«Ήμασταν πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Είμαστε και εμείς Δύση», είπε ο Κ. Μητσοτάκης στη Βουλή. Με αυτά τα λόγια, δεν άφησε περιθώριο αμφιβολίας για το στρατόπεδο που έχει επιλέξει ξανά η Ελλάδα, η αστική της τάξη και οι κυβερνήσεις της, την ώρα που οι νέες διαχωριστικές γραμμές χαράσσονται πάνω στο αίμα των λαών. Εμφανίστηκε ως γνήσιος κληρονόμος του «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κ. Καραμανλή, αλλά
και μιας γνωστής ρήσης του Γ. Παπανδρέου παλαιότερα: «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν» — μόνο που στη θέση του αγγλικού έχει βρεθεί πλέον εκείνος της ΕΕ.
Αυτή ακριβώς η «σωστή πλευρά» έχει κοστίσει αμέτρητες τραγωδίες στον λαό της Ελλάδας — και όχι μόνο. Ήταν η συγκεκριμένη επιλογή, άλλωστε, που έστειλε το 1919 ελληνικό στρατό να αποβιβαστεί στην Οδησσό, συμμετέχοντας στην προσπάθεια της «Δύσης» να πνίξει τη νεαρή ΕΣΣΔ. Αυτή που οδήγησε, την ίδια χρονιά, σε εισβολή στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, προκειμένου να υπηρετηθεί η «Μεγάλη Ιδέα», σε μια περιπέτεια η οποία κατέληξε στην τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ήταν η ίδια, επίσης, που άνοιξε την πόρτα στους Εγγλέζους για να πολιορκήσουν την απελευθερωμένη από τους ναζί Αθήνα και να εξοπλίσουν τους δοσίλογους χίτες και ταγματασφαλίτες, οδηγώντας τη χώρα στον εμφύλιο, τον οποίο κέρδισαν με τη βοήθεια των φίλων και συμμάχων Αμερικάνων. Ήταν αυτή η στάση που έστειλε και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στον Πόλεμο της Κορέας, τη δεκαετία του ’50, όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή εκατοντάδες παιδιά του λαού, υπηρετώντας τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Υπάρχει ιστορική μνήμη και ονοματεπώνυμα για τα εγκλήματα αυτής της «σωστής πλευράς».