Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Οι τρεις βασικοί στόχοι των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που ισοδυναμούν με ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο
Αν η Ρωσία διατηρεί την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροπλία έναντι της Ουκρανίας (κάτι που πρέπει να αποδειχθεί στα πεδία των μαχών ότι είναι επαρκές για να πετύχει τους στόχους της εισβολής της…), οι Ηνωμένες Πολιτείες και συνολικά η Δύση έχουν το πάνω χέρι στην οικονομία. Εκεί όπου η ισχύς τους κάνει τη Ρωσία να μοιάζει κυριολεκτικά με «νάνο», όπως αποτυπώνεται και από τα μεγέθη των οικονομιών τους: Το ΑΕΠ της Ρωσίας αντιπροσωπεύει το 7% έναντι του αντίστοιχου των ΗΠΑ, ενώ εάν το συγκρίνουμε συνολικά με εκείνο της Δύσης –μαζί δηλαδή με ΕΕ, Καναδά, Βρετανία, αλλά και Ιαπωνία και Αυστραλία– τότε η αναλογία υποχωρεί μόλις στο 3,2%.
Είναι λογικό και αναμενόμενο, λοιπόν, στον ασύμμετρο πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσά τους, η καθεμία από τις δύο πλευρές να αξιοποιεί τα όπλα της. Ειδικά όσον αφορά τη Δύση, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι κάνει επίδειξη ισχύος, αλλά και να διακρίνουμε τους τρεις βασικούς στόχους της.
Ο πρώτος είναι να αποδείξει ποιος είναι το «αφεντικό» και είναι σε θέση να επιβάλει βαριές ποινές σε όσους αμφισβητούν την ιεραρχία στο παγκόσμιο καπιταλιστικό οικοδόμημα — επιβεβαιώνοντας, έτσι, ότι η αμερικανική υπερδύναμη βασίζεται σε δύο πυλώνες: Τα αεροπλανοφόρα και το δολάριο, με το βάρος στη συγκεκριμένη αντιπαράθεση να πέφτει στο δεύτερο. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία οι ΗΠΑ απαίτησαν και πέτυχαν την αποβολή της Ρωσίας από το σύστημα διεθνών συναλλαγών Swift και το «πάγωμα» του μεγαλύτερου μέρους των συναλλαγματικών διαθεσίμων της κεντρικής της τράπεζας. Οι κυρώσεις, όμως, δεν περιορίστηκαν σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, αλλά επεκτάθηκαν ταχύτατα σε όλους τους τομείς: Το εμπόριο και τις μετακινήσεις, με τη διακοπή των θαλάσσιων μεταφορών από τις μεγαλύτερες εταιρείες στα ρωσικά λιμάνια και την απαγόρευση πτήσης των ρωσικών αεροσκαφών πάνω από μεγάλο μέρος του πλανήτη. Τον αθλητισμό, με την «έξωση» των ομάδων από όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και της εθνικής ποδοσφαίρου από το Μουντιάλ του Κατάρ. Τη Φόρμουλα 1 με την ακύρωση του ρωσικού γκραν πρι. Τον πολιτισμό, με τον διωγμό που υφίσταται οποιοσδήποτε καλλιτέχνης είναι Ρώσος και κάθε έργο που προέρχεται από τη χώρα…
Ο δεύτερος στόχος επικεντρώνει σε μια βίαιη αναδιανομή του πλούτου και των αγορών υπέρ του δυτικού και πρωτίστως του αμερικανικού κεφαλαίου. Η ενέργεια αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς με το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, που πέρυσι αντιστοιχούσε στο 8% των εισαγωγών στις ΗΠΑ, ο Μπάιντεν έκανε ένα τεράστιο δώρο προς τους πετρελαϊκούς ομίλους της χώρας του — τους οποίους, μάλιστα, έφτασε να… παρακαλάει να μην εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να αποκομίσουν υπερκέρδη. Πρακτικά, όμως, όχι απλώς τους επέτρεψε να ρεφάρουν την αποχώρησή τους από τις κοινοπραξίες στη Ρωσία, αλλά τους οδηγεί σε ένα νέο Ελντοράντο, καθώς οι εξορύξεις και η εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων θα αποκτήσουν φρενήρη ρυθμό στο εσωτερικό, ενώ θα ανοίξει γι’ αυτούς διάπλατα και η ευρωπαϊκή αγορά πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα –κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να υποτιμηθεί– ΗΠΑ, Βρετανία και ΕΕ ξεκίνησαν ένα «σαφάρι» εντοπισμού και κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων των Ρώσων «ολιγαρχών». Πολυτελή γιοτ, βίλες, ιδιωτικά αεροπλάνα, μέχρι και κεφάλαια που βρίσκονται στις τράπεζες, σε θυρίδες ή τα χρηματιστήρια αποτελούν πλέον στόχο, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή της «ιδιοκτησίας» παύει να είναι ιερή.
Όσο για τον τρίτο στόχο, επιδιώκει να στερήσει από τους Ρώσους –για την ακρίβεια, από την αστική τους τάξη και τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας τους– την πρόσβαση στα δυτικά αγαθά και τον δυτικό τρόπο ζωής. Αυτό σηματοδοτεί η αποχώρηση από τη χώρα εταιρειών που αποτελούν σύμβολα, φτάνοντας να ορίζουν πρότυπα διαβίωσης και πολιτισμού, όπως είναι η Coca-Cola, οι πιστωτικές κάρτες Visa και Mastercard, τα ΙΚΕΑ και τα πολυτελή γερμανικά αυτοκίνητα. Οι πιο γνωστές φίρμες ρούχων, παπουτσιών και καλλυντικών, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το ίδιο συμβαίνει με την απαγόρευση που ουσιαστικά επιβάλλεται στους Ρώσους να ταξιδεύουν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, είτε για μπίζνες είτε για διακοπές.
Είναι προφανές ότι θέλουν να τους κάνουν να καταλάβουν τι χάνουν, εάν στηρίξουν τον Πούτιν στη σύγκρουσή του με τη Δύση. Ελπίζοντας ότι, σε συνδυασμό με τον «πόνο» που προκαλεί όλο το πακέτο των κυρώσεων στον ρωσικό λαό, θα προκαλέσουν ένα κίνημα αμφισβήτησης και, γιατί όχι, ανατροπής του.
Το κεφάλαιο έχει, τελικά, πατρίδα…
Είναι γεγονός ότι μέχρι τη στιγμή που τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία και ξεκίνησε η νέα φάση του πολέμου, μεγάλο μέρος του δυτικού καπιταλισμού και κυρίως οι όμιλοι που είχαν ζωτικά συμφέροντα στη Ρωσία –ενεργειακοί, αυτοκινητοβιομηχανίες, τράπεζες και άλλοι– ήλπιζαν και πίεζαν, ώστε η σύγκρουση να είναι ελεγχόμενη και οι συνέπειες αναστρέψιμες. Μάλιστα, όπως συνέβη στην περίπτωση Γερμανίας και Ιταλίας ή ακόμη και του βρετανικού χρηματοπιστωτικού κέντρου του «Σίτι», το οποίο έχει φτάσει να χαρακτηρίζεται ως «Λόντονγκραντ», ασκούνταν πιέσεις προς τις κυβερνήσεις και υπήρχαν αυτόνομοι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Μόσχα και προσωπικά με τον Πούτιν, προκειμένου να αποτραπεί το… μοιραίο.
Αυτό, όμως, δεν συνέβη. Η τροπή που έλαβαν οι εξελίξεις και οι πολιτικές επιλογές που έγιναν, κυρίως στην Ουάσιγκτον, έφεραν τους εκπροσώπους του κεφαλαίου ενώπιον ενός διλήμματος. Κι αυτοί, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί, δεν δίστασαν να κάνουν τις επιλογές τους, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας το κεφάλαιο έχει πατρίδα και αναγνωρίζει σύνορα. Ότι υποτάσσεται –έστω προσαρμόζεται– στις «διαταγές» του συλλογικού καπιταλιστή, που καθορίζει τη γενική κατεύθυνση.
Είναι σαφές, παράλληλα, ότι οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων καταφέρνουν ένα ισχυρότατο πλήγμα στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης — ή, πιο ορθά, της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Ουσιαστικά, επιταχύνει τις ανακατατάξεις που είχαν ήδη δρομολογηθεί τα τελευταία χρόνια, με την ένταση των ανταγωνισμών ανάμεσα στα διάφορα καπιταλιστικά κέντρα, που οδήγησαν στην άνοδο του προστατευτισμού, στον πόλεμο των δασμών, στα συνθήματα του τύπου «Πρώτα η Αμερική», στη διάλυση ή το «πάγωμα» μεγάλων εμπορικών συμφωνιών. Εάν, δε, σκεφτεί κανείς ότι το μεγάλο διακύβευμα δεν αφορά τη Ρωσία, αλλά την Κίνα, εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι τα πιο δύσκολα και οι πιο σοβαρές και μεγάλες συγκρούσεις είναι μπροστά.