Βασίλης Τσιράκης
Τα δραματικά γεγονότα του 1969 στη Βόρεια Ιρλανδία μέσα από τα μάτια ενός νεαρού αγοριού μιας εργατικής οικογένειας. Η αυτοβιογραφική ταινία του Κένεθ Μπράνα είναι τρυφερή και μελαγχολική χωρίς να εμβαθύνει.
Το Μπέλφαστ, ιρλανδικά Béal Feirste, που σημαίνει στόμα της αμμουδιάς, ήταν βιομηχανικό και ναυπηγικό κέντρο (εκεί κατασκευάστηκε ο Τιτανικός) ως το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οπότε και άρχισε η παρακμή του, οδηγώντας το πληττόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης σε απεργίες και διαδηλώσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η βία θα ενταθεί και τον Αύγουστο του 1969 τα βρετανικά στρατεύματα θα επιβάλουν την τάξη. Εκείνη ακριβώς τη χρονιά διαδραματίζεται η ιστορία της ταινίας, σε μια γειτονιά όπου ζουν από κοινού καθολικοί και προτεστάντες. Το σενάριο της ταινίας έχει ως αφηγηματικό άξονα τη βία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο αυτής της διαμάχης, μέσα από τα μάτια ενός νεαρού αγοριού μιας εργατικής οικογένειας.
Ο πατέρας εργάζεται ως μετανάστης στην Αγγλία και έρχεται στο Μπέλφαστ για να δει την οικογένεια του κάθε 15 μέρες, βρισκόμενος σε διαρκή διαμάχη με τη σύζυγο του για τα οικονομικά. Ενώ ο παππούς, πρώην εργάτης στα ορυχεία της Αγγλίας, καλύπτει την έλλειψη του πατέρα, όντας πολύ κοντά στον εγγονό του.
Αν η αντιπαλότητα ήταν αποκλειστικά θρησκευτική, τότε θα λέγαμε πως το σενάριο, με τη σφιχτοδεμένη δομή του και τους αριστοτεχνικούς διαλόγους, πετυχαίνει απόλυτα τον σκοπό του. Ειδικά με το εξόχως πετυχημένο σεναριακό εύρημα να μην τοποθετήσει την εργατική οικογένεια από την πλευρά των καθολικών αλλά από την πλευρά των προστατευόμενων από την Αγγλία προτεσταντών, ενώ ταυτόχρονα ο «κακός» της υπόθεσης είναι ένα φανατικός προτεστάντης που εκβιάζει τον πατέρα να ενταχθεί στις ομάδες κρούσης τους.
Με αυτό τον τρόπο το σενάριο υπερβαίνει τη μανιχαϊστική αντίληψη «οι καλοί καθολικοί και οι κακοί προτεστάντες», αναδεικνύοντας πως η ταξική καταπίεση και εκμετάλλευση είναι πέρα από θρησκείες και έθνη. «Οι θρησκείες φταίνε για όλα», «τι σημασία έχει ποιος είναι καθολικός και ποιος προτεστάντης;», είναι μερικές από τις χαρακτηριστικές ατάκες του σεναρίου.
Όμως αυτή η απόπειρα προσέγγισης υπονομεύεται από την παντελή έλλειψη του ιστορικού πλαισίου και των πολιτικών εξελίξεων της εποχής. Έτσι, απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε αναφορά στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, τη Ματωμένη Κυριακή, τη δράση του ΙRA και τη στάση της Αγγλίας. Και η δικαιολογία ότι τα γεγονότα δίνονται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού ελέγχεται, εφόσον δεν πρόκειται για μια παιδική ταινία αλλά για μια ταινία που απευθύνεται σε ενήλικες.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν το ότι η σκηνοθεσία εκπέμπει μια νοσταλγία με μελαγχολικές πινελιές, εξιδανικεύοντας το παρελθόν με ισχυρές δόσεις τρυφερότητας, συνοδευόμενες από χορό, μουσική και γέλιο, κόντρα στην τραγικότητα των γεγονότων.
Η σκηνοθεσία εκπέμπει μια ιδιαίτερη νοσταλγία, εξιδανικεύοντας το παρελθόν με ισχυρές δόσεις ευαισθησίας και στοργής
Η φωτογραφία ασπρόμαυρη για να παραπέμπει στην εποχή, με εξαίρεση τις σκηνές του κινηματογράφου, στην οθόνη του οποίου βλέπουμε έγχρωμα τη Ράκελ Γουέλς, αλλά και του θεάτρου, στη σκηνή του οποίου βλέπουμε έγχρωμα την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς.
Χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας η ανάδειξη και της ελαφράς πλευράς των γεγονότων (ίσως ως αντίβαρο στην έλλειψη ιστορικού πλαισίου), η οποία όμως πολλές φορές γίνεται καρικατούρα (όπως η σκηνή της σύλληψης του εθνικιστή προτεστάντη), ή ελάχιστα πειστική (όπως ο τρόπος που παρασύρεται ο μικρός στο πλιάτσικο). Τέλος, να σημειώσουμε τη γλυκόπικρη μουσική του γεννημένου στο Μπέλφαστ τραγουδοποιού Βαν Μόρισον.
https://www.youtube.com/watch?v=iBpqhNaBfas