη του τωρινού πολέμου, η κυβέρνηση Ζελένσκι έβαζε ως στόχο την πώληση των άνω των 3.000 κρατικών επιχειρήσεων που είχαν απομείνει από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα μίγμα εθνικισμού και νεοφιλελευθερισμού, μαζί με τον τυχοδιωκτισμό της ουκρανικής ελίτ και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς διέλυσαν κυριολεκτικά την ουκρανική κοινωνία και διαμέλισαν την ουκρανική επικράτεια.